Subject | Greek | German |
tech. | άμεση εφαρμογή διεθνούς προτύπου | direkte Verwendung einer internationalen Norm |
met. | άμμος προτύπου | Modellsand |
met. | άμμος προτύπου | Anlegesand |
agric. | άτυπη ομάδα "Προσωρινή Επιτροπή καθορισμού φυτοϋγειονομικών προτύπων" | informelle Arbeitsgruppe zum Interimsausschuss für die Festlegung von Pflanzenschutznormen |
law | έγκριση προτύπου ΕΟΚ | EWG-Bauartzulassung |
law, tech. | έγκριση προτύπου ΕΟΚ περιορισμένης ισχύος | beschränkte EWG-Bauartzulassung |
tech. | έλλειψη εναρμονισμένων προτύπων | Mangel der harmonisierten Normen |
tech. | έμμεση εφαρμογή διεθνούς προτύπου | indirekte Verwendung einer internationalen Norm |
law | ανάκληση της έγκρισης του προτύπου ΕΟΚ | Widerruf der EWG-Bauartzulassung |
commun., IT | ανάλυση προτύπων | Musteranalyse |
crim.law. | ανάλυση προτύπων εγκλήματος | Kriminalitätsbildanalyse |
market. | αναγκαίος πληθυσμός για την εγκατάσταση πρότυπου καταστήματος | Mindesteinwohnerzahl für die Eröffnung eines Pilotgeschäfts |
stat. | αναγνώριση προτύπων | Mustererkennung |
comp., MS | Αναζήτηση εργασιών και προτύπων | Tasks und Vorlagen suchen |
commun. | ανεξάρτητη Επιτροπή Εποπτείας των Προτύπων των Τηλεφωνικών Υπηρεσιών Πληροφόρησης | Unabhängiger Ausschuß zur Überwachung der Normen für Telefondienste |
met. | αντικατάσταση του προτύπου μέσα στο καλούπι | Prüfen der Form durch nochmaliges Einlegen des Modells |
IT, dat.proc. | αντιπαραβολή προτύπων | Mustervergleich |
el. | αξιοπιστία των προτύπων συχνότητας | Leistungszuverlässigkeit |
law | απαλλαγή από την έγκριση προτύπου ΕΟΚ | Befreiung von der EWG-Bauartzulassung |
tech. | αποδοχή διεθνούς προτύπου σε εθνικό κανονιστικό έγγραφο | Übernahme einer internationalen Norm |
tech. | αποκλειστική παραπομπή σε πρότυπα | ausschließliche Verweisung auf Normen |
law | αριθμός αναγνώρισης της έγκρισης προτύπου ΕΟΚ περιορισμένης ισχύος | Kennummer der EWG-Bauartzulassung mit beschränkter Wirkung |
el. | αρνητικός σχηματισμός προτύπου | Abtragätzung |
comp., MS | αρχείο προτύπου φόρμας | Formularvorlagendatei |
IT | αρχιτεκτονική βιομηχανικού προτύπου | Industriestandard-Architektur |
tech. | αχρονολόγητη παραπομπή σε πρότυπα | undatierte Verweisung auf Normen |
tech. | αχρονολόγητη παραπομπή σε πρότυπα | gleitende Verweisung auf Normen |
met. | βίδα προτύπου | Aushebeschraube |
tech., el. | βαθμονομημένη γεννήτρια πρότυπων ραδιοσημάτων | geeichter HF-Normalfrequenzmesssender |
environ. | Βαθμονόμηση μέσω ενός πρότυπου δοσιμέτρου. | Eichen mit Hilfe eines Standarddosimeters |
stat., environ. | βαθμονόμηση προτύπου | Modelleichung |
comp., MS | Βιβλιοθήκη προτύπων C++ για το χρόνο εκτέλεσης των Windows | C++-Vorlagenbibliothek für Windows-Runtime |
IT, el. | βιβλιοθήκη πρότυπων κυττάρων | Zellenbibliothek |
IT, el. | βιβλιοθήκη πρότυπων κυττάρων | Bibliothek von Funktionsblocken |
tech. | γενική παραπομπή σε πρότυπα | allgemeine Verweisung auf Normen |
tech. | γενική παραπομπή σε πρότυπα | Bezugnahme auf Normen durch Generalklausel |
el. | δέκτης διπλού προτύπου | Doppelnormenempfänger |
commun., IT | δέκτης πολλαπλών προτύπων | Multistandardempfänger |
chem. | διάλυμα προτύπου | Referenzloesung |
met. | διαβάθμιση των προτύπων | Kalibrierung von Vergleichsplatten |
comp., MS | Διακομιστής βιβλιοθήκης ενεργών προτύπων | ATL-Server |
comp., MS | Διαχείριση προτύπων | Vorlagen-Manager |
med. | Διεθνές Εργαστήριο Βιολογικών Προτύπων | Internationales Laboratorium für biologische Normen |
