Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Bulgarian
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Hebrew
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
Terms
for subject
Finances
containing
ρευστότητα
|
all forms
Greek
German
άμεση
ρευστότητα
liquide Mittel erster Ordnung
άμεση
ρευστότητα
Kassenliquidität
έλλειμμα
ρευστότητας
Liquiditätsbedarf
αναλογία κάλυψης
ρευστότητας
LCR
Mindestliquiditätsquote
απαίτηση κάλυψης της
ρευστότητας
Liquiditätsdeckungsanforderung
απαίτηση
ρευστότητας
Liquiditätsnorm
απορρόφηση
ρευστότητας
Liquiditätsabschöpfung
απορρόφηση της υπερβάλλουσας
ρευστότητας
überschüssige Liquidität aus dem Markt nehmen
απόθεμα
ρευστότητας
Liquiditätspuffer
ασφάλεια επιλέξιμη προς χρήση στις πράξεις του ΕΣΚΤ για την παροχή
ρευστότητας
Sicherheit,die bei den liquiditätszuführenden geldpolitischen Operationen verwendbar ist
αυτόνομη οντότητα διαχείρισης του κινδύνου
ρευστότητας
Liquiditätsuntergruppe
βαθμός
ρευστότητας
χρηματοπιστωτικής απαίτησης
Liquiditätsgrad der Forderungen
βελτίωση της
ρευστότητας
στη δευτερογενή αγορά του ECU
bessere Liquidität des Ecu-Sekundärmarktes
βοήθεια
ρευστότητας
Liquiditätsbeihilfe
γραμμή πρόληψης και
ρευστότητας
Vorsorge-und Liquiditätslinie
δείκτης
ρευστότητας
Liquiditätsquote
δείκτης
ρευστότητας
Liquiditätskoeffizient
δεσμεύω
ρευστότητα
Liquidität reservieren
διαθέσιμη
ρευστότητα
verfügbare Liquidität
διαρθρωτική ανάγκη
ρευστότητας
strukturelle Liquiditätsknappheit
διαρθρωτικής φύσεως ανάγκη
ρευστότητας
strukturelle Liquiditätsknappheit
διαρθρωτικό έλλειμμα
ρευστότητας
strukturelle Liquiditätsknappheit
διαχείριση
ρευστότητας
Liquidität steuern
διαχείριση του κινδύνου
ρευστότητας
Steuerung des Liquiditätsrisikos
διεθνής
ρευστότητα
internationale Liquiditaet
διευκόλυνση
ρευστότητας
Liquiditätshilfe
διευκόλυνση
ρευστότητας
μιας ημέρας έναντι αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων
sich Übernachtliquidität gegen zentralbankfähige Sicherheiten beschaffen
δυναμική διαμόρφωση της
ρευστότητας
stark zunehmende Liquiditätshaltung
επείγουσα ενίσχυση υπό μορφή
ρευστότητας
Liquiditätshilfe in Notfällen
επείγουσα ενίσχυση υπό μορφή
ρευστότητας
Liquiditätshilfe im Krisenfall
επηρεάζω τη θέση της διαρθρωτικής
ρευστότητας
του τραπεζικού συστήματος
die strukturelle Liquiditätsposition des Bankensystems beeinflussen
επιτόκιο απορρόφησης
ρευστότητας
Liquiditätsabsorptionsrate
εποπτεία της
ρευστότητας
Überwachung der Liquidität
ημερήσια
ρευστότητα
Innertagesliquidität
κίνδυνος
ρευστότητας
Liquiditätsrisiko
κανόνας επιμερισμού
ρευστότητας
; συμφωνία επιμερισμού ρευστότητας
Liquiditätsaufteilungsvereinbarung
κανόνας επιμερισμού
ρευστότητας
; συμφωνία επιμερισμού ρευστότητας
Liquiditätsaufteilungsregel
κεφαλαιαγορά με υψηλή
ρευστότητα
liquider Kapitalmarkt
κρίση
ρευστότητας
Liquiditätsklemme
κρίση
ρευστότητας
Liquiditätsengpass
λειτουργία ενοποίησης
ρευστότητας
Liquiditätspooling
νομισματικές
ρευστότητες
Geldvolumen
νομισματικές
ρευστότητες
Geldversorgung
νομισματικές
ρευστότητες
Geldbestände
νομισματικές
ρευστότητες
Geld- und Quasigeldvolumen
παροχή
ρευστότητας
Liquiditätsbereitstellung
πλεόνασμα
ρευστότητας
Überschussliquidität
πλεόνασμα
ρευστότητας
Liquiditaetsüberschuss
Πράξη εξομάλυνσης βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της
ρευστότητας
Endgültige Übertragung
πράξη εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της
ρευστότητας
Feinsteuerungsmassnahme
πράξη εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της
ρευστότητας
Feinsteuerungsoperation
προσαύξηση λόγω υψηλής
ρευστότητας
Liquiditätszuschlag
προσαύξηση λόγω υψηλής
ρευστότητας
Liquiditätsprämie
πρωτογενής
ρευστότητα
Primaerliquiditaet
πρωτογενής
ρευστότητα
Geldbestaende
ρευστότητα
κατά τη διάρκεια της ημέρας' ενδοημερήσια χρηματοδότηση
Innertagesliquidität
ρευστότητα
της αγοράς
Marktliquidität
ρευστότητα
της οικονομίας
Liquiditaet der Wirtschaft
ρευστότητα
των πιστωτικών ιδρυμάτων
Liquidität der Kreditinstitute
ρευστότητα
των πιστωτικών ιδρυμάτων
Liquidität der Banken
ρευστότητα
των τραπεζών
Bankenliquidität
ρευστότητα
των τραπεζών
Liquidität im Bankensektor
ρευστότητα
των τραπεζών
Liquidität der Kreditinstitute
ρευστότητα
των τραπεζών
Liquidität der Banken
ρευστότητα
χρηματιστηρίου
Marktliquidität
ρύθμιση βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της
ρευστότητας
Feinsteuerungsoperation
ρύθμιση βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της
ρευστότητας
Feinsteuerungsmassnahme
συμφωνία επιμερισμού της
ρευστότητας
Liquiditätsaufteilungsvereinbarung
συντελεστής
ρευστότητας
Liquiditätskoeffizient
συντελεστής
ρευστότητας
Liquiditätsgrad
συντελεστής ταμειακής
ρευστότητας
Kassenbestandskoeffizient
σχέση
ρευστότητας
Liquiditätskoeffizient
ταμειακή
ρευστότητα
liquide Mittel erster Ordnung
ταμειακή
ρευστότητα
Kassenliquidität
τραπεζική
ρευστότητα
Liquidität der Kreditinstitute
τραπεζική
ρευστότητα
Liquidität im Bankensektor
τραπεζική
ρευστότητα
Bankenliquidität
τραπεζική
ρευστότητα
Liquidität der Banken
υπερβάλλουσα
ρευστότητα
Überschussliquidität
υπερβάλλουσα
ρευστότητα
Liquiditaetsüberschuss
υποομάδα
ρευστότητας
Liquiditätsuntergruppe
όριο
ρευστότητας
Liquiditätslimit
Get short URL