DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Finances containing συμμετοχή | all forms
GreekGerman
άμεσα ρευστοποιήσιμη συμμετοχήleicht realisierbare Anlage
άμεση συμμετοχήdirekte Beteiligungen
άμεση συμμετοχήdirekte Teilnahme
έμμεση συμμετοχήindirekte Beteiligung
έμμεση συμμετοχήindirekte Teilnahme
αθόρυβη εταιρική συμμετοχήstille Kapitalbeteiligung
αθόρυβη εταιρική συμμετοχήstille Einlage
αμοιβαία συμμετοχήÜberkreuzbeteiligung
αφανής συμμετοχήstille Kapitalbeteiligung
αφανής συμμετοχήstille Einlage
διασταυρούμενη συμμετοχήwechselseitige Kapitalbeteiligung
ειδική συμμετοχήqualifizierte Beteiligung
ενεργός συμμετοχή των μετόχωνEinbeziehung der Aktionäre
η συμμετοχή στο κεφάλαιο εταιριώνdie Beteiligung am Kapital von Gesellschaften
καρτέλ με συμμετοχή στα κέρδηPool
καρτέλ με συμμετοχή στα κέρδηGewinnverteilungskartell
κρατική συμμετοχή στη χρημοτοδότηση της Κοινωνική ΑσφάλισηςStaatszuschuß
μερική συμμετοχή στον κίνδυνοTeilausfallversicherung für Staatsschuldtitel
μερική συμμετοχή στον κίνδυνοTeilabsicherung für Staatsanleihen
μερική συμμετοχή στον κίνδυνο όσον αφορά τα κρατικά ομόλογαTeilausfallversicherung für Staatsschuldtitel
μερική συμμετοχή στον κίνδυνο όσον αφορά τα κρατικά ομόλογαTeilabsicherung für Staatsanleihen
μεταβιβάσιμη συμμετοχή μεταβλητής απόδοσηςübertragbare Anteile mit schwankendem Ertrag
ομολογία με συμμετοχή στα κέρδηGewinnschuldverschreibung
πιστοποιητικό τίτλων για συμμετοχή των κατόχων τους σε γενική συνέλευσηSperrbescheinigung
συγχρηματοδότηση με άμεση συμμετοχήKofinanzierung durch unmittelbare Beteiligung
συμμετοχή επί της δημιουργίας υπεραξίαςCarried Interest
συμμετοχή επί της δημιουργίας υπεραξίαςCarry
συμμετοχή μειοψηφίαςAnteile in Fremdbesitz
συμμετοχή μειοψηφίαςMinderheitsinteressen
συμμετοχή μειοψηφίαςMinderheitsbeteiligung
συμμετοχή στα κέρδηTantieme
συμμετοχή στο κεφάλαιοKapitalbeteiligung
συμμετοχή στο κεφάλαιοKapitalstock
συμμετοχή στο κεφάλαιοGesellschaftskapital
συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιοBeteiligung
συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιοBeteiligung am Kapital
συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιοEigenkapitalfinanzierung
συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιοKapitalanteil
συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιοKapitalbeteiligung
συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιοAktienfinanzierung
συμμετοχή του ιδιωτικού τομέαBeteiligung des privaten Sektors
συμμετοχή του κράτους κατά μειοψηφίαstaatliche Minderheitsbeteiligung
συμμετοχή του Κράτους στη χρηματοδότηση των παροχώνBeteiligung der öffentlichen Hand an die Finanzierung der Leistungen
συμμετοχή τρίτων σε χορηγηθέντα δάνειαBeteiligung Dritter an der Finanzierung der Darlehen
συμμετοχή των εργαζομένων στα κέρδηGewinnbeteiligung der Arbeitnehmer
συμμετοχή των εργαζομένων στα κέρδηErfolgsbeteiligung
σύνθετη συμμετοχήsynthetische Beteiligung