Subject | Greek | Danish |
agric. | άμυλο και φεκιούλιο μη μετασχηματισμένα | uomdannet stivelse |
gen. | έλεγχος μη επιβεβαιωμένων μετακινήσεων υλικού | kontrol af ubekræftede materialebevægelser |
gen. | έλεγχος μη καταστροφικός | ikkedestruktiv kontrol |
mater.sc. | έρευνα για μη στρατιωτικούς σκοπούς | forskning med civile formål |
gen. | αγοραστής μη συνδεόμενος με προσωπική σχέση με τον πωλητή | uafhængig køber |
agric. | ακατέργαστες ύλες ζωικής ή φυτικής προέλευσης,μη αλλού κατονομαζόμενες | animalske og vegetabilske materialer,rå,i.a.n. |
gen. | αν τα μέτρα που προβλέπονται ανωτέρω αποδειχθούν μη αποτελεσματικά | viser de ovenfor omtalte forholdsregler sig at være virkningsløse |
gen. | αναλογία ενεργού προς μη ενεργό πληθυσμό | demografisk forsørgerbyrde |
gen. | αναμενόμενο μεταβατικό φαινόμενο μη συνεπαγόμενο έκτακτη κράτηση | postulerede transienter uden sikkerhedsnedlukning |
med. | αναμόλυνση με μη ευαίσθητους μικροοργανισμούς | superinfektion med ikke-følsomme mikroorganismer |
gen. | αντιδραστήρας ελαφρού ύδατος που χρησιμοποιεί μη ακτινοβολημένο ΜΟΧ | letvandsreaktor,i hvilke der anvendes frisk MOX |
gen. | αντιδραστήρας μη συνεχούς φορτίσεως | bundtvis ladet reaktor |
gen. | απαγωγή, παράvoμη κατακράτηση και περιαγωγή σε oμηρία | bortførelse, frihedsberøvelse og gidseltagning |
gen. | αποζημιώνω τις μη λαμβανόμενες ημέρες της αδείας ως ημέρες πραγματικής υπηρεσίας | godtgøre ikke anvendte feriedage som faktiske arbejdsdage |
mater.sc. | αποθήκευση σε μη ανανεώσιμη ατμόσφαιρα | opbevaring ved indelukket luft |
gen. | αποστολή μη στρατιωτικής αστυνόμευσης | civil politimission |
gen. | αρχή της μη άσκησης βέτο | ikke-veto-princip |
gen. | ασκώ εξωτερική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη | udøve en bibeskæftigelse mod eller uden vederlag |
gen. | ασκώ εξωυπηρεσιακή δραστηριότητα,αμειβόμενη ή μη | udøve en bibeskæftigelse mod eller uden vederlag |
gen. | ασκώ επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη | udøve erhvervsmæssig beskæftigelse mod eller uden vederlag |
agric. | γάλα αποκορυφωμένο συμπυκνωμένο μη ζαχαρούχο | usødet kondenseret skummetmælk |
agric. | γάλα αποκορυφωμένο συμπυκνωμένο μη ζαχαρούχο | kondenseret skummetmælk |
agric. | γάλα μερικώς αποκορυφωμένο συμπυκνωμένο μη ζαχαρούχο | usødet kondenseret letmælk |
agric. | γάλα μερικώς αποκορυφωμένο συμπυκνωμένο μη ζαχαρούχο | kondenseret letmælk |
agric. | γάλα συμπυκνωμένο μη ζαχαρούχο πλούσιο σε λιπαρά | kondenseret mælk med højt fedtindhold |
agric. | γάλα συμπυκνωμένο μη ζαχαρούχο πλούσιο σε λιπαρά | usødet kondenseret mælk med højt fedtindhold |
agric. | γάλα συμπυκνωμένο μη ζαχαρούχο πλούσιο σε λιπαρά | kondenseret kaffefløde |
gen. | για την απομάκρυνση ή την εξουδετέρωση της ουσίας χρησιμοποιήστε....ΜΗ χρησιμοποιείτε νερό | brug ikke vand |
gen. | για την απομάκρυνση ή την εξουδετέρωση της ουσίας χρησιμοποιήστε....ΜΗ χρησιμοποιείτε νερό | for at fjerne eller neutralisere stoffet,brug... |
gen. | δέσμευση για "μη πρώτη χρήση πυρηνικών όπλων" | afkald på førstebrug af kernevåben |
gen. | δέσμευση για "μη πρώτη χρήση πυρηνικών όπλων" | afkald på førstebrug |
gen. | δέσμευση για "μη πρώτη χρήση πυρηνικών όπλων" | afkald på at bruge kernevåben først |
gen. | δέσμευση για "μη πρώτη χρήση πυρηνικών όπλων" | løfte om ikke-førsteanvendelse af kernevåben |
gen. | δέσμευση για "μη πρώτη χρήση πυρηνικών όπλων" | afkald på at bruge kernevaben først |
med. | δίαιτα μη καθορισμένης μορφής | foder med oplyst sammensætning |
gen. | δεδουλευμένοι αλλά μη ληξιπρόθεσμοι τόκοι και ενοίκια | påløbne renter samt optjent leje |
agric. | διάδοχος μη γεωργός | overtager uden for landbruget |
gen. | Διάσκεψη για την ικανότητα μη στρατιωτικής διαχείρισης κρίσεων | kapacitetskonference om civil krisestyring |
med. | διάχυτο,μη περιγεγραμμένο απόστημα | phlegmone |
med. | διάχυτο,μη περιγεγραμμένο απόστημα | diffus absces |
med. | διαβήτης ατόμων μη εξαρτωμένων από ινσουλίνη | ikke insulin-krævende diabetes |
mater.sc. | διαπίστωση μη συμμόρφωσης | konstatering af manglende overensstemmelse |
gen. | Διεθνές Μη Στρατιωτικό Γραφείο | Det Internationale Civile Kontor |
med. | διόγκωση βουβωνικών λεμφαδένων σε μαλακό μη συφιλιδικό έλκος | chankerbubon (bubo acuta) |
med. | διόγκωση βουβωνικών λεμφαδένων σε μαλακό μη συφιλιδικό έλκος | bubo acuta |
med. | δυναμική μη παριστάμενη με μοντέλο | umodelleret dynamik |
med. | εθελοντική και μη κερδοσκοπική αιμοδοσία | frivillig blodafgivelse uden vederlag |
agric. | ειδική ενίσχυση για τη χρησιμοποίηση των αρόσιμων γαιών για μη γεωργικούς σκοπούς | støtteordning for udnyttelse af agerjord til andre formål end levnedsmiddelproduktion |
energ.ind. | Ειδικό πρόγραμμα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης, περιλαμβανομένης της επίδειξης, στον τομέα των μη πυρηνικών μορφών ενέργειας | særprogram for forskning og teknologisk udvikling samt demonstration inden for ikke-nuklear energi |
