DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Finances containing ρευστότητα | all forms
GreekGerman
άμεση ρευστότηταliquide Mittel erster Ordnung
άμεση ρευστότηταKassenliquidität
έλλειμμα ρευστότηταςLiquiditätsbedarf
αναλογία κάλυψης ρευστότητας LCRMindestliquiditätsquote
απαίτηση κάλυψης της ρευστότηταςLiquiditätsdeckungsanforderung
απαίτηση ρευστότηταςLiquiditätsnorm
απορρόφηση ρευστότηταςLiquiditätsabschöpfung
απορρόφηση της υπερβάλλουσας ρευστότηταςüberschüssige Liquidität aus dem Markt nehmen
απόθεμα ρευστότηταςLiquiditätspuffer
ασφάλεια επιλέξιμη προς χρήση στις πράξεις του ΕΣΚΤ για την παροχή ρευστότηταςSicherheit,die bei den liquiditätszuführenden geldpolitischen Operationen verwendbar ist
αυτόνομη οντότητα διαχείρισης του κινδύνου ρευστότηταςLiquiditätsuntergruppe
βαθμός ρευστότητας χρηματοπιστωτικής απαίτησηςLiquiditätsgrad der Forderungen
βελτίωση της ρευστότητας στη δευτερογενή αγορά του ECUbessere Liquidität des Ecu-Sekundärmarktes
βοήθεια ρευστότηταςLiquiditätsbeihilfe
γραμμή πρόληψης και ρευστότηταςVorsorge-und Liquiditätslinie
δείκτης ρευστότηταςLiquiditätsquote
δείκτης ρευστότηταςLiquiditätskoeffizient
δεσμεύω ρευστότηταLiquidität reservieren
διαθέσιμη ρευστότηταverfügbare Liquidität
διαρθρωτική ανάγκη ρευστότηταςstrukturelle Liquiditätsknappheit
διαρθρωτικής φύσεως ανάγκη ρευστότηταςstrukturelle Liquiditätsknappheit
διαρθρωτικό έλλειμμα ρευστότηταςstrukturelle Liquiditätsknappheit
διαχείριση ρευστότηταςLiquidität steuern
διαχείριση του κινδύνου ρευστότηταςSteuerung des Liquiditätsrisikos
διεθνής ρευστότηταinternationale Liquiditaet
διευκόλυνση ρευστότηταςLiquiditätshilfe
διευκόλυνση ρευστότητας μιας ημέρας έναντι αποδεκτών περιουσιακών στοιχείωνsich Übernachtliquidität gegen zentralbankfähige Sicherheiten beschaffen
δυναμική διαμόρφωση της ρευστότηταςstark zunehmende Liquiditätshaltung
επείγουσα ενίσχυση υπό μορφή ρευστότηταςLiquiditätshilfe in Notfällen
επείγουσα ενίσχυση υπό μορφή ρευστότηταςLiquiditätshilfe im Krisenfall
επηρεάζω τη θέση της διαρθρωτικής ρευστότητας του τραπεζικού συστήματοςdie strukturelle Liquiditätsposition des Bankensystems beeinflussen
επιτόκιο απορρόφησης ρευστότηταςLiquiditätsabsorptionsrate
εποπτεία της ρευστότηταςÜberwachung der Liquidität
ημερήσια ρευστότηταInnertagesliquidität
κίνδυνος ρευστότηταςLiquiditätsrisiko
κανόνας επιμερισμού ρευστότητας; συμφωνία επιμερισμού ρευστότηταςLiquiditätsaufteilungsvereinbarung
κανόνας επιμερισμού ρευστότητας; συμφωνία επιμερισμού ρευστότηταςLiquiditätsaufteilungsregel
κεφαλαιαγορά με υψηλή ρευστότηταliquider Kapitalmarkt
κρίση ρευστότηταςLiquiditätsklemme
κρίση ρευστότηταςLiquiditätsengpass
λειτουργία ενοποίησης ρευστότηταςLiquiditätspooling
νομισματικές ρευστότητεςGeldvolumen
νομισματικές ρευστότητεςGeldversorgung
νομισματικές ρευστότητεςGeldbestände
νομισματικές ρευστότητεςGeld- und Quasigeldvolumen
παροχή ρευστότηταςLiquiditätsbereitstellung
πλεόνασμα ρευστότηταςÜberschussliquidität
πλεόνασμα ρευστότηταςLiquiditaetsüberschuss
Πράξη εξομάλυνσης βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότηταςEndgültige Übertragung
πράξη εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότηταςFeinsteuerungsmassnahme
πράξη εξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότηταςFeinsteuerungsoperation
προσαύξηση λόγω υψηλής ρευστότηταςLiquiditätszuschlag
προσαύξηση λόγω υψηλής ρευστότηταςLiquiditätsprämie
πρωτογενής ρευστότηταPrimaerliquiditaet
πρωτογενής ρευστότηταGeldbestaende
ρευστότητα κατά τη διάρκεια της ημέρας' ενδοημερήσια χρηματοδότησηInnertagesliquidität
ρευστότητα της αγοράςMarktliquidität
ρευστότητα της οικονομίαςLiquiditaet der Wirtschaft
ρευστότητα των πιστωτικών ιδρυμάτωνLiquidität der Kreditinstitute
ρευστότητα των πιστωτικών ιδρυμάτωνLiquidität der Banken
ρευστότητα των τραπεζώνBankenliquidität
ρευστότητα των τραπεζώνLiquidität im Bankensektor
ρευστότητα των τραπεζώνLiquidität der Kreditinstitute
ρευστότητα των τραπεζώνLiquidität der Banken
ρευστότητα χρηματιστηρίουMarktliquidität
ρύθμιση βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότηταςFeinsteuerungsoperation
ρύθμιση βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότηταςFeinsteuerungsmassnahme
συμφωνία επιμερισμού της ρευστότηταςLiquiditätsaufteilungsvereinbarung
συντελεστής ρευστότηταςLiquiditätskoeffizient
συντελεστής ρευστότηταςLiquiditätsgrad
συντελεστής ταμειακής ρευστότηταςKassenbestandskoeffizient
σχέση ρευστότηταςLiquiditätskoeffizient
ταμειακή ρευστότηταliquide Mittel erster Ordnung
ταμειακή ρευστότηταKassenliquidität
τραπεζική ρευστότηταLiquidität der Kreditinstitute
τραπεζική ρευστότηταLiquidität im Bankensektor
τραπεζική ρευστότηταBankenliquidität
τραπεζική ρευστότηταLiquidität der Banken
υπερβάλλουσα ρευστότηταÜberschussliquidität
υπερβάλλουσα ρευστότηταLiquiditaetsüberschuss
υποομάδα ρευστότηταςLiquiditätsuntergruppe
όριο ρευστότηταςLiquiditätslimit