fin., industr. | διεθνή λογιστικά πρότυπα | Internationaler Rechnungslegungssatz |
fin., industr. | διεθνή λογιστικά πρότυπα | internationale Rechnungslegungsnorm |
fin., industr. | διεθνή λογιστικά πρότυπα | internationaler Rechnungslegungsstandard |
tech. | διεθνή λογιστικά πρότυπα | internationale Grundsaetze der Rechnungsfuehrung |
industr. | διεθνή πρότυπα ανώδυνης παγίδευσης | internationale humane Fangnorm |
industr. | διεθνή πρότυπα ανώδυνης παγίδευσης | international vereinbarte humane Fangnorm |
industr. | διεθνή πρότυπα ανώδυνης παγίδευσης | internationale Norm für humanen Tierfang |
industr. | διεθνή πρότυπα ανώδυνης παγίδευσης | ISO-Norm für das Aufstellen humaner Fallen |
IT, industr. | διεθνή πρότυπα και προδιαγραφές που αφορούν τη συνδεσιμότητα | internationale Normen und Standards im Zusammenhang mit der Verbindungstechnik |
account. | Διεθνής Επιτροπή Λογιστικών Προτύπων | Ausschuss für internationale Rechnungslegungsgrundsätze |
transp., nautic. | Διεθνής Σύμβαση "για πρότυπα εκπαίδευσης, έκδοσης πιστοποιητικών και τήρησης φυλακών των ναυτικών" | Internationales Übereinkommen über Normen für die Ausbildung, die Erteilung von Befähigungszeugnissen und den Wachdienst von Seeleuten |
transp., nautic. | Διεθνής Σύμβαση "για πρότυπα εκπαίδευσης, έκδοσης πιστοποιητικών και τήρησης φυλακών των ναυτικών" | STCW-Übereinkommen |
tech. | διεθνώς εναρμονισμένα πρότυπα | international harmonisierte Normen |
industr. | διεθνώς συμφωνηθέντα πρότυπα μη βάναυσης παγίδευσης | internationale humane Fangnorm |
industr. | διεθνώς συμφωνηθέντα πρότυπα μη βάναυσης παγίδευσης | international vereinbarte humane Fangnorm |
environ. | διεθνώς συμφωνηθέντα πρότυπα μη βάναυσης παγίδευσης | internationale humane Fangnormen |
industr. | διεθνώς συμφωνηθέντα πρότυπα μη βάναυσης παγίδευσης | internationale Norm für humanen Tierfang |
industr. | διεθνώς συμφωνηθέντα πρότυπα μη βάναυσης παγίδευσης | ISO-Norm für das Aufstellen humaner Fallen |
IT, el. | διεπαφή βάσει του προτύπου RS-232C | EIA-Schnittstelle |
tech. | διμερώς εναρμονισμένα πρότυπα | bilateral harmonisierte Normen |
law | δοκιμές για την έγκριση προτύπου ΕΟΚ | Prüfungen für die EWG-Bauartzulassung |
law | δοκιμές για την έγκριση προτύπου ΕΟΚ | EWG-Bauartzulassungsprüfungen |
law | δοκιμές προτύπου | Bauartprüfung |
transp. | δρομολόγια πρότυπα | Fahrzeitentafel |
tech. | Ειδικό πρόγραμμα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης, περιλαμβανομένης της επίδειξης, στον τομέα των προτύπων, των μετρήσεων και των δοκιμών | Spezifisches Programm für Forschung und technologische Entwicklung, einschließlich Demonstration, im Bereich Normung, Meß- und Prüfverfahren |
nat.sc. | ειδικό πρόγραμμα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένης της επίδειξης, στον τομέα των προτύπων, των μετρήσεων και των δοκιμών | spezifisches Programm für Forschung und technologische Entwicklung, einschließlich Demonstration, im Bereich Normung, Mess- und Prüfverfahren |
gen. | Ειδικό πρόγραμμα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης,συμπεριλαμβανομένης της επίδειξης,στον τομέα των προτύπων,των μετρήσεων και των δοκιμών | Spezifisches Programm für Forschung und technologische Entwicklung,einschließlich Demonstration,im Bereich Normung,Meß-und Prüfverfahren |
mech.eng. | ελάσματα με πρότυπες κατατομές σπειρωμάτων | Gewindeschablone |
transp., avia. | ελάχιστα πρότυπα επιδόσεων | Mindestleistungsanforderungen |
