DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Medical containing επαφή | all forms
GreekGerman
άμεση επαφήdirekte Übertragung
άσθμα από επαφήKontaktasthma
έκζεμα από επαφήKontaktekzem
έκζεμα οφειλόμενο στην επαφή με απορρυπαντικάWaschmittelekzem
έμμεση επαφήindirekte Übertragung
αναστόμωσις από επαφήKontaktanastomose
ανοιχτός στην κοινωνική επαφήKontaktoffen
δευτερογενής επαφήsekundäre Kontaktperson
δικτυωτό από μετάλλινο σύρμα το οποίο παρεμποδίζει την επαφή των κλινοσκεπασμάτων με το τραυματισμένο μέλοςWiege
επαφή με αίμηHämokontakt
επαφή με την ηπατίτιδα Α σε ιδρύματαHepatitis-A-Kontakt in Krankenhäusern
επαφή με την ηπατίτιδα Α στο οικογενειακό περιβάλλονHepatitis A-Kontakt zu Hause
επαφή τριών σημείωνDreipunktkontakt
εστιακή επαφήFokalkontakt
εστιακή επαφήAdhäsionsplaque
κνίδωσις από επαφή με πάγο,παγωμένο αέρα ή νερόUrticaria e frigore
κνίδωσις από επαφή με πάγο,παγωμένο αέρα ή νερόKälteurtikaria
μόλυνσις από άμεση επαφήPartnerinfekt
οπτική επαφήBlickkontakt
πρωτογενής επαφήprimäre Kontaktperson
ψυχοσυναισθηματική επαφή απομόνωσηςIsolierrapport