energ.ind. | Ειδικό πρόγραμμα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης στον τομέα της ενέργειας-μη πυρηνικές πηγές ενέργειας και ορθολογική χρησιμοποίηση της ενέργειας1989-1992 | Særprogram for forskning og teknologisk udvikling på energiområdet-ikke-nuklear energi og rationel energiudnyttelse1989-1992 |
energ.ind. | Ειδικό πρόγραμμα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης στον τομέα της μη πυρηνικής ενέργειας1990-1994 | særprogram for forskning og teknologisk udvikling inden for ikke-nuklear energi 1990-1994 |
energ.ind. | Ειδικό πρόγραμμα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης,συμπεριλαμβανομένης της επίδειξης,στον τομέα των μη πυρηνικών μορφών ενέργειας | særprogram for forskning og teknologisk udvikling samt demonstration inden for ikke-nuklear energi |
gen. | εκκαθάριση των ναρκοπεδίων για μη στρατιωτικούς λόγους | civil minerydning |
med. | εκτέλεση υπολογισμών μη φυσιολογικών τρόπων λειτουργίας | at tage højde for unormale driftsforhold |
gen. | Ελάχιστοι κανόνες για τα μη περιοριστικά της ελευθερίας μέτρα' Κανόνες του Τόκυο | FN's standardminimumsregler vedrørende foranstaltninger over for ikkefrihedsberøvede kriminelle |
gen. | Ελάχιστοι κανόνες για τα μη περιοριστικά της ελευθερίας μέτρα' Κανόνες του Τόκυο | Tokyoreglerne |
gen. | Ελάχιστοι κανόνες για τα μη περιοριστικά της ελευθερίας μέτρα' Κανόνες του Τόκυο | FN's standardminimumsregler for ikkefrihedsberøvende foranstaltninger |
gen. | ελεύθερος ή μη βυθισμένος εκχειλιστής | frit overløb |
med. | ενδημική μη αφροδισιακή νόσος των Βεδουίνων της Συρίας και των Αράβων του Ευφράτου | bejel |
med. | ενεργητική μη ειδική ανοσοθεραπεία | aktiv ikke specifik immunterapi |
gen. | ενωσιακή επιχείρηση μη στρατιωτικής διαχείρισης κρίσεων | civil EU-krisestyringsoperation |
tech., industr., construct. | εξοπλισμός άτμισης για μη συνεχή διαδικασία τυπώματος | diskontinu-dekateringsudstyr/diskontinuerligt dekaterings-udstyr til trykning |
med. | επαληθευμένη μη αντιστρεπτή στειρότητα | verificeret irreversibel sterilitet |
tech., industr., construct. | επικάλυψη δαπέδου χωρίς πέλος από μη υφάνσιμα κλωστοϋφαντουργικά υλικά | tekstil gulvbelægning uden luv dannet af sammenlimet tekstilmateriale |
gen. | επιστολή για τη μη κατάρτιση γνωμοδότησης | skrivelse om beslutning om ikke at udarbejde en udtalelse |
gen. | Επιτροπή Βοηθείας προς τις μη Συνδεδεμένες Αναπτυσσόμενες Χώρες | Udvalget for Bistand til Ikkeassocierede Udviklingslande |
gen. | Επιτροπή Σύνδεσμος των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων Ανάπτυξης | EU-NGDO-Forbindelsesudvalget |
gen. | Επιτροπή Σύνδεσμος των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων Ανάπτυξης στην ΕΕ | EU-NGDO-Forbindelsesudvalget |
gen. | εργαζόμενος από μη κοινοτική χώρα | arbejdstager fra tredjelande |
gen. | Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την αναγνώριση της νομικής προσωπικότητας των διεθνών μη κυβερνητικών οργανισμών | den europæiske konvention om anerkendelse af internationale ikkestatslige organisationers status som juridisk person |
gen. | µη δεδουλευθείσα ηµέρα | fraværsdag |
gen. | η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών | ikke have opfyldt disse forpligtelser |
med. | ηπατίτιδα μη Α-μη Β | non-A,non-B hepatitis |
med. | θανάτωση με μη βάναυσο τρόπο | aflivet på human måde |
med. | ιατρικός μη αναπνευστικός νεφελοποιητής | medicinsk ikke-ventilatorisk luftfugter |
med. | ιστορικό για ποικιλίες που προήλθαν από αναπαραγωγή μη αιμομεικτικών στελεχών ζώων | baggrundsdata om udavlede stammer |
agric. | καθεστώς μη εφαρμογής εμβολιασμού κατά της ψευδοπανώλους των πτηνών | status som ikke-vaccinerende mod Newcastle disease |
med. | καθετήρας μη χονδρικής γαστροδωδεκαδακτυλικής αναρρόφησης | ventrikelsonde |
gen. | καλυφθέν και μη καταβεβλημένο κεφάλαιο | tegnet, ikke indbetalt kapital |
gen. | κατάσταση "μη κρατήσεως" | ikke-aktiveret tilstand |
agric. | καταγωγή:αυτόχθον ή μη αυτόχθον | autochton eller ikke autochton oprindelse |
gen. | Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη δομή διοίκησης και ελέγχου των ενωσιακών επιχειρήσεων μη στρατιωτικής διαχείρισης κρίσεων | retningslinjer for kommando- og kontrolstrukturen for EU's civile krisestyringsoperationer |
med. | κληρονομικά γενετικά χαρακτηριστικά μη παθολογικά | normal genetisk arv |
med. | κληρονομικό χαρακτηριστικό μη παθολογικό | non-patologisk arveligt karakteristikum |
gen. | κοινωνικές εισφορές αυτοαπασχολούμενων και μη απασχολούμενων | bidrag fra selvstændige og ikke-beskæftigede til sociale sikringsordninger |
med. | κομπρέσα μη υφασμένη | non woven-kompres |
med. | κυκλοτερική οδοντωτή γραμμή που παριστάνει το όριο μεταξύ οπτικής και μη οπτικής μοίρας | ora serrata |
tech. | λ θος οφειλόμενο στο μη ακριβή προσδιορισμό του μηδενός | nulpunktsfejl |
