Greek | German |
εγκιβωτισμένος ποταμός | eingeschnittener Fluss |
καρατομημένος ποταμός | gekappter Fluss |
νέος ποταμός | junger Fluss |
πλεξιδοειδής ποταμός | veraestelter Fluss |
ποταμός αλλουβιακής κοίτης | alluvialer Fluss |
ποταμός εκροής | Ausmündung |
ποταμός υποκείμενος εις παλιρροίας | Tidefluss |
συμβάλλων ποταμός | Zufluss |
υδατόρρευμα,ποταμός,ρεύμα,ροή,υδατίνη δέσμη | Strom |
υδατόρρευμα,ποταμός,ρεύμα,ροή,υδατίνη δέσμη | Wasserlauf |
υδατόρρευμα,ποταμός,ρεύμα,ροή,υδατίνη δέσμη | Stroemung |
υπόγειος ποταμός | unterirdischer Wasserlauf |
ώριμος ποταμός | vollentwickelter Fluss |