Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Hindi
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian Latin
Spanish
Vietnamese
Terms
for subject
Finances
containing
συμμετοχή
|
all forms
Greek
German
άμεσα ρευστοποιήσιμη
συμμετοχή
leicht realisierbare Anlage
άμεση
συμμετοχή
direkte Beteiligungen
άμεση
συμμετοχή
direkte Teilnahme
έμμεση
συμμετοχή
indirekte Beteiligung
έμμεση
συμμετοχή
indirekte Teilnahme
αθόρυβη εταιρική
συμμετοχή
stille Kapitalbeteiligung
αθόρυβη εταιρική
συμμετοχή
stille Einlage
αμοιβαία
συμμετοχή
Überkreuzbeteiligung
αφανής
συμμετοχή
stille Kapitalbeteiligung
αφανής
συμμετοχή
stille Einlage
διασταυρούμενη
συμμετοχή
wechselseitige Kapitalbeteiligung
ειδική
συμμετοχή
qualifizierte Beteiligung
ενεργός
συμμετοχή
των μετόχων
Einbeziehung der Aktionäre
η
συμμετοχή
στο κεφάλαιο εταιριών
die Beteiligung am Kapital von Gesellschaften
καρτέλ με
συμμετοχή
στα κέρδη
Pool
καρτέλ με
συμμετοχή
στα κέρδη
Gewinnverteilungskartell
κρατική
συμμετοχή
στη χρημοτοδότηση της Κοινωνική Ασφάλισης
Staatszuschuß
μερική
συμμετοχή
στον κίνδυνο
Teilausfallversicherung für Staatsschuldtitel
μερική
συμμετοχή
στον κίνδυνο
Teilabsicherung für Staatsanleihen
μερική
συμμετοχή
στον κίνδυνο όσον αφορά τα κρατικά ομόλογα
Teilausfallversicherung für Staatsschuldtitel
μερική
συμμετοχή
στον κίνδυνο όσον αφορά τα κρατικά ομόλογα
Teilabsicherung für Staatsanleihen
μεταβιβάσιμη
συμμετοχή
μεταβλητής απόδοσης
übertragbare Anteile mit schwankendem Ertrag
ομολογία με
συμμετοχή
στα κέρδη
Gewinnschuldverschreibung
πιστοποιητικό τίτλων για
συμμετοχή
των κατόχων τους σε γενική συνέλευση
Sperrbescheinigung
συγχρηματοδότηση με άμεση
συμμετοχή
Kofinanzierung durch unmittelbare Beteiligung
συμμετοχή
επί της δημιουργίας υπεραξίας
Carried Interest
συμμετοχή
επί της δημιουργίας υπεραξίας
Carry
συμμετοχή
μειοψηφίας
Anteile in Fremdbesitz
συμμετοχή
μειοψηφίας
Minderheitsinteressen
συμμετοχή
μειοψηφίας
Minderheitsbeteiligung
συμμετοχή
στα κέρδη
Tantieme
συμμετοχή
στο κεφάλαιο
Kapitalbeteiligung
συμμετοχή
στο κεφάλαιο
Kapitalstock
συμμετοχή
στο κεφάλαιο
Gesellschaftskapital
συμμετοχή
στο μετοχικό κεφάλαιο
Beteiligung
συμμετοχή
στο μετοχικό κεφάλαιο
Beteiligung am Kapital
συμμετοχή
στο μετοχικό κεφάλαιο
Eigenkapitalfinanzierung
συμμετοχή
στο μετοχικό κεφάλαιο
Kapitalanteil
συμμετοχή
στο μετοχικό κεφάλαιο
Kapitalbeteiligung
συμμετοχή
στο μετοχικό κεφάλαιο
Aktienfinanzierung
συμμετοχή
του ιδιωτικού τομέα
Beteiligung des privaten Sektors
συμμετοχή
του κράτους κατά μειοψηφία
staatliche Minderheitsbeteiligung
συμμετοχή
του Κράτους στη χρηματοδότηση των παροχών
Beteiligung der öffentlichen Hand an die Finanzierung der Leistungen
συμμετοχή
τρίτων σε χορηγηθέντα δάνεια
Beteiligung Dritter an der Finanzierung der Darlehen
συμμετοχή
των εργαζομένων στα κέρδη
Gewinnbeteiligung der Arbeitnehmer
συμμετοχή
των εργαζομένων στα κέρδη
Erfolgsbeteiligung
σύνθετη
συμμετοχή
synthetische Beteiligung
Get short URL