med. | λοιμώδης μη βακτηριακή πνευμονοπάθεια | ikke-bakteriel pneumoni |
med. | λοιμώδης μη φυματική αρθρίτιδα | ikke-tuberkuløs infektiøs artrit (arthritis infectiosa non tuberculosa) |
mater.sc., el. | μέθοδος μη ταυτοχρονισμού αιχμής | fordeling efter maksimalbelastning |
mater.sc., el. | μέθοδος της μη ταυτόχρονης μέγιστης ισχύος | fordeling efter maksimalbelastning |
tech., construct. | μή επιτρεπόμενος | ikke på mål |
med. | μή ομόλογος συνένωσις | ikke-homolog association |
med. | μή τελικός,αναφερόμενος εις ατελή διαχωρισμόν των χρωμοσώμων | atelomitisk |
med. | με χαρακτήρα μη δεσμευτικό | ikke-bindende |
gen. | μετανάστευση των μη δεσμευομένων μικροκολλοειδών | vandring af ikke-tilbageholdte mikrokolloider |
med. | μη έγκαιρη απολίνωση ομφαλίδος | sen afnavling |
med. | μη έγκαιρη απολίνωση ομφαλίου λώρου | sen afnavling |
med. | μη έγκαιρη ρήξη αμνιακού σάκου | utidig hindebristning |
med. | μη έφηβος | impubes |
agric., food.ind. | μη αζωτούχες εκχυλισματικές ουσίες | kvælstoffrie ekstraktstoffer |
agric., chem. | μη αζωτούχο εκχύλισμα | kvælstoffrit ekstraktstof |
agric., chem. | μη αζωτούχος ουσία | N-frit stof |
med. | μη αιμολυτικός ίκτερος νεογνών | icterus neonatorum familiaris |
agric., industr. | μη ακέραια φύλλα | beskadigede blade |
med., life.sc. | μη ακριβής αποκατάσταση του DNA | fejltilbøjelig DNA-reparation |
gen. | μη ακτινοβολημένο καύσιμο αποθηκευμένο κάτω από το νερό | ubestrålet brændsel oplagret under vand |
med. | μη αλεσμένος | umalet |
med. | μη αλεσμένος | i hele korn |
med. | μη αλλεργική δερματίτιδα εξ επαφής | ikke-allergisk kontakteksem |
med. | μη αλλεργική κνίδωση | ikke-allergisk urticaria (urticaria non allergica) |
med. | μη αλλεργιογόνος ορός | anallergisk serum |
tech., met. | μη αναλογικό δοκίμιο | ikke-proportional trækprøvestang |
med. | μη αναμειγμένο προϊόν | ublandet stof |
mater.sc. | μη αναμειξιμότητα | ublandelighed |
energ.ind. | μη ανανεώσιμη ενέργεια | ikke-vedvarende energi |
energ.ind. | μη ανανεώσιμη πηγή ενέργειας | ikkevedvarende energikilder |
energ.ind. | μη ανανεώσιμη πηγή ενέργειας | ikkefornyelige energikilder |
energ.ind. | μη ανανεώσιμη πρωτογενής ενέργεια | ikke-vedvarende primærenergi |
min.prod. | μη ανανεώσιμος πόρος | ikke-vedvarende ressource |
gen. | μη αναπαραγωγικός αντιδραστήρας μετατροπής | konverteringsanlæg uden formering |
med. | μη αναστρέψιμο κώμα | klinisk død |
med. | μη αναστρέψιμο κώμα | hjernedød |
med. | μη αναστρέψιμο κώμα | coma dépassé |
med. | μη ανατάξιμη κήλη | irreponibelt hernie (hernia irreponibilis) |
med. | μη ανατάξιμη κήλη | hernia irreponibilis |
gen. | μη αναφερόμενα αλλού | ikke andetsteds specificeret |
gen. | μη αναφερόμενα αλλού | ikke andetsteds nævnt |
gen. | μη αναφλέξιμο | flammesikker |
gen. | μη αναφλέξιμο | eksplosionssikker |
gen. | μη ανιχνεύσιμη νάρκη κατά προσωπικού | personelmine, som ikke kan findes ved hjælp af detektor |
med. | μη ανοσοποιηθείς ορός εξ αίματος | som ikke er immuniseret |
med. | μη ανοσοποιηθείς ορός εξ αίματος | blodserum |
med. | μη ανταγωνιστική παρεμπόδιση | non-kompetitiv hæmning |
med. | μη ανταγωνιστική παρεμπόδιση | ikke-kompetitiv hæmning |
med. | μη αντιρροπούμενη δεξιά καρδιακή ανεπάρκεια | højresidig inkompensation |
med. | μη αντιρροπούμενη οξέωση | dekompenseret acidose |
med. | μη αντιρροπούμενη υπέρταση | inkompenseret hypertension |
med. | μη αντιρροπούμενη υπέρταση | dekompenseret hypertension |
med. | μη αντιρροπούμενος υπερθυρεοειδισμός | dekompenseret hyperthyreose |
med. | μη αντιρρόπηση | dekompensation (decompensatio) |
med. | μη αντισταθμιζόμενη οξέωση | dekompenseret acidose |
med. | μη αντιστρεπτή εγκεφαλική βλάβη,ανήκεστος εγκεφαλική βλάβη | uoprettelig hjerneskade |
med. | μη αντιστρεπτή παρεμπόδιση | a-kompetitiv hæmning |
med. | μη αντιστρεπτό κώμα,κατάσταση φυτού | vegetativ tilstand |
gen. | μη απαντήσας | deltager, som ikke svarer |
gen. | μη απαντών | deltager, som ikke svarer |
med. | μη αποκλειστική δέσμευση | aspecifik binding |
agric., food.ind. | μη απολευρωμένα σιτηρά | hele kornplanter |
med. | μη αποστειρωμένες βελόνες | sprøjter der ikke er steriliserede |
med. | μη αποστειρωμένες σύριγγες | sprøjter der ikke er steriliserede |
med. | μη αποστειρωμένη λαμινάρια | ikke-steril laminaria |
med. | μη αποφαντική μνήμη | procedural hukommelse |
med. | μη αποφρακτική μυοκαρδιοπάθεια | non-obstruktiv kardiomyopati |
agric. | μη αποϊνωμένο φυτικό υλικό | ikke-defibreret vegetabilsk materiale |
med. | μη απωλινωτική συσκευή Case | Case's ligaturløse apparat |
agric. | μη αρδευόμενη έκταση | ikke-vandet areal |
gen. | μη αρπακτικός | ikke-grådig |
gen. | μη αυτοκαταστρεφόμενη νάρκη κατά προσωπικού | ikke-selvødelæggende personelmine |
tech., industr., construct. | μη αυτόματη μασουρίστρα | ikke-automatisk spolemaskine |
tech. | μη αυτόματη συσκευή ζύγισης | ikke-automatisk vejningsinstrument |
