DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Industry containing λέβητας | all forms
GreekGerman
κατασκευές λεβήτων,δοχείων και άλλων ειδών από χαλυβδόφυλλαKessel-und Behälterbau
λέβητας ανάκτησης της σόδαςSodahausdampfkessel
λέβητας αποβαλλόμενης θερμότηταςAbhitzekessel
λέβητας αποβαλλόμενης θερμότηταςAbgaskessel
λέβητας βαφικήςKessel fuer die Faerberei
λέβητας βαφικήςFarbkueche
λέβητας για την κεντρική θέρμανσηZentralheizungskessel
λέβητας με την ονομασία "υπερθερμαινόμενου νερού"Kessel zum Erzeugen von überhitztem Wasser
λέβητας με την ονομασία "υπερθερμαινόμενου νερού"Kessel für überhitztes Wasser