transp., avia. | ελάχιστα πρότυπα επιδόσεων οργάνων και εξοπλισμού | Mindestleistungsanforderungen für Instrumente und Ausrüstungen |
tech. | εναρμονισμένα πρότυπα | harmonisierte Normen |
econ. | εναρμονισμένη ταξινόμηση των προτύπων κατανάλωσης | harmonisierte Klassifizierung von Konsummodellen |
econ. | εναρμόνιση προτύπων | Angleichung der Normen |
law | εναρμόνιση των τεχνικών προτύπων | Harmonisierung der technischen Normen |
tech. | ενδεικτική παραπομπή σε πρότυπα | hinweisende Verweisung auf Normen |
transp., mil., grnd.forc. | Ενιαίοι νομικοί κανόνες σχετικά με την επικύρωση των τεχνικών προτύπων και την υιοθέτηση ενιαίων τεχνικών κανονισμών που εφαρμόζονται στο σιδηροδρομικό υλικό που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί στη διεθνή κυκλοφορία | Einheitliche Rechtsvorschriften für die Verbindlicherklärung technischer Normen und für die Annahme einheitlicher technischer Vorschriften für Eisenbahnmaterial, das zur Verwendung im internationalen Verkehr bestimmt ist |
tech. | ενοποιημένα πρότυπα | vereinheitlichte Normen |
law | εξέταση για την έγκριση προτύπου ΕΟΚ | Prüfung für die EWG-Bauartzulassung |
law | εξέταση για την έγκριση προτύπου ΕΟΚ | Bauartzulassungsprüfung |
law | εξέταση προτύπου | Bauartprüfung |
IT | επίκληση οδηγούμενη από πρότυπα | mustergesteuerter Aufruf |
IT | επίκληση οδηγούμενη από πρότυπα | inhaltsgesteuerte Verarbeitung |
tech. | επαλήθευση προτύπου | Validierung |
tech. | επαλήθευση προτύπου | Validisierung |
tech. | επαλήθευση προτύπου | Validation |
commun. | επεκτεταμένη αρχιτεκτονική βιομηχανικού προτύπου | Extended-Industry-Standard-Architecture |
gen. | επιλογή βάσει προτύπων | profilbezogene Auswahl |
health. | Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας για τη θέσπιση προτύπων ποιότητας και ασφάλειας για τη δωρεά, την προμήθεια, τον έλεγχο, την επεξεργασία, τη συντήρηση, την αποθήκευση και τη διανομή ανθρώπινων ιστών και κυττάρων | Ausschuss für die Durchführung der Richtlinie zur Festlegung von Qualitäts- und Sicherheitsstandards für die Spende, Beschaffung, Testung, Verarbeitung, Konservierung, Lagerung und Verteilung von menschlichen Geweben und Zellen |
health. | Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας για τη θέσπιση προτύπων ποιότητας και ασφάλειας για τη συλλογή, τον έλεγχο, την επεξεργασία, την αποθήκευση και τη διανομή ανθρωπίνου αίματος και συστατικών του αίματος | Ausschuss für die Durchführung der Richtlinie zur Festlegung von Qualitäts- und Sicherheitsstandards für die Gewinnung, Testung, Verarbeitung, Lagerung und Verteilung von menschlichem Blut und Blutbestandteilen |
health. | Επιτροπή Εναρμονισμένης Δράσης "Κοινά Πρότυπα για την Ποσοτική Ηλεκτροκαρδιογραφία" | Ausschuss zur Anpassung der Richtlinien an den wissenschaftlichen und technischen Fortschritt - Gemeinsame Normen für quantitative Elektrokardiographie |
health. | Επιτροπή Εναρμονισμένης Δράσης "Κοινά Πρότυπα για την Ποσοτική Ηλεκτροκαρδιογραφία" | Quantitative Elektrokardiographie |
health. | Επιτροπή "ιατροτεχνολογικά πρότυπα" | Ausschuss "Medizinprodukte" |
nat.sc., industr. | επιτροπή προτύπων και τεχνικών κανονισμών | Ausschuss für Normen und technische Vorschriften |
nat.sc., industr. | επιτροπή προτύπων και τεχνικών κανονισμών | Ausschuss "Normen und technische Vorschriften" |
nat.sc., industr. | Επιτροπή τεχνικών προτύπων και κανόνων | Ausschuss für Normen und technische Vorschriften |
nat.sc., industr. | Επιτροπή τεχνικών προτύπων και κανόνων | Ausschuss "Normen und technische Vorschriften" |
