DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Construction containing σταθερά | all forms
GreekDanish
αναλογικός αυτόματος ρυθμιστής σταθεράς παροχήςregulator for proportionalt udløb
αναλογικός ημιαυτόματος ρυθμιστής σταθεράς παροχήςregulator for proportionalt udløb
ημιαυτόματος ρυθμιστής σταθεράς παροχήςvariabel regulator
ημιαυτόματος ρυθμιστής σταθεράς παροχήςfleksibel regulator
ημιαυτόματος ρυθμιστής σταθεράς παροχής μετά σωληνωτού στομίουrør med halv-modulær åbning
λόγος χαρακτηριστικής ταπεινώσεως της στάθμης ημιαυτομάτου ρυθμιστού σταθεράς παροχήςforholdet mellem vandoverflader
μονόπλευρος ρυθμιστής σταθεράς παροχήςvariabel regulator
μονόπλευρος ρυθμιστής σταθεράς παροχήςfleksibel regulator
σταθερά υψομετρικά άξονοςhøjdemærke
υδροληψία μετά σωληνωτού στομίου και ημιαυτομάτου ρυθμιστού σταθεράς παροχήςrør med halv-modulært udløb
υδροληψία μετ'αυτομάτου ρυθμιστού σταθεράς παροχής μετά δύο ασπίδωνhævertudløb
χαρακτηριστική ταπείνωσις της στάθμης ημιαυτομάτου ρυθμιστού σταθεράς παροχήςvariation i vandoverfladen
χαρακτηριστική ταπείνωσις της στάθμης ημιαυτομάτου ρυθμιστού σταθεράς παροχήςfordybning