tech., industr., construct. | μη αυτόματο μπομπινουάρ | ikke-aumatisk spolemaskine |
tech. | μη αυτόματο όργανο μέτρησης χρησιμοποιούμενο για τη μέτρηση ποσοτήτων συναφών με τη μάζα,ή τιμών που προκύπτουν από τη μάζα | ikke-automatisk måleinstrument til måling af masserelaterede mængder eller masseudledte værdier |
gen. | μη αυτόνομα συνταξιοδοτικά ταμεία | ikke-selvstændige pensionskasser |
gen. | μη αυτόνομο έδαφος | ikke-selvstyrende område |
agric. | μη βάναυση παγίδα ζώων | human dyrefælde |
med. | μη βιωσιμότητα του πρωτοεμβρύου | diagnostisk terapi på et embryo |
agric. | μη βυνωμένος σπόρος | umaltet korn |
med. | μη γενοτοξικός καρκινογόνος παράγων | non-genotoksisk carcinogen |
gen. | μη γεωργικές δραστηριότητες | andre aktiviteter end landbrug |
gen. | μη γλώσσα διαδικασίας | ikkeproceduresprog |
med. | μη γονιδιοτοξικό καρκινογόνο | non-genotoksisk carcinogen |
med. | μη γονοκοκκική ουρηθρίτιδα | non-gonorroisk urethrit (urethritis non gonococcica) |
med. | μη γονοτοξικό καρκινογόνο | non-genotoksisk carcinogen |
tech., el. | μη γραμμική κλίμακα | ulineær skala |
tech., el. | μη γραμμική μετατροπή | ulineær omsætning |
mater.sc., construct. | μη γραμμικός ερπυσμός | ikke-lineær krybning |
gen. | μη δίνετε να πιεί τίποτα | giv ikke noget at drikke |
gen. | μη δασμολογικά μέτρα | ikketoldmæssige foranstaltninger |
gen. | μη δασμολογικοί φραγμοί | handelshindringer som ikke er toldskranker |
gen. | μη δασμολογικό εμπόδιο | ikketoldmæssig hindring |
gen. | μη δασμολογικό εμπόδιο | ikketoldmæssig barriere |
gen. | μη δασμολογικό εμπόδιο | handelshindringer som ikke er toldskranker |
med. | μη δεσμευτικού χαρακτήρα | ikke-bindende |
med. | μη δεσμευτικός | ikke-bindende |
gen. | μη διάδοση | ikkespredning |
gen. | μη διάδοση πυρηνικών όπλων | ikkespredning af kernevåben |
energ.ind. | μη διαθέσιμη ισχύς ενός θερμικού σταθμού | ikke til rådighed værende effekt for et varmekraftværk |
agric., construct. | μη διαθέσιμη υγρασία | utilgængeligt vand |
med. | μη διακρινόμενη ίριδα διαμέσου της θολερότητας | iris ikke synlig gennem opacitet |
mater.sc., industr., construct. | μη διαμορφωμένος κορμός κουτιού | karton-emne |
med. | μη διαπυητική υποδερματίτις του τύπου Rothman-Makai | panniculitis non-suppurativa Makai-Rothman |
gen. | μη διατηρείτε το δοχείο ερμητικά κλεισμένο | S12 |
gen. | μη διατηρείτε το δοχείο ερμητικά κλεισμένο | emballagen må ikke lukkes tæt |
med. | μη διαφοροποιημένο επιθηλίωμα | udifferentieret carcinom |
med. | μη διαφοροποιημένο επιθηλίωμα | udifferentieret basaliom |
med. | μη διαφοροποιημένο καρκίνωμα | udifferentieret carcinom |
med. | μη διαφοροποιημένο καρκίνωμα | udifferentieret basaliom |
med. | μη διεισδυτικά σφυγμομανόμετρο | ikke-invasiv blodtryksmåler |
med. | μη διεισδυτικό πιεσόμετρο | ikke-invasiv blodtryksmåler |
tech. | μη διεισδυτικός αισθητήρας | ikke-indragende føler |
med. | μη διορθωμένη αντιμετάθεση των μεγάλων αγγείων | transpositio vasorum |
gen. | μη δυνάμενος να λειτουργήσει | ikke driftsklare |
gen. | μη εγγεγραμμένο μέλος | løsgænger |
gen. | Μη Εγγεγραμμένοι | Uden for Grupperne |
mater.sc. | μη εδραζόμενη κλίμακα | fritstående stige |
agric. | μη εδώδιμα γεωργικά προϊόντα | nonfoodprodukt |
agric. | μη εδώδιμος | uegnet til menneskeføde |
agric. | μη εδώδιμος | ikke spiselig |
gen. | μη εθνικοί οργανισμοί | ikke-nationale institutioner |
med. | μη ειδική ανοσία | uspecifik immunitet |
med. | μη ειδική θεραπεία | heteroterapi |
agric. | μη εκπρεμνωθέν έδαφος | ikke-ryddet jord |
gen. | μη εκραγείς μηχανισμός | ueksploderet objekt |
gen. | μη εκραγείς μηχανισμός | ueksploderet ammunition |
gen. | μη εκρηκτική χρήση | ikke-eksplosiv udnyttelse |
agric. | μη ελεγχόμενη πυρκαϊά | ukontrolleret skovbrand |
gen. | μη εμπιστευτικές πληροφορίες | efterretninger indhentet fra åbne kilder |
med. | μη εμφυτεύσιμο πρωτοέμβρυο | ikke-implantabelt embryo |
agric., polit. | μη εναλλαγή της αγρανάπαυσης | udtagning uden for omdriften |
agric., polit. | μη εναλλαγή της αγρανάπαυσης | permanent braklægning |
agric., polit. | μη εναλλαγή της αγρανάπαυσης | braklægning uden for omdriften |
tech., el. | μη εναλλακτικό εξάρτημα | ikke ombytteligt tilbehør |
gen. | μη εξακριβωμέvες πληρoφoρίες | blød efterretning |
gen. | μη εξακριβωμέvες πληρoφoρίες | blod information |
med. | μη εξαρτημένη απόκριση | ubetinget refleks |
med. | μη εξαρτημένο αντανακλαστικό | ubetinget reflex |
med. | μη επεμβατική διαγνωστική μέθοδος | non-invasiv diagnostisk metode |
med. | μη επεμβατική διαγνωστική μέθοδος | ikke-invasiv diagnosticeringsmetode |
med. | μη επεμβατική μέθοδος | ikke-invasiv teknik |
med. | μη επεμβατική μέθοδος | ikke-indgribende teknik |
med. | μη επενδεδυμένο ανθρώπινο ερυθροκύτταρο | ikke-sensibiliserede humane røde blodlegemer |
agric. | μη επεξεργασμένο γάλα | rå mælk |
gen. | μη επιβολή κυρώσεων | manglende sanktioner |
gen. | μη επι?ειρησιακή oμάδα | ikke-operativ enhed |