nat.sc., industr. | επιτροπή τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών | Ausschuss für Normen und technische Vorschriften |
nat.sc., industr. | επιτροπή τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών | Ausschuss "Normen und technische Vorschriften" |
health., anim.husb. | Επιτροπή υγειονομικών προτύπων για τα υδρόβια ζώα | Kommission über den Gesundheitskodex für Wassertiere |
market. | επιφάνεια πωλήσεων του πρότυπου καταστήματος | Modellgeschäft |
met. | εργαλείο για την αφαίρεση των προτύπων από τις μήτρες | Kernausstosshammer |
nat.sc., industr. | ερευνητική εργασία πρό της κατάρτισης προτύπων | pränormative Forschung |
nat.sc., industr. | ερευνητική εργασία πρό της κατάρτισης προτύπων | Forschungsarbeit im Vorfeld der Normung |
health., life.sc. | ευρωπαϊκή δέσμη προτύπων | Europäischer Standardsatz |
tech., law, met. | Ευρωπαϊκή Επιτροπή Προτύπων Σιδήρου και Χάλυβα | Europäisches Komitee für Eisen- und Stahlnormung |
fin., tech., law | Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζικών Προτύπων | Europäischer Ausschuß für Bankstandards |
commun., tech., law | Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Τηλεπικοινωνιακών Προτύπων | Europäisches Institut für Telekommunikationsnormen |
IT | ευρωπαϊκό σύστημα πληροφοριών για θέματα αμυντικών προτύπων | europäisches Informationssystem für Verteidigungsnormen |
gen. | ηθικά πρότυπα | ethische Normen |
IT | ιεραρχία προτύπων διασυνδέσμων | Hierarchie von Standard-Schnittstellen |
h.rghts.act. | καθορισμός προτύπων | normative Funktion |
econ. | Καινοτόμα ή/και υποδειγματικά πρότυπα σχέδια στον τομέα της χωροταξίας σε ειδικές περιοχές | Innovative Pilotvorhaben und/oder Demonstrationsvorhaben zur Raumordnung in besonderen Gebieten |
met. | καλουπιάζω σε πλάκα προτύπων | mit Sparhälfte formen |
chem. | καρτέλα προτύπου χρώματος | Farbstandard |
met. | καρφίτσα εξαγωγής προτύπων | Losschlageisen |
met. | καρφίτσα εξαγωγής προτύπων | Aushebeeisen |
law | κατάθεση του πρότυπου οργάνου | Hinterlegung eines Mustergeräts |
gen. | κατάρτιση προτύπων για ατυχήματα της καρδιάς | Modellierung von Unfällen in einem Reaktorkern |
IT, dat.proc. | κατάστρωση πρότυπων πλήκτρων | Standard-Tastenverteilung |
IT, dat.proc. | κατάστρωση πρότυπων πλήκτρων | Standard-Tastendisposition |
transp., construct. | καταστροφή του προτύπου του στρωτήρα | Aufhacken des Schwellenlagers |
el. | κεραία οικονομικού προτύπου | wirtschaftliche Standardantenne |
comp., MS | κλασικά πρότυπα διαχείρισης | klassische administrative Vorlagen |
transp., avia. | Κοινοί κανόνες αεροπλοϊας - Πρότυπα πτητικής λειτουργίας | gemeinsame Betriebsvorschriften für den Luftverkehr |
industr. | κοινό σύστημα σήμανσης για τη συμμόρφωση προς τα ευρωπαϊκά πρότυπα | System gemeinsamer Konformitätszeichen zur Bescheinigung der Einhaltung Europäischer Normen |
comp., MS | κόμβος προτύπου | Vorlagenknoten |
el. | κύρια πρότυπα | Standard-Pufferlösungen |
econ., market. | Κώδικας δεοντολογίας για την εκπόνηση έκδοση και εφαρμογή των προτύπων | Verhaltenskodex für die Ausarbeitung,Annahme und Anwendung von Normen |
fin., industr. | κώδικας προτύπων | Normenkodex |
gen. | λογιστικά πρότυπα | Rechnungslegungsgrundsatz |
gen. | λογιστικά πρότυπα | Rechnungslegungsstandard |
gen. | λογιστικά πρότυπα | Bilanzierungsvorschrift |
industr. | λόγος διαύλων εξωτερικού προτύπου | Externen-Standard-Kanal-Verhältnis |
account. | Μέθοδοι ελέγχου και ελεγκτικά πρότυπα του Συνεδρίου | Prüfungsstrategien und Prüfungsrichtlinien des Europäischen Rechnungshofes ERH |
