DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Marketing containing ταχυδρομείο | all forms
GreekDanish
εντολή προς ταχυδρομείο για πληρωμή ορισμένου ποσού από τον τηρούμενο σε αυτό λογαριασμό του εκδότηpostgirokonto