med. | μη επιθηλιακό βλάστωμα | non-epithelial tumor |
med. | μη επιθηλιακός όγκος | non-epitelial tumor |
gen. | μη επιλέξιμη ζώνη | område, der ikke er støtteberettiget |
gen. | μη επιλέξιμη ζώνη | ikke-støtteberettiget område |
gen. | μη επιτρεπόμεvη πρόσβαση | uautoriseret adgang |
min.prod. | μη επιτόπια διατήρηση | ex situ-bevaring |
min.prod. | μη επιτόπια διατήρηση | ex situ-bevarelse |
mater.sc., chem. | μη ευαίσθητος στο φως | ufølsom over for lys |
gen. | μη εφαρμογή | uanvendelighed |
med. | μη εύκαμπτη σωληνωτή θήκη | tabletrør |
agric. | μη ζυμωθέντα σιτηρά | umaltet korn |
agric. | μη ζυμώσιμα σάκχαρα | gæringsdygtig sukker |
med. | μη ηβώδης κίρρωση | cirrhose lisse |
med. | μη θρομβοπενική πορφύρα | vaskulær purpura |
med. | μη θρομβοπενική πορφύρα | athrombopenisk purpura |
gen. | μη ινώδες υλικό | ikke-fiberholdingt materiale/ikke-fibrøst materiale |
med. | μη ιογόνος | avirulent |
gen. | μη ιπτάμενος αξιωματικός αεροπορίας | forbindelsesofficer på jorden |
gen. | μη ισοτοπικός ιχνηθέτης | ikke-isotopisk sporstof |
med. | μη ιστονική πρωτεϊνη | non-histon protein |
gen. | μη κανονική απουσία από την εργασία | ubeføjet udeblivelse fra tjenesten |
gen. | μη καπνιζόμενο προϊόν καπνού | røgfri tobaksvare |
gen. | μη καπνιζόμενος καπνός | røgfri tobaksvare |
gen. | μη καταγόμενα προΜόντα | vare |
gen. | μη καταγόμενα προΜόντα | der ikke har oprindelsesstatus |
energ.ind., el. | μη καταστρεπτική ανάλυση | ikke-destruktiv analyse |
tech., mater.sc. | μη καταστρεπτική επιθεώρηση | ikke-destruktiv undersøgelse |
gen. | μη καταστρεπτική σάρωση ακτίνων γ | afsøgning med ikke-destruktive gammastråler |
mater.sc. | μη καταστρεπτική τεχνική επιθεώρησης | ikke-destruktiv inspektionsteknik |
tech., mater.sc. | μη καταστρεπτικός έλεγχος | ikke-destruktiv undersøgelse |
tech., mater.sc. | μη καταστροφικές δοκιμές | ikke-destruktiv afprøvning |
tech. | μη καταστροφική εξέταση | ikke-destruktiv undersøgelse |
agric. | μη κατευθυνόμενος καλλιεργητής | radrenser der ikke er styrbar |
gen. | μη καύσιμος | ikke brændbar |
gen. | μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που αναγνωρίζονται σαν ανεξάρτητα νομικά πρόσωπα | ikke-udbyttegivende institutioner der er juridiske personer |
gen. | μη κερδοσκοπικά ιδρύματα τα οποία δεν έχουν ανεξάρτητη νομική οντότητα | ikke-udbyttegivende institutioner som ikke er juridiske personer |
agric. | μη κλωστικό λινάρι | anden hør end spindhør |
tech., industr., construct. | μη κλωστοϋφαντουργική βάση | ikke-tekstil grundvæv |
gen. | μη κοινοβουλευτικό μέλος | ikkeparlamentsudpeget medlem |
agric. | μη κοκκώδης υφή | ikke kornet struktur |
agric. | μη κοκκώδης υφή | glat |
gen. | μη κοστολογικό κριτήριο | ikkeomkostningsmæssigt kriterium |
gen. | μη κρατικοί παράγοντες | ikkestatslig aktør |
med. | μη κριτική σκέψη | ukritisk tankegang |
gen. | μη κυβερνητική οργάνωση | ikkestatslig organisation |
gen. | μη κυβερνητική οργάνωση ανάπτυξης | ikkestatslig udviklingsorganisation |
med., agric. | μη κυοφορούσα | tom |
med., agric. | μη κυοφορούσα | ikke-drægtig |
agric. | μη κυοφορούσα αγελάδα | tom ko |
agric. | μη κυοφορούσα αγελάδα | ikke drægtig ko |
med. | μη κωδικοποιούν DΝΑ | ikke-kodende DNA |
gen. | μη λήξας κίνδυνος | hensættelser for ikke afløbne risici |
med. | μη λειτουργική θεραπεία | ikke funktionelle behandling |
med. | μη λεκτική κλίμακα | Wechslers handleskala |
med. | μη λοιμώδης πνευμονοπάθεια | ikke-infektiøs pneumoni |
mater.sc., met. | μη μεταβλητή παράμετρος επιμήκυνσης δευτέρου βαθμού | anden ordens tøjningsinvariant |
med. | μη μεταναστευτικά ψάρια | standfisk |
med. | μη μικροβιακή κρυπτοξίνη | cryptotoxin af ikke microbiel natur |
med. | μη μικροβιακή κρυπτοξίνη | cryptotoksin af ikke mikrobiel natur |
med. | μη μολυσμένο έμφραγμα | sterilt infarkt |
agric. | μη μολυσμένο νερό | ikke forurenet vand |
gen. | μη μόνιμα αρχεία καταχωρήσεως στοιχείων | midlertidig dokumentation |
agric. | μη μόνιμα επανδρωμένο μηχανοστάσιο | periodisk ubemandet maskinrum |
agric., construct. | μη μόνιμος ροή | uregelmæssig ikke-stationær strømning |
med. | μη νουκλεοζιτικός αναστολέας της αντίστροφης τρανσκριπτάσης | non-nukleotid revers transkriptase-hæmmer |
gen. | ΜΗ ξεπλύνετε προς την αποχέτευση | skyl ikke ned i kloakafløb |
tech., industr., construct. | μη ξυλοπολτούχο χαρτόνι | træfrit karton |
energ.ind. | μη οικιακός πελάτης | erhvervskunde |
agric. | μη ολοκληρωμένη γραμμή συγκομιδής | enkelt høstkæde |
agric. | μη ολοκληρωμένη γραμμή συγκομιδής | afbrudt høstkæde |
med. | μη ομαλή επικράτηση | uregelmæssig dominans |
med. | μη ομαλή επικράτηση | irregulær dominans |
gen. | μη ομοιόμορφος πυρήνας αντιδραστήρα | ikke ensartet kerne |
med. | μη ομόλογος ανασυνδυασμός | ikke-homolog rekombination |
gen. | μη παθογόνος | tilfældig |
gen. | μη παθογόνος | accidentel |
agric. | μη παραγωγικές γαίες | uproduktivt areal |
