DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing δημόσιο | all forms
GreekGerman
έγκλημα που συνδέεται με την άσκηση καθηκόντων στο δημόσιο τομέαStraftat im Zusammenhang mit der Wahrnehmung eines öffentlichen Amtes
ανώτερο δημόσιο συμφέρονübergeordnetes öffentliches Interesse
απολύω δημόσιο υπάλληλοeinen Beamten aus dem Dienst entlassen
απολύω δημόσιο υπάλληλοeinen Beamten aus dem Dienst entfernen
δημόσιο έγγραφοöffentliche Urkunde
δημόσιο έγγραφοöffentliche Beurkundung
δημόσιο έγγραφο προσχώρησηςBeitrittsurkunde
δημόσιο βιβλίοöffentliches Register
δημόσιο δίκαιοStaatsrecht (jus publicum)
δημόσιο διεθνές δίκαιοinternationales öffentliches Recht (Ius gentium)
δημόσιο διεθνές δίκαιοVölkerrecht (Ius gentium)
δημόσιο λειτούργημαöffentliches Amt
δημόσιο λειτούργημαöffentliche Stellung
δημόσιο συμφέρονöffentliches Interesse
δημόσιο συμφέρονGemeinschaftsinteresse
Δημόσιο Ταμείοöffentliche Finanzwirtschaft
διορίζω ως μόνιμο δημόσιο υπάλληλοjemanden ins Beamtenverhältnis übernehmen
διορίζω ως μόνιμο δημόσιο υπάλληλοjemanden zum Beamten ernennen
διορίζω ως μόνιμο δημόσιο υπάλληλοjemanden ins Beamtenverhältnis berufen
θέτω εκτός υπηρεσίας δημόσιο υπάλληλοeinen Beamten seines Amtes entheben
θέτω εκτός υπηρεσίας δημόσιο υπάλληλοeinen Beamten absetzen
μετάβαση από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέαDrehtüreffekt
μετάβαση από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέαDrehtür-Effekt
μεταθέτω ένα δημόσιο υπάλληλοeinen Beamten versetzen
μεταπήδηση προς ή από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέαDrehtüreffekt
μεταπήδηση προς ή από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέαDrehtür-Effekt
μετατάσσω δημόσιο υπάλληλοeinen Beamten versetzen
ο απασχολούμενος με σύμβαση στο ΔημόσιοVertragsbediensteter
ο απασχολούμενος με σύμβαση στο ΔημόσιοVertragsangestellter
πιστωτικό ίδρυμα που ανήκει στο ΔημόσιοKreditinstitut in öffentlichem Eigentum