DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Communications containing μοντέλο | all forms
GreekDanish
αφηρημένο μοντέλοabstrakt model
βασικό μοντέλο συστήματοςgrundlæggende systemmodel
γενικό ιεραρχημένο μοντέλο αρχείουgenerel hierarkisk filmodel
γενικό ιεραρχημένο μοντέλο αρχείουalmindelig hierarkisk filmodel
επίπεδο μοντέλοplan-model
λειτουργικό μοντέλο αναφοράςfunktionel referencemodel
λειτουργικό μοντέλο αρχιτεκτονικής δικτύουfunktionel model for netværksarkitektur
μαθηματικό μοντέλοmatematisk model
μοντέλο αλληλεπίδρασης δασών-κυμάτων ραδιοεντοπιστήradar-bølge-interaktionsmodel
μοντέλο αναφοράς δικτύουnetværksreferencemodel
μοντέλο αναφοράς δικτύουnetreferencemodel
μοντέλο αναφοράς εφαρμογών και υπηρεσιώνreferencemodel for applikationer og service
μοντέλο αναφοράς χρήσηςbrugsreferencemodel
μοντέλο αναφοράς χώρων πελάτηreferencemodel for abonnentudstyr
μοντέλο αναφοράς χώρων πελάτηkundeinstallationsreferencemodel
μοντέλο αντικειμένου 3Δtredimensional model
μοντέλο αντικειμένου 3Δ3-dimensional model
μοντέλο αντικειμένου 3Δ3-D model
μοντέλο αρχείουfilmodel
μοντέλο εφαρμογής κατανεμημένου γραφείουdistribueret kontorapplikationsmodel
μοντέλο ιεραρχημένου αρχείουhierarkisk filmodel
μοντέλο κατανεμημένης εφαρμογήςdistribueret kontorapplikationsmodel
μοντέλο κυκλοφοριακής ροήςtrafikafviklingsmodel
μοντέλο παραγωγήςproduktionsmodel
μοντέλο συγκέντρωσης ηλεκτρονίωνelektron-koncentrations-model
μοντέλο του κόσμουverdensmodel
μοντέλο φάσματος εκπομπήςmodel af emissionsspektrum
μοντέλο χρήστη-πελάτη-εξυπηρετητήbruger-klient-servermodel
πλήρες μαθηματικό μοντέλοfuldstændig matematisk model
προκαταρκτικό μοντέλοforeløbig model
προκαταρτικό μοντέλοforeløbig model
συνολικό μοντέλο προσομοίωσηςtotal simulationsmodel
τρισδιάστατο μοντέλοtredimensional model
τρισδιάστατο μοντέλο3-dimensional model
τρισδιάστατο μοντέλο3-D model
τυχαίο μοντέλοrandom-model
χειρισμός σύμφωνα με μοντέλοstyring efter referencemodel