Subject | Greek | Danish |
fin. | αποστολή με επιστολικό ταχυδρομείο | forsendelse |
commun. | αστικό ταχυδρομείο | city-mail |
commun., IT | διαδικτυακό ηλεκτρονικό ταχυδρομείο | webmail |
commun., IT | διαδικτυακό ηλεκτρονικό ταχυδρομείο | webbaseret mail |
commun., IT | διαδικτυακό ηλεκτρονικό ταχυδρομείο | webbaseret e-mail |
commun. | διακοινοτικό ταχυδρομείο | tværnational EF-post |
commun. | διαπροσωπικό ταχυδρομείο | elektronisk post |
fin. | διασυνοριακό εμπορικό ταχυδρομείο | forretningspost, der sendes på tværs af grænserne |
commun. | διασυνοριακό εξωτερικό ταχυδρομείο | brevforsendelser til og fra udlandet |
transp. | διασυνοριακό ταχυδρομείο | grænseoverskridende post |
commun., transp., tech. | διασυνοριακό ταχυδρομείο | tværnational post |
commer. | διαφημιστικό ταχυδρομείο | direct mail |
commer. | διαφημιστικό ταχυδρομείο | adresserede reklameforsendelser |
commun. | διεθνές επιστολικό ταχυδρομείο | international brevpost |
commun. | διεθνές ταχυδρομείο | international post |
commun. | εγχώριο επιστολικό ταχυδρομείο | indenlandsk brevpost |
commun. | εγχώριο ταχυδρομείο | indenlandsk post |
commun. | εθνικό ταχυδρομείο | indenlandsk post |
commun. | εικονικό ταχυδρομείο | prøvebrev |
commun. | εικονικό ταχυδρομείο | kontrolbrev |
commun. | εισερχόμενο διασυνοριακό ταχυδρομείο | indgående grænseoverskridende post |
commun. | εκλογικό ταχυδρομείο | valgmateriale |
commun. | εκλογικό ταχυδρομείο | valg-post |
transp. | εμπορεύματα και ταχυδρομείο | håndtering af fragt og post |
market., fin. | εντολή προς ταχυδρομείο για πληρωμή ορισμένου ποσού από τον τηρούμενο σε αυτό λογαριασμό του εκδότη | postgirokonto |
commun. | εσωτερικό ταχυδρομείο | mail room |
hobby, commun. | ετικέτα "αεροπορικό ταχυδρομείο" | luftpostfrimærke |
commun. | ηλεκτρονικό ταχυδρομείο | e-post |
commun. | ηλεκτρονικό ταχυδρομείο | mail |
commun. | ηλεκτρονικό ταχυδρομείο | databoks |
commun., IT, tech. | ηλεκτρονικό ταχυδρομείο' E-mail | elektronisk post |
commun., IT, tech. | ηλεκτρονικό ταχυδρομείο' E-mail | e-post |
comp., MS | ηλεκτρονικό ταχυδρομείο Web | Webmail |
commun. | ηλεκτρονικό ταχυδρομείο | e-mail |
commun., IT, tech. | ηλεκτρονικό ταχυδρομείο' E-mail | e-mail |
econ. | ηλεκτρονικό ταχυδρομείο | elektronisk post |
comp., MS | ηλεκτρονικό ταχυδρομείο μέσω Web | webbaseret mail |
IT | ηλεκτρονικό ταχυδρομείο πολλών μέσων | multimedieorienteret elektronisk post |
comp., MS | Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο σε τοποθεσία | Mail til websted |
comp., MS | Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο σε τοποθεσία | E-mail til websted |
transp. | ιδιωτικό ταχυδρομείο | kurérservice |
transp. | ιδιωτικό ταχυδρομείο | kurérfirma |
el. | κεντρικό ταχυδρομείο | instation |
law | με το ταχυδρομείο ως συστημένο | ved rekommanderet brev |
commun. | μη διευθυνσιοδοτημένο διαφημιστικό ταχυδρομείο | adresseløse forsendelser |
transp., nautic. | πλοίο γραμμής και ταχυδρομείο | paketbåd |
commun. | πολιτιστικό ταχυδρομείο | postforsendelser af oplysende og kulturel karakter |
commun. | πρότυπο Χ-400 για ηλεκτρονικό ταχυδρομείο | X-400-standarden for elektronisk post |
commun., transp. | σκευοφόρος-ταχυδρομείο | rejsegodsvogn med postrum |
commun. | σύνηθες ταχυδρομείο μικτών αποστολών | blandede almindelige forsendelser |
gen. | ταχυδρομείο ΑΚΕ/ΕΟΚ | "The Courier AVS-EØF |
commun. | ταχυδρομείο δεύτερης κλάσης | ikke-prioriteret post |
commun. | ταχυδρομείο δεύτερης κλάσης | andenklassespost |
commun. | ταχυδρομείο δεύτερης τάξης | ikke-prioriteret post |
commun. | ταχυδρομείο δεύτερης τάξης | andenklassespost |
commun. | ταχυδρομείο επιφανείας | almindelig post |
commun. | ταχυδρομείο επιφανείας | posten,der forsendes af overfladevejen |
commun., transp., avia. | ταχυδρομείο επιφανείας που μεταφέρεται αεροπορικώς | andenklasses luftpostforsendelse |
commun., transp. | ταχυδρομείο επιφανείας που μεταφέρεται αεροπορικώς | andenklassesforsendelse |
commun., transp., avia. | ταχυδρομείο επιφανείας που μεταφέρεται αεροπορικώς | B-luftpostforsendelse |
fin. | ταχυδρομείο με χαρακτήρα προτεραιότητας | A-post |
commun. | ταχυδρομείο που διεκπεραιώθηκε από ενδιάμεσο φορέα εκμετάλλευσης | post,der håndteres af en melleminstans |
commun. | ταχυδρομείο πρώτης κατηγορίας | prioriteret post |
commun. | ταχυδρομείο πρώτης κατηγορίας | førsteklassespost |
commun. | ταχυδρομείο πρώτης κλάσης | prioriteret post |
commun. | ταχυδρομείο πρώτης κλάσης | førsteklassespost |
commun. | ταχυδρομείο τυφλών | blindepost |
comp., MS | φωνητικό ταχυδρομείο, voicemail | voicemail |
IT | φωνητικό ταχυδρομείο | talebaseret elektronisk post |
commun., IT | φωνητικό ταχυδρομείο | voice mail |
comp., MS | φωνητικό ταχυδρομείο, voicemail | telefonsvarer |
comp., MS | φωνητικό ταχυδρομείο | telefonsvarer |
commun. | χερσαίο ταχυδρομείο | almindelig post |