DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing μέθοδος | all forms
GreekGerman
αναλογιστική μέθοδοςversicherungsmathematisches Verfahren
αναλογιστική μέθοδοςversicherungsmathematische Verrechnung
καθαρά προφορική μέθοδοςLautsprachmethode
καθαρά προφορική μέθοδοςLautsprache
μέθοδος απλής σκωρίασηςEinschlackenverfahren
μέθοδος γηράνσεωςAlterungspruefmethode
μέθοδος εντολής και ελέγχου"Befehls- und Kontrollkonzept"
μέθοδος επαφήςKontaktverfahren
μέθοδος και εφαρμογή του ελέγχου διασφαλίσεωνÜberwachungskonzept und Umsetzung
μέθοδος παλαιώσεωςAlterungspruefmethode
μέθοδος "παράκαμψης"Rückgriff auf zwischengeschaltete Stellen
μέθοδος προσαρμογής των αμοιβώνVerfahren für die Anpassung der Dienstbezüge
μέθοδος προσδιορισμού της αλληλουχίας πρωτεϊνώνProtein-Sequenz-Methode
μέθοδος τηλεχειρισμούfernbedientes Mittel zum Eingreifen
μέθοδος του εκλογικού μέτρουWahlquotientverfahren
μέθοδος του ενιαίου αριθμούSystem der einheitlichen Zahl
μέθοδος του υψηλοτέρου μέσου όρουMethode des größten Durchschnitts
μέθοδος του υψηλοτέρου υπολοίπουMethode des größten Restes
μέθοδος του χρόνου πτήσηςLaufzeitmethode
μέθοδος του χρόνου πτήσηςFlugzeitmethode
μέθοδος των διαιρετώνDivisorenverfahren
μέθοδος υπολογισμού για την περιοδική εξέταση του ύψους των αμοιβών των υπαλλήλωνBerechnungsmethode fuer die regelmaessige Ueberpruefung des Besoldungsniveaus der Beamten
μέθοδος φθορισμού και GiemsaFluoreszensplus-Giemsa-Verfahren
σεισμική μέθοδοςReflexionsseismik
ταχυμετρική μέθοδοςtachymetrische Methode