polit. | Μέθοδοι, Πρότυπα και Ασφάλεια ΤΠΕ | Methoden, Standards und IKT-Sicherheit |
tech. | μέτρα , πρότυπα και τεχνικές αναφοράς | Messungen, Eichproben und Referenzmethoden |
med. | μίμηση προτύπου | Modeling |
el. | μετατροπέας προτύπων έγχρωμου δέκτη | Farbfernseh-Normwandler |
h.rghts.act. | μη συμμόρφωση προς τα πρότυπα φύλου | Geschlechtsrollennonkonformität |
met. | μηχανή αφαίρεσης προτύπων | Aushebemaschine |
econ., market. | Μνημόνιο συμφωνίας σχετικά με το σύστημα πληροφοριών για τα πρότυπα ΠΟΕ-ΙSO | Vereinbarung über ein WTO-ISO-Normen-Informationssystem |
tech., chem. | μόλυνση εσωτερικού προτύπου | Kontamination des internen Standards |
gen. | Μόνιμη επιτροπή στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών, περιλαμβανομένων των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών | Ständiger Ausschuss für Normen und technische Vorschriften einschließlich der Vorschriften für die Dienste der Informationsgesellschaft |
nat.sc., industr. | μόνιμη επιτροπή τεχνικών κανονισμών και προτύπων | Ständiger Ausschuß für technische Vorschriften und Normen |
tech. | Μόνιμη Επιτροπή Τεχνικών Προτύπων και Προδιαγραφών | Ständiger Ausschuss für Normen und technische Vorschriften |
med. | μόριο αναγνώρισης προτύπου | Mustererkennungsmolekül |
law, commun. | οδηγία σχετικά με τη χρήση προτύπων για τη μετάδοση τηλεοπτικού σήματος | Richtlinie über die Anwendung von Normen für die Übertragung von Fernsehsignalen |
account., UN | Ομάδα για τα λογιστικά πρότυπα | UNO-Gruppe "Buchführungsnormen" |
polit. | Ομάδα "Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα" IAS | Gruppe "Internationale Rechnungslegungsgrundsätze" |
tech., law | Ομάδα Eργασίας "Kώδικες και πρότυπα" | Arbeitsgruppe "Codes und Normen" |
gen. | Οργανισμός Διεθνών Λογιστικών Προτύπων | International Accounting Standards Board |
el. | ορθότητα δευτερεύοντος προτύπου | Genauigkeit der sekundären Referenz |
tech. | παραπομπή σε πρότυπα | Verweisung auf Normen |
tech. | παραπομπή σε πρότυπα στους κανονισμούς | Verweisung auf Normen in Vorschriften |
tech. | παραπομπή σε πρότυπα στους κανονισμούς | Bezugnahme auf Normen in Vorschriften |
environ., industr. | περιβαλλοντικά πρότυπα | Umweltnorm |
industr. | περιφερειακός οργανισμός προτύπων | regionale Normenorganisation |
tech. | περιφερειακός οργανισμός προτύπων | regionale Normungsorganisation |
tech. | περιφερειακώς εναρμονισμένα πρότυπα | regional harmonisierte Normen |
law | πιστοποιητικό έγκρισης προτύπου ΕΟΚ | EWG-Zulassungsbescheinigung |
law | πιστοποιητικό έγκρισης προτύπου ΕΟΚ | Bescheinigung über die EWG-Bauartzulassung |
met. | πιστότητα προτύπου | Spannweite der Haertevergleichsplatte |
med. | πλάσιμο προτύπου | Modeling |
transp., industr., construct. | πλαίσιο με μπάρες με πρότυπες διατομές | Profilrahmen |
transp., industr., construct. | πλαίσιο με μπάρες με πρότυπες διατομές | Barrenrahmen |
transp., industr. | πλοίο που "σαφώς δεν ανταποκρίνεται στα πρότυπα" | Schiff, das nachweislich besonders weit unter der Norm liegt |
environ. | ποιοτικά πρότυπα περιβάλλοντος | Umweltqualitätsnormen |
tech. | πολυμερώς εναρμονισμένα πρότυπα | multilateral harmonisierte Normen |
transp. | προγνωστικός συντελεστής συγκοινωνιακού προτύπου | Wachstumsfaktormodell |
tech., R&D. | προδιαγραφές και πρότυπα | Standards und Normen |
environ. | προϊόν μη σύμφωνο με τα πρότυπα | nicht den Normen entsprechendes Produkt |
