DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Earth sciences containing συστήματος | all forms
GreekDanish
έλεγχος οπτικού συστήματοςoptisk signalstyring
διάταξη ψυκτικού συστήματος εν σειράkaskadeanlæg
εκκένωση συστήματοςaftapning
εναλλάκτης θερμότητος του συστήματος κινήσεως των ράβδων ρυθμίσεωςvarmeveksler for kontrolstængernes drivsystem
ενδείκτης ηλεκτρικού συστήματοςelektrisk indikator
εξαερισμός συστήματοςudluftning
ζωνικό εύρος θορύβου συστήματοςsystem-støjbåndbredde
ισοδύναμη μάζα του συστήματος αδράνειαςinertisystemets ækvivalentmasse
κατακόρυφες και οριζόντιες ανταλλαγές μεταξύ των διαμερισμάτων του θαλασσίου συστήματοςhorisontal eller vertikal udveksling mellem havsystemets forskellige dele
πίεση συστήματοςsystemtryk
πλήρωση συστήματοςpåfyldning
πλύση συστήματοςgennemskylning
συντελεστής πολλαπλασιασμού απείρου συστήματοςuendelig multiplikationsfaktor
συσκευή κεντρικού ελέγχου ηλεκτρικού συστήματοςcentral strømforsyning