Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Azerbaijani
Bengali
Bulgarian
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Persian
Polish
Portuguese
Punjabi
Romanian
Russian
Serbian Latin
Spanish
Tatar
Vietnamese
Terms
for subject
Construction
containing
σταθερά
|
all forms
Greek
Danish
αναλογικός αυτόματος ρυθμιστής
σταθεράς
παροχής
regulator for proportionalt udløb
αναλογικός ημιαυτόματος ρυθμιστής
σταθεράς
παροχής
regulator for proportionalt udløb
ημιαυτόματος ρυθμιστής
σταθεράς
παροχής
variabel regulator
ημιαυτόματος ρυθμιστής
σταθεράς
παροχής
fleksibel regulator
ημιαυτόματος ρυθμιστής
σταθεράς
παροχής μετά σωληνωτού στομίου
rør med halv-modulær åbning
λόγος χαρακτηριστικής ταπεινώσεως της στάθμης ημιαυτομάτου ρυθμιστού
σταθεράς
παροχής
forholdet mellem vandoverflader
μονόπλευρος ρυθμιστής
σταθεράς
παροχής
variabel regulator
μονόπλευρος ρυθμιστής
σταθεράς
παροχής
fleksibel regulator
σταθερά
υψομετρικά άξονος
højdemærke
υδροληψία μετά σωληνωτού στομίου και ημιαυτομάτου ρυθμιστού
σταθεράς
παροχής
rør med halv-modulært udløb
υδροληψία μετ'αυτομάτου ρυθμιστού
σταθεράς
παροχής μετά δύο ασπίδων
hævertudløb
χαρακτηριστική ταπείνωσις της στάθμης ημιαυτομάτου ρυθμιστού
σταθεράς
παροχής
variation i vandoverfladen
χαρακτηριστική ταπείνωσις της στάθμης ημιαυτομάτου ρυθμιστού
σταθεράς
παροχής
fordybning
Get short URL