med. | μη παραγωγική κυτταρική γραμμή | ikke-producerende cellelinje |
agric. | μη παραδοσιακή μπανάνα ΑΚΕ | ikke-traditionel AVS-banan |
gen. | μη παρακείμενο συστατικό | diskontinuert konstituent |
med. | μη περιοδική σπανιομηνόρροια | forsinket irregulær afstødning |
gen. | μη περιφερειακό μέσο | ikke-regionaliseret mekanisme |
gen. | μη περιφερειακός μηχανισμός | ikke-regionaliseret mekanisme |
gen. | μη πιστευτό | utænkelig |
agric., chem. | μη πλήρες λίπασμα | ensidig gødning |
med. | μη-πλήρως ανεπτυγμένη άρθρωσις ισχίου | ikke fuldt udviklet hofteled |
mater.sc., chem., el. | μη πλαστικοποιημένο PVC | uplastificeret PCV |
mater.sc., chem., el. | μη πλαστικοποιημένο PVC | hård PVC |
med. | μη πολωμένο | ikke polariserbar |
agric. | μη πορώδης υφή | fast textur |
agric., industr. | μη πορώδης υφή | fast tekstur |
gen. | μη προκαθορισμένη περιοχή "γ" | ikkeprædefineret c)-område |
gen. | μη προστατευμένη απώλεια ροήςLOFσε μερικώς ακτινοβολημένο πυρήνα | ubeskyttet LOF i en delvist bestrålet kerne |
med. | μη προστατευόμενο διάστημα | ubeskyttet interval |
gen. | μη προτιμησιακή συμφωνία | ikke-præferentiel aftale |
med. | μη πρωτεϊνικό άζωτο | ikke-protein kvælstof |
med. | μη πρωτεϊνούχες σουλφυδρυλοενώσεις | non-protein sulfhydrylforbindelse |
med. | μη πρόσθετος χςρακτήρας | ikke-additiv egenskab |
mater.sc., chem. | μη πτητικός | ikke-flygtig |
gen. | μη ρίχνετε τα υπολείμματα στην αποχέτευση | S29 |
gen. | μη ρίχνετε τα υπολείμματα στην αποχέτευση | må ikke kommes i kloakafløb |
mater.sc., mech.eng. | μη στεγανό κουτί | utæt dåse |
agric. | μη στιλπνή όρυζα | upoleret ris |
agric. | μη στοχαστικό αραίωμα | blindudtynding |
agric. | μη στοχευόμενο είδος | ikke-målarter |
gen. | μη στρατιωτικές δυνατότητες διαχείρισης κρίσεων | civil krisestyringskapacitet |
gen. | μη στρατιωτική αστυνομία | civilt politi |
gen. | μη στρατιωτική αστυνόμευση | civil politikapacitet |
gen. | μη στρατιωτική διαχείριση κρίσεων | ikkemilitær krisestyring |
gen. | Μη Στρατιωτική Δυνατότητα Σχεδιασμού και Διεξαγωγής Επιχειρήσεων | Den Civile Planlægnings- og Gennemførelseskapacitet |
gen. | μη στρατιωτική επιτήρηση | civil overvågning |
gen. | μη στρατιωτικός πρωταρχικός στόχος | overordnet civilt mål |
gen. | μη στρατιωτικός πρωταρχικός στόχος | overordnet civilt styrkemål |
agric. | μη συγκομισθείσα εσοδεία | høst på roden |
agric. | μη συγκομισθείσα εσοδεία | stående afgrøde |
agric. | μη συγκομισθείσα εσοδεία | afgrøde under vækst |
med. | μη συζευκτικό πλασμίδιο | ikke-konjugerende plasmid |
med. | μη συμβατική ιατρική | alternative medicin |
med. | μη συμβατική ιατρική | alternative behandlingsformer |
energ.ind. | μη συμβατικό φυσικό αέριο | ukonventionel gas |
energ.ind. | μη συμβατικό φυσικό αέριο | ikke-konventionel gas |
med. | μη συμβατικός μεταδοτικός παράγοντας | ikke-konventionelt patogent agens |
gen. | μη συμβατικός υδρογονάνθρακας | ukonventionelle kulbrinter |
gen. | μη συμβατικός υδρογονάνθρακας | ukonventionel olie og gas |
gen. | μη συνήθης κατοικία στο κράτος διορισμού | tjenestemanden må ikke have haft varig bopæl i den medlemsstat, hvor tjenestestedet er beliggende |
gen. | μη συνδεδεμένες αναπτυσσόμενες χώρες | ikkeassocierede udviklingslande |
mater.sc. | μη συνεχής λειτουργία | portionsvis anvendelse |
mater.sc. | μη συνεχής λειτουργία | periodisk anvendelse |
gen. | Μη συνταγογραφούμενα | håndkøbsmedicin |
gen. | μη συστηματική κοινοποίηση των κρατικών ενισχύσεων | der systematisk havde undladt at anmelde nationale støtteordninger |
med. | μη σύγκλεισις των άνω και κάτω τομέων οδόντων | åbent bid |
gen. | μη σύμφωνη προσφορά | ukonditionsmæssigt bud |
gen. | μη σύμφωνη προσφορά | ikkeforskriftsmæssigt tilbud |
med. | μη ταυτόσημα τμήματα ομολόγων χρωμοσωμάτων | differentialsegmenter |
gen. | μη τεθωρακισμένο όχημα | ikkepansret køretøj |
gen. | μη τεχνικού περιεχομένου περίληψη | ikke-teknisk resume |
gen. | μη τεχνικός λογαριασμός | det ikketekniske regnskab |
med. | μη τοξική δόση | ikke-toksisk dosis |
med. | μη τραυματικό εξάρθρημα του άτλαντος | spontan atlas-luxation |
gen. | μη υγροσκοπικός | ikke-hygroskopisk |
tech., industr., construct. | μη υφάνσιμος σκελετός | ikke-vævet grund |
med. | μη υφασμένο | non woven tekstil |
agric. | μη φαγώσιμος | uegnet til menneskeføde |
agric. | μη φαγώσιμος | ikke spiselig |
gen. | μη φυσιολογική θνησιμότητα | abnorm dødelighed |
agric. | μη φυσιολογική τιμή | unormal pris |
med. | μη φυσιολογική υπέρμετρη απόσταση μεταξύ οργάνων ή τμημάτων | hypertelorisme (hypertelorismus) |
med. | μη χαρακτηριστικό σύμπτωμα | uspecifikt symptom |
med. | μη χαρακτηριστικό σύμπτωμα | ukarakteristisk symptom |
gen. | μη χρήση βίας | afkald på magtanvendelse |
gen. | ΜΗ χρησιμοποιείτε πεπιεσμένο αέρα για το γέμισμα,το άδειασμα ή το χειρισμό | brug ikke trykluft til fyldning,tømning eller håndterin |
gen. | μη χρησιμοποιηθείσα ή ακυρωθείσα κράτηση | no-show |
gen. | μη χρησιμοποιηθείσα ή ακυρωθείσα κράτηση | udebleven gæst |
gen. | μη χρησιμοποιηθείσες πιστώσεις | uudnyttede bevillinger |
gen. | μη χρησιμοποιηθείσες πιστώσεις | ikke udnyttede bevillinger |
med. | μη χρωμιόφιλο παραγαγγλίωμα | kemodektom |
agric., food.ind. | μη χωρισμένο μπροστινό τέταρτο | sammenhængende forfjerding |
agric., food.ind. | μη χωρισμένο πισινό τέταρτο | sammenhængende bagfjerding |
med. | μη ώριμος | udifferentieret |
med. | μηνιγγική μη τραυματική αιμορραγία | subaraknoidalblødning som følge af vaskulær cerebral malformation eller arteriel hypertension |
tech., industr., construct. | μηχανισμός μη ρυθμιζόμενης τάνυσης | ikke-justerbar spændingsanordning |
gen. | μικρή αποστολή μη εμπορικού χαρακτήρα | småforsendelser uden erhvervsmæssig karakter |
med. | μικραί περιοχαί επί της επιφανείας των οδόντων της μη λειτουργούσης πλευράς αι οποίαι εδημιουργήθησαν λόγω αποτριβής | balancefacetter |
med. | μικροσκοπικά μή ορατά | amikroner |
energ.ind. | μορφές ενέργειας από μη ορυκτές πηγές | ikke-fossil energi |
gen. | μόνιμος ή μη μόνιμος δημόσιος υπάλληλος | tjenestemand eller på anden måde statsansat |
gen. | να μη διοχετευθεί σε δίκτυο υπονόμων ή στο περιβάλλον.Να διατεθεί σε εγκεκριμένο χώρο συλλογής αποβλήτων | S56 |
gen. | να μη διοχετευθεί σε δίκτυο υπονόμων ή στο περιβάλλον.Να διατεθεί σε εγκεκριμένο χώρο συλλογής αποβλήτων | udled ikke stoffet i kloak eller miljø,men aflever det til en autoriseret affaldsindsamlingsvirksomhed |
gen. | να μη χρησιμοποιηθεί σε ευρείες επιφάνειες σε κατοικούμενους χώρους | S52 |
gen. | να μη χρησιμοποιηθεί σε ευρείες επιφάνειες σε κατοικούμενους χώρους | bør ikke anvendes til større flader i beboelses- eller opholdsrum |
med. | νεογνική λοίμωξη μη βακτηριακή | ikke-bakteriel neonatal infektion |
gen. | νερό μη πόσιμο | ikke drikkevand |
med. | νόμος της μη αναστρεψιμότητας | irreversibilitetslov |
agric. | ξερικό έδαφος μη αρδευόμενο | dry farming |
med. | ο μη αναπνεύσιμος | irrespirabel |
med. | ο μη ανατάξιμος | irreponibel |
med. | ο μη ευνοϊκός | ugunstig |
med. | ο μη ευνοϊκός | infavorabel |
med. | ο μη συγκινούμενος εύκολα | hypothym |
gen. | οβίδα μη επανεμπλουτισμένου ουρανίου | granat af forarmet uran |
tech. | Οδηγία του Συμβουλίου 90/384/ΕΟΚ για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα όργανα ζύγισης μη αυτόματης λειτουργίας | Rådets direktiv 90/384/EØF om harmonisering af medlemsstaternes lovgivning vedrørende ikke-automatiske vægte |
gen. | οι μη εγγεγραμμένοι εκπροσωπούνται από δύο μη εγγεγραμμένους βουλευτές σε... | losgængerne sender to medlemmer til... |
gen. | Ομάδα "Μη Διάδοση" | Ikkespredningsgruppen |
gen. | Ομάδα μη στρατιωτικής αντίδρασης | civilt reaktionshold |
med. | ομάδα μη συμβατών πλασμιδίων | inkompatibilitetsgruppe |
med. | ουρικοί λίθοι μη ασβεστιούχοι | kalkfri urinvejssten |
gen. | ουσία μη καύσιμη,αλλά εντείνει την καύση άλλων ουσιών | ikke brandbar,men fremmer forbrændingen af andre stoffer |
gen. | ουσία μη καύσιμη,αλλά σχηματίζει εύφλεκτο αέριο σε επαφή με το νερό ή τον υγρό αέρα | ikke brandbare,men danner brandfarlige gasser ved kontakt med vand eller fugtig luft |
med. | παιδισμός λόγω μη διαχωρισμού των γεννητικών οργάνων | genital dissocieret infantilisme |
gen. | παράvoμη διακίvηση vαρκωτικώv | ulovlig narkotikahandel |
gen. | παράvoμη διακίvηση vαρκωτικώv | ulovlig handel med stoffer |
med. | παραπλακούς προσφυόμενος στερρά και μη αποκολλούμενος | paraplacentare apparater |
med. | παρασκευάσματα μη προερχόμενα από εργαστηριακά ζώα | præparat, som ikke stammer fra laboratoriedyr |
gen. | περίπτερο έκθεσης μη συναρμολογημένο | samlestand |
agric. | περιεκτικότητα σε μη αλκοολικά συστατικά | non-alkohol-koefficient |
agric. | περιεκτικότητα σε μη αλκοολικά συστατικά | ikke-alkohol-koefficient |
gen. | περιοχή μη προσπελάσιμη κατά την ομαλή λειτουργία της εγκαταστάσεως | område utilgængeligt under normal drift |
gen. | πιθανότητα μη διαφυγής | ikke-lækage sandsynlighed |
agric. | πισινό τέταρτο μη χωρισμένο | sammenhængende |
agric. | πισινό τέταρτο μη χωρισμένο | bagfjerdinger |
med. | πολιτική μη εμβολιασμού | politik for ikke-vaccinering |
gen. | πολυκομματική και μη ρατσιστική δημοκρατία | demokratisk styreform uden raceadskillelse |
med. | ποσό μη εξοφληθέν των μετοχών | ikke-indbetalt beløb |
gen. | ποτέ μη προσθέτετε νερό στο προϊόν αυτό | hæld aldrig vand på eller i produktet |
med. | προδιαγραφή για τη μη ανάμειξη προϊόντων | ikke-blandingsprincip |
agric. | προσφορές με τιμές μη φυσιολογικά χαμηλές | tilbud til unormalt lave priser |
gen. | προσωπικές εταιρείες που ασχολούνται με την παραγωγή αγαθών και μη χρηματοδοτικών εμπορεύσιμων υπηρεσιών | cf.PH |
obs., nucl.phys. | Προσωπικός εκπρόσωπος του ΓΓ/ΥΕ για τη μη διάδοση όπλων μαζικής καταστροφής | generalsekretærens/den højtstående repræsentants personlige repræsentant for ikkespredning af masseødelæggelsesvåben |
obs., nucl.phys. | Προσωπικός εκπρόσωπος του ΓΓ/ΥΕ για τη μη διάδοση όπλων μαζικής καταστροφής | EU's repræsentant for ikkespredning af masseødelæggelsesvåben og nedrustning |
obs., nucl.phys. | Προσωπικός εκπρόσωπος του ΓΓ/ΥΕ για τη μη διάδοση όπλων μαζικής καταστροφής | den højtstående repræsentants personlige repræsentant for ikkespredning af masseødelæggelsesvåben |
gen. | Πρωτόκολλο "θέτοντος υπό διεθνή έλεγχο φάρμακα τινά μη προβλεπόμενα υπό της Συμβάσεως της 13ης Ιουλίου 1931 δια τον περιορισμόν της βιομηχανικής παρασκευής και ρύθμισιν της διανομής των ναρκωτικών, τροποποιηθείσης υπό του υπογραφέντος εις Λέικ Σαξές την 11 Δεκεμβρίου 1946 Πρωτοκόλλου" | protokol, hvorved narkotiske midler, der falder uden for konventionen af 13. juli 1931 angående begrænsning i fabrikationen og regulering af fordelingen af narkotiske midler som ændret ved protokol underskrevet i Lake Success den 11. december 1946, bringes under international kontrol |
gen. | Πρωτόκολλο περί εφαρμογής της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενεργείας επί των μη ευρωπαϊκών τμημάτων του Βασιλείου των Κάτω Χωρών | protokol vedrørende anvendelsen af traktaten om oprettelse af Det Europæiske Atomenergifællesskab på Kongeriget Nederlandenes ikkeeuropæiske dele |
gen. | Πρωτόκολλο περί της εφαρμογής της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος στα μη ευρωπαϊκά τμήματα του Βασιλείου των Κάτω Χωρών | protokol vedrørende anvendelsen af traktaten om oprettelse af Det Europæiske Økonomiske Fællesskab på Kongeriget Nederlandenes ikkeeuropæiske dele |
gen. | Πρωτόκολλο σχετικά με τα μη ανιχνεύσιμα θραύσματα | protokol vedrørende ikkepåviselige sprængstykker |
energ.ind. | Πρόγραμμα έρευνας και ανάπτυξης στον τομέα της μη πυρηνικής ενέργειας1985-1988 | Forsknings-og udviklingsprogram for ikke-nuklear energi1985-1988 |
gen. | Πρόγραμμα Δράσης για τις μη στρατιωτικές πτυχές της ΕΠΑΑ | handlingsplan for civil krisestyring |
gen. | Πρόγραμμα Δράσης για τις μη στρατιωτικές πτυχές της ΕΠΑΑ | handlingsplan for ESFP's civile aspekter |
gen. | πρόγραμμα συνεργασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων και τον αφοπλισμό στη Ρωσική Ομοσπονδία | EU-samarbejdsprogram for ikkespredning og nedrustning i Den Russiske Føderation |
gen. | Πρόσθετο Πρωτόκολλο των Συμφωνιών της Γενεύης της 12ης Αυγούστου 1949 για την προστασία των θυμάτων μη διεθνών ενόπλων συρράξεων Πρωτόκολλο ΙΙ | tillægsprotokol til Genèvekonventionerne af 12. august 1949 vedrørende beskyttelsen af ofre i ikkeinternationale væbnede konflikter protokol II |
gen. | πρόταση ψηφίσματος για τη μη χορήγηση απαλλαγής | forslag til beslutning om at nægte decharge |
gen. | πυρηνικός εξοπλισμός μη χρησιμοποιούμενος όπως δηλώθηκε% %BE BTL | nukleart udstyr,der ikke anvendes som angivet |
gen. | πύραυλος μη έτοιμος | missil der ikke er klar til affyring |
gen. | Kράτος μέλος επικαλούμενο την μη εκπλήρωση των... | en Medlemsstat kan ikke hindre ... under påberåbelse af, at den ikke har opfyldt... |
med. | ρωγμή μονόπλευρηρωγμή κατά την υλοτομία,ρωγμή διαμήκης μη διεισδύουσα | revne |
gen. | σε περίπτωση μη εκτέλεσης συμβάσεως | hvis aftalen ikke gennemføres |
gen. | σε περίπτωση μη εκτέλεσης συμβάσεως | såfremt kontrakten ikke gennemføres |
gen. | σε περίπτωση μη επαρκούς αερισμού,χρησιμοποιείτε κατάλληλη αναπνευστική συσκευή | S38 |
gen. | σε περίπτωση μη επαρκούς αερισμού,χρησιμοποιείτε κατάλληλη αναπνευστική συσκευή | brug egnet åndedrætsværn,hvis effektiv ventilation ikke er mulig |
tech., chem. | στερεό υπόλειμμα μη ανάγον | ukorrigeret tørstofindhold |
gen. | στρατιωτική και μη στρατιωτική συνεργασία | civil-militært samarbejde |
med. | συγγενής μη αιμολυτικός ίκτερος | Crigler-Najjars syndrom |
tech., met. | συγκολλημένα ή μη συγκολλημένα δοκίμια σε μορφή δοκιμίων JONES υπό τάση | svejste eller ikke-svejste prøver i form af indspændte Jones-prøver |
med. | συγκολλητές φιάλες αερίου από μη κεκραμένο χάλυβα | svejste gasflasker af ulegeret stål |
gen. | συλλογική κατανάλωση δημοσίου και ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων | det offentliges og de private ikke-udbyttegivende institutioners kollektive konsum |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση κρίσεως στην αγορά των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων και για την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές εμπορευματικές μεταφορές σε ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σε αυτό ενδομεταφορές | Det Rådgivende Udvalg for de Foranstaltninger, der Skal Træffes i Tilfælde af Krise på Markedet for Vejgodstransport og for Betingelserne for Transportvirksomheders Adgang til at Udføre Godstransport ad Landevej i en Medlemsstat, hvor de ikke Er Hjemmehørende Cabotage |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρουζ χωρών μη μελών της ΕΚ | Det Rådgivende Udvalg for Beskