DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Economy containing δημόσιο | all forms
GreekGerman
αποθέματα που κατέχει το δημόσιοvom Staat auf Lager genommene Waren
δημόσιο ή ιδιωτικό καθεστώς του χρεώστηöffentlicher oder privater Status des Schuldners
δημόσιο αξίωμαöffentliches Amt
δημόσιο απόθεμαöffentliches Lager
δημόσιο δάνειοöffentliche Anleihe
δημόσιο δίκαιοöffentliches Recht
δημόσιο διεθνές δίκαιοVölkerrecht
δημόσιο θησαυροφυλάκιοStaatskasse
δημόσιο κέντρο κοινωνικής βοήθειαςöffentliches Sozialhilfezentrum
δημόσιο κέντρο κοινωνικής βοήθειαςFürsorgeamt
Δημόσιο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιαςöffentliches Sozialhilfezentrum
Δημόσιο Κέντρο Κοινωνικής ΠρόνοιαςFürsorgeamt
δημόσιο κτίριοöffentliches Gebäude
δημόσιο κτηματολόγιοKataster
δημόσιο λογιστικόöffentliches Rechnungswesen
Δημόσιο Οικονομικό ΔίκαιοWirtschaftsverwaltungsrecht
δημόσιο πιστωτικό ίδρυμαstaatliches Kreditinstitut
δημόσιο χρέοςöffentlicher Schuldenstand
δημόσιο χρέοςöffentliche Schulden
δημόσιο χρέοςStaatsschuld
δημόσιο χρέοςStaatsverschuldung
δημόσιο χρέοςStaatsschulden
δημόσιο χρέοςöffentliche Schuld
με εγγύηση άνευ όρων από δημόσιο φορέαvon einer öffentlichen Einrichtung vorbehaltlos gedeckt
μεταβιβάσεις που λαμβάνονται από και προς το δημόσιοÜbertragungen vombzw.an denStaat
μετοχές και άλλοι τίτλοι συμμετοχής εταιρειών που αγοράζονται από το δημόσιοAktien und sonstige Beteiligungen an Gesellschaften durch den Staat
πόροι που λαμβάνονται από το δημόσιο φορέα στον οποίο ανήκουνMittel,welche von staatlichen Stellen als Eigentümer gewährt werden
ρουχισμός και τρόφιμα που προορίζονται για τις ένοπλες δυνάμεις και που αγοράζονται από το δημόσιοKäufe von Waren für die Verpflegung und Bekleidung der Streitkräfte durch den Staat
στρατιωτικός εξοπλισμός και εφόδια που πωλούνται από το δημόσιοvom Staat abgegebene Waffen und sonstige militärische Ausrüstungen