DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Chemistry containing άσβεστος | all forms
GreekGerman
άνυδρος άσβεστος διαλογήςsortierter Branntkalk
άνυδρος άσβεστος υψηλής περιεκτικότητος ασβεστίουhochprozentiger Kalzium-Branntkalk
άσβεστος εις κοσκινισμένα τεμάχιαgesiebter ungeloeschter Stueckkalk
άσβεστος εις λεπτά τεμάχιαsortierter Stueckkalk
άσβεστος εις λεπτά τεμάχιαpulverisierter Kalk
άσβεστος εις τεμάχιαungeloeschter Stueckkalk
άσβεστος εσβεσμένη εν ξηρώluftgeloeschter Kalk
άσβεστος εσβεσμένη εν ξηρώStaubkalk
ασβεστική άσβεστοςKalzium-Branntkalk
δομήσιμος άσβεστοςBaukalk
εσβεσμένη άσβεστοςÄtzkalk
εσβεσμένη άσβεστοςabgelöschter Kalk
εσβεσμένη άσβεστοςgelöschter Kalk
εσβεσμένη άσβεστοςKalkhydrat
εσβεσμένη άσβεστοςKalziumhydroxyd
εσβεσμένη άσβεστοςLöschkalk
εσβεσμένη άσβεστοςHydrakalk
εσβεσμένη άσβεστοςCalciumhydroxyd
θειική άσβεστοςKalksulfat
θειική άσβεστοςCalciumpolysulfid
ισχνή άσβεστοςmagerer Kalk
ισχνή άσβεστοςMagerkalk
κατειργασμένη άσβεστοςbaufertiger Kalk