DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Economy containing πρώτη | all forms
GreekGerman
βασική πρώτη ύληwichtiger Rohstoff
βασική πρώτη ύληstrategischer Rohstoff
ζωτική πρώτη ύληkritischer Rohstoff
η πρώτη προσέγγιση τιμών η οποία αναφέρεται στο άρθρο 52die erste Preisannaeherung nach Artikel 52
κρίσιμη πρώτη ύληkritischer Rohstoff
πρώτη απασχόλησηerstmalige Beschäftigung
πρώτη εμπορική εκμετάλλευσηerste geschäftliche Verwertung
πρώτη φάση της ΟΝΕerste Phase der WWU
πρώτη ύληRohstoff
πρώτη ύλη ζωτικής σημασίαςkritischer Rohstoff
χρονική στιγμή που πραγματοποιείται η πρώτη μεταβίβαση μιας απαίτησηςZeitpunkt,zu dem die erste Forderung übertragen wird
χρονική στιγμή που πραγματοποιείται η πρώτη πληρωμήZeitpunkt der Ausführung der ersten Zahlung