DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Industry containing τρύπα | all forms
GreekDanish
έξοδος φλογών απο τις τρύπες του κλιβάνουstikke
γόμωση καμαρών με ίσες τρύπεςlige risteindsætning
διανοιγμένη τρύπαormehul
διανοιγμένη τρύπαinsekthul
επιδιόρθωση της τρύπαςreparation af punktering
μαύρη μικρή τρύπα που προκαλείται από έντομαmørkt ormhul
μαύρη μικρή τρύπα που προκαλείται από έντομαmørkt bihul
τρυπώ με στιγέαstanse
τρύπα από άμμοfordybning
τρύπες από άμμοsandhul