environ. | πρόβλεψη προτύπου | Voraussage |
environ. | πρόβλεψη προτύπου | Vorhersage |
environ. | πρόβλεψη προτύπου | Prognose |
transp. | πρόγραμμα πρότυπων δράσεων στον τομέα των συνδυασμένων μεταφορών | Programm für Pilotaktionen des kombinierten Verkehrs |
econ., lab.law. | Πρόγραμμα πρότυπων ενεργειών για την εκπαίδευση των διευθυντικών στελεχών μικρομεσαίων επιχειρήσεων | Programm der Versuchsaktionen zur Aus-und Weiterbildung der Leiter kleiner und mittlerer Unternehmen |
agric. | πρόσθια όψη του προτύπου μέτρησης | Oberseite des Messgeräts |
fin. | πρότυπα αγοραστικής δύναμης | Kaufkraftstandard |
environ., tech. | πρότυπα ακτινοπροστασίας του περιβάλλοντος | Strahlenschutznormen für die Umwelt |
el. | πρότυπα αναπαραγωγής | Wiedergabestandards |
gen. | πρότυπα ασφάλειας μεταξύ του γραφείου ασφάλειας του ΝΑΤΟ NOS, του γραφείου ασφάλειας της γενικής γραμματείας του Συμβουλίου της ΕΕ GSCSO και του γραφείου ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ESCO για την προστασία διαβαθμισμένων πληροφοριών που ανταλλάσσονται μεταξύ του ΝΑΤΟ και της ΕΕ | Geheimschutzstandards, die zwischen dem NATO-Sicherheitsamt, dem Sicherheitsbüro des Generalsekretariats des Rates der EU und dem Sicherheitsbüro der Europäischen Kommission für den Schutz von Verschlusssachen vereinbart wurden, welche zwischen der NATO und der EU ausgetauscht werden. |
transp., avia. | πρότυπα ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας | zivile Flugsicherheitsstandards |
transp., avia. | πρότυπα ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας | Sicherheits-standards in der Zivilluftfahrt |
tech. | πρότυπα βιομηχανικά σχέδια | industrielle Pilotvorhaben |
stat. | πρότυπα γάμμα-αδυναμίας | Gamma-Schwächemodell |
comp., MS | πρότυπα διαμόρφωσης | Modulationsstandards |
comp., MS | Πρότυπα διαχείρισης | Administrative Vorlagen |
mech.eng. | πρότυπα εξωτερικά σπειρώματα | Gewindeeinstelldorn |
transp., avia. | πρότυπα επιδόσεων | Leistungsanforderungen |
account. | πρότυπα εσωτερικού ελέγχου | Normen der internen Kontrolle |
account. | πρότυπα εσωτερικού ελέγχου | Mindestnormen für interne Kontrolle |
IT, dat.proc. | πρότυπα ιδιοχαρακτηριστικά | standardmäßiges Format |
IT, dat.proc. | πρότυπα ιδιοχαρακτηριστικά | erzeugtes Format |
IT, dat.proc. | πρότυπα ιδιοχαρακτηριστικά | Standardformat |
IT, dat.proc. | πρότυπα ιδιοχαρακτηριστικά | Standardattribut |
comp., MS | Πρότυπα και μορφές | Standards und Formate |
fin. | πρότυπα "καλής πρακτικής" | "Verhaltenskodex" |
fin. | πρότυπα "καλής πρακτικής" | "Standards guten Verhaltens" |
stat. | πρότυπα κούρασης | Ermüdungsmodelle |
industr. | πρότυπα, μετρήσεις και δοκιμασίες | Normen, Prüf- und Messverfahren |
transp., tech. | πρότυπα οδοποιίας | Straßenbaunormen |
IT | πρότυπα που επιτρέπουν τη σωστή διασύνδεση | Norm,die ein problemloses Zusammenwirken gewährleistet |
health., pharma. | πρότυπα που καθορίστηκαν από την ομάδα ελέγχου της ποιότητας των κειμένων | QRD-Template |
econ., construct. | Πρότυπα προγράμματα για την πολεοδομική αναμόρφωση | Modellvorhaben im Bereich der Stadtsanierung |
fish.farm. | Πρότυπα προγράμματα υπέρ της μικρής παράκτιας αλιείας | Pilotvorhaben zugunsten der handwerklichen Küstenfischerei |
fish.farm. | Πρότυπα προγράμματα υπέρ των γυναικών των αλιέων της μικρής παράκτιας αλιείας | Pilotvorhaben zugunsten der Frauen von Fischern der handwerklichen Küstenfischerei |
environ., energ.ind., nucl.phys. | πρότυπα πυρηνικής ασφάλειας | nukleare Sicherheitsstandards |
