DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Finances containing δημόσιο | all forms
GreekGerman
άλλες χρηματοδοτικές ροές από το δημόσιο τομέαsonstige öffentliche Entwicklungshilfe
άλλες χρηματοδοτικές ροές από το δημόσιο τομέαsonstige öffentliche Leistungen
άλλες χρηματοδοτικές ροές από το δημόσιο τομέαweitere öffentliche Kapitalleistungen
άλλες χρηματοδοτικές ροές από το δημόσιο τομέαandere öffentliche Mittel
δείκτης δημόσιο χρέος/ΑΕΠVerhältnis Staatsverschuldung/BIP
δημόσιο έλλειμμαHaushaltsdefizit
δημόσιο έλλειμμαöffentliches Defizit
δημόσιο έλλειμμαDefizit des Staatssektors
δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψηςöffentliche Krankheitsfürsorge
δημόσιο δάνειοStaatsanleihe
δημόσιο κείμενοöffentlicher Text
δημόσιο κυμαινόμενο χρέοςschwebende Schuld
δημόσιο μητρώο των ομάδων ειδικών συμφερόντωνöffentliches Register der Lobbyisten
δημόσιο ταμείοStaatskasse
δημόσιο χρέοςBruttoverschuldung des Staates
δημόσιο χρηματοπιστωτικό ίδρυμαöffentliche Holding-Gesellschaft
δημόσιο χρηματοπιστωτικό ίδρυμαöffentliches Finanzinstitut
εκτέλεση μουσικών έργων σε δημόσιο δρόμοMusizieren auf öffentlichen Wegen
εσωτερικό δημόσιο χρέοςinnere Verschuldung
μακροπρόθεσμη ομολογία που έχει εκδοθεί από δημόσιο φορέα για τη χρηματοδότηση κάποιου έργουprojektgebundene Industrieobligation
με δημόσιο μειοδοτικό ή πλειοδοτικό διαγωνισμόauf Subskription
πιστωτικό ίδρυμα που ανήκει στο Δημόσιοöffentlich-rechtliches Kreditinstitut
τίτλος δημοσίου; δημόσιο χρεώγραφοStaatsschuldtitel
ύψος ενίσχυσης που καθορίζεται με δημόσιο διαγωνισμόHöhe der durch Ausschreibung festgesetzten Beihilfe