Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Russian
Terms
for subject
Mechanic engineering
containing
μη
|
all forms
|
exact matches only
Greek
Danish
βαλβίδα
μη
επιστροφής
kontraventil
βαλβίδα
μη
επιστροφής
automatisk virkende kontraventil
γλείφανο
μη
σταθερής συγκράτησης
flydende rival
διάσταση του
μη
επιχρισμένου ανοίγματος
rå muråbningsstørrelse
εργαστήρια μεταλλικών κατασκευών,
μη
αλλού κατανομαζόμενα
maskinværksteder ikke andetsteds nævnt
λίπανση με κύκλωμα
μη
εξαναγκασμένης κυκλοφορίας
cirkulationssmøring uden pumpe
μη
αεριζόμενος κινητήρας
uventileret motor
μη
αεριζόμενος κινητήρας
lukket motor
μη
αναστρέψιμος κινητήρας
ikke-omstyrbar motor
μη
ανατρέψιμος ατέρμονας κοχλίας
selvspærrende snegl
μη
αυτόματη εστία
ikke-mekanisk fyrkasse til kedler
μη
αυτόματος λιπαντήρας με σφαιρίδιο
ikke-automatisk smørenippel
μη
βυθισμένον στόμιον
åbning med frit løb
μη
διαμπερής διάτρηση
blind udboring
μη
διασταυρωμένοι οδοντοτροχοί
tandhjulspar med akserne i samme plan
μη
ελικοφόρο άκρο
ende modsat propellen
μη
εμφράξιμος πτερωτή
ikke-tilstoppende løbehjul
μη
κατεργασμένη λάμα για λίμες
fileemne
μη
κατεργασμένη λάμα για λίμες
emne til file
μη
κυλινδρικός τροχός
ekset hjul
μη
-ολοκληρωμένη σύμπλεξη
ufuldstænding udkobling
μη
ορατή στερέωση
forsænket montering
μη
προεξέχων πόλος
ikke-udpræget pol
μη
ρυθμιστικός αναβαθμός
fald der ikke har regulerende virkning
μη
σκληρυμμένη τροχαλία
blod skive
μη
συμμετρικές αντιδράσεις
usymmetrisk virkning
μηχανισμός έδρασης γλειφάνου
μη
σταθερής συγκράτησης
flydehoved
πτερυγιοφόρος κινητήρας
μη
ζυγοσταθμισμένος
ubalanceret vingemotor
στεγανοποιητική βαλβίδα
μη
επιστροφής
sikringsventil mod udsivning
στεγανοποιητική βαλβίδα
μη
επιστροφής
antiudsivningssikringsventil
συνθήκες
μη
σταθεράς λειτουργίας
ukonstant tilstand
συρματόσχοινο
μη
τανυσμένο
tovslæk
σύστημα κλιματισμού με
μη
ενσωματωμένο συμπυκνωτή
split-system
Get short URL