stat. | πρότυπα σημείου αλλαγής | Wechselbruchpunkt-Modell |
market. | Πρότυπα σχέδια για την προώθηση σύγχρονων εμπορικών μεθόδων μέσω της εφαρμογής νέας εμπορικής τεχνολογίας | Pilotprojekte zur FÖrderung moderner Vertriebsmethoden durch die Einführung neuer Vertriebstechnologien |
fin. | πρότυπα σχέδια για την προώθηση σύγχρονων εμπορικών μεθόδων μέσω της εφαρμογής νέας εμπορικής τεχνολογίας | Pilotprojekte zur Förderung moderner Vertriebsmethoden durch die Einführung neuer Vertriebstechnologien |
nat.sc., agric. | Πρότυπα σχέδια καταπολέμησης της λύσσας με σκοπό την εξάλειψη ή την πρόληψή της | Pilotprogramme zur Tilgung oder Verhütung der Tollwut |
IT | πρότυπα σχεδιασμού | Entwurfsstandard |
el. | πρότυπα υψηλής ζώνης | High-Band-Standard |
el. | πρότυπα χαμηλής ζώνης | Low-Band-Standard |
social.sc. | πρότυπα χρήσης ναρκωτικών | Muster des Drogenkonsums |
industr., construct. | πρότυπες ατμοσφαιρικές συνθήκες ελέγχου | Normalklima |
tech., industr., construct. | πρότυπες ατμοσφαιρικές συνθήκες εργασίας | Normklima |
fin. | πρότυπες διαδικασίες και πρακτικές | Mustervorschriften und Musterverfahren |
gov. | πρότυπες θέσεις επικουρικών υπαλλήλων | Grundtätigkeiten Hilfskräfte |
commun. | πρότυπες μορφοτυπημένες εγγραφές | standardformatierte Berichte |
gen. | Πρότυπες πειραματικές ενέργειες που αποσκοπούν στην ενσωμάτωση της έννοιας της κοινωνίας της πληροφορίας,στις πολιτικές περιφερειακής ανάπτυξης των μειονεκτικών περιοχών | Modellvorhaben zur Einbeziehung des Konzepts der Informationsgesellschaft in die regionalpolitischen Maßnahmen für die Entwicklung der weniger begünstigten Regionen |
econ. | Πρότυπες πειραματικές ενέργειες που αποσκοπούν στην ενσωμάτωση της έννοιας της κοινωνίας των πληροφοριών στις πολιτικές περιφερειακής ανάπτυξης των μειονεκτικών περιοχών | Modellvorhaben zur Einbeziehung des Konzepts der Informationsgesellschaft in die regionalpolitischen Maßnahmen für die Entwicklung der weniger begünstigten Regionen |
tech. | πρότυπες πηγές κατά CIE | Normlichtquellen CIE |
med. | πρότυπες συνθήκες | Standardbedingungen |
tech. | πρότυποι φωτισμοί κατά CIE | Normlichtarten CIE |
med. | πρότυποι χυχολογικοί τύποι | Anschauungstypen |
law | πρότυποι όροι | Standardbedingungen |
transp., avia. | πτητική λειτουργία προτύπων κατώτερων της κατηγορίας I | Betrieb nach Betriebsstufe I unter Standard |
met. | ράβδος αφαίρεσης προτύπων | Abhebestift |
met. | ράβδος εξαγωγής προτύπων | Losschlageisen |
law | σήμα έγκρισης προτύπου ΕΟΚ | Zeichen für die EWG-Bauartzulassung |
law | σήμα έγκρισης προτύπου ΕΟΚ | EWG-Bauartzulassungszeichen |
law | σήμα έγκρισης προτύπου ΕΟΚ σε περίπτωση απαλλαγής από τον αρχικό έλεγχο | Zeichen für die EWG-Bauartzulassung im Falle einer Befreiung von der Ersteichung |
met. | σανίδα προτύπου | Modellbrett |
mater.sc. | σμίκρυνση προτύπων | Typenbeschränkung |
gen. | στήλη προτύπου ροής νετρονίων | Neutronenflussdichte-Standard |
tech. | συγκρίσιμα πρότυπα | vergleichbare Normen |
tech. | Συγκριτικός δείκτης των εθνικών και ευρωπαϊκών προτύπων | Vergleichendes Register für nationale und europäische Normen |
industr., polit. | Συγκριτικός Κατάλογος Προτύπων στην Ευρώπη | vergleichender Index der Normen in Europa |
comp., MS | συλλογή προτύπων | Vorlagensatz |
gen. | συλλογή των προτύπων των Διεθνών Εισιτηρίων | Internationale Fahrkartenmustersammlung |
tech., law | Συμβουλευτική Επιτροπή Διαχείρισης και Συντονισμού "Προδιαγραφές και Επιστημονικά και Τεχνολογικά Πρότυπα" | Beratender Verwaltungs- und Koordinationsausschuss - Normen und Standards in Wissenschaft und Technik |
industr. | Συμβούλιο Προτύπων του Καναδά | kanadischer Normungsausschuss |
IT | συμπερασματικό σύστημα οδηγούμενο από πρότυπα | mustergesteuertes Inferenzsystem |
law | συμπληρωματική έγκριση προτύπου ΕΟΚ | ergänzende EWG-Bauartzulassung |
social.sc., nat.res. | συμφωνία για τα διεθνή πρότυπα μη βάναυσης παγίδευσης | Übereinkommen über internationale humane Fangnormen |
social.sc., nat.res. | συμφωνία για τα διεθνή πρότυπα μη βάναυσης παγίδευσης | Übereinkommen über internationale Normen für humanen Tierfang |
law | συμφωνία της Χάγης της 6ης Νοεμβρίου 1925 για τη διεθνή κατάθεση βιομηχανικών σχεδίων και προτύπων,που αναθεωρήθηκε στο Λονδίνο στις 2 Ιουνίου 1934 | Haager Abmachung vom 6.November 1925 in der Londoner Fassung vom 2.Juni 1934 über die internationale Hinterlegung gewerblicher Muster oder Modelle |
comp., MS | Συσχέτιση προτύπου του Works | Zuordnen einer Works-Aufgabe |
el. | Σχέδια επίδειξης και πρότυπα βιομηχανικά σχέδια στον ενεργειακό τομέα | Demonstrationsvorhaben und industrielle Pilotvorhaben im Energiebereich |
tech., law | σχέδιο διεθνούς προτύπου | Entwurf einer internationalen Norm |
tech. | Σχέδιο Διεθνούς Προτύπου | Entwurf einer internationalen Norm |
market., mater.sc. | Σχέδιο επιστημονικής και τεχνικής συνεργασίας σε διεθνές επίπεδο στον τομέα των υλικών προηγμένης τεχνολογίας και των προτύπων | Vorhaben zur internationalen wissenschaftlichen und technischen Zusammenarbeit auf dem Gebiet der fortgeschrittenen Werkstoffe und Normen |
tech. | σχέδιο προτύπου | Normentwurf |
tech. | σχέδιο προτύπου | Normenentwurf |
immigr. | Σχέδιο της ΕΕ για βέλτιστες πρακτικές, πρότυπα και διαδικασίες για την καταπολέμηση και την πρόληψη της εμπορίας ανθρώπων | EU-Plan über bewährte Vorgehensweisen, Normen und Verfahren zur Bekämpfung und Verhütung des Menschenhandels |
med. | σχηματισμός προτύπου | Musterbildung |
tech. | σωλήνας προτύπου | Vergleichsgefäß |
econ., market. | σύστημα κατάταξης προτύπων | Normenklassifikationssystem |
tech. | σύστημα προειδοποίησης για τις καθυστερήσεις στην παραγωγή των προτύπων | Kontrollsystem zur Einhaltung der Fristen für die Ausarbeitung der Normen |
tech. | ταυτόσημα πρότυπα | identische Normen |
el. | IFRB τεχνικά πρότυπα | technische IFRB-Normen |
tech. | τεχνικοί κανόνες,πρότυπα,δοκιμές και πιστοποίηση | Technische Vorschriften,Normen,Prüfung und Zertifizierung |
el. | τμήμα ενός προτύπου δοκιμής | Versuchssektor |
comp., MS | τμήμα προτύπου | Vorlagenpart |
transp. | τυποποιημένος συνδυασμός προτύπων | standardisierte Modellkette |
health. | υγειονομικά και φυτοϋγειονομικά πρότυπα | Gesundheits- und Pflanzenschutznorm |
tech. | υποδοχέας προτύπων σφηνών μετρήσεως | Fassung fuer Normallehren |
transp. | φορείο κατασκευασμένο από σιδερένια ελάσματα με πρότυπες διατομές | Walzrahmendrehgestell |
transp. | φορείο κατασκευασμένο από σιδερένια ελάσματα με πρότυπες διατομές | Drehgestell mit Walzstahlrahmen |
tech. | φωτομετρία με πρότυπα διαλύματα της κλίμακας Pt.Coπλατίνας κοβαλτίου | photometrische Prüfung nach Platin-Kobalt-Eichskala |
commun., IT | χαμηλότερα τεχνικά πρότυπα | wenig strenge technische Normen |
tech. | χρονολογημένη παραπομπή σε πρότυπα | starre Verweisung auf Normen |
tech. | χρονολογημένη παραπομπή σε πρότυπα | datierte Verweisung auf Normen |
market. | χώρος διάθεσης του πρότυπου καταστήματος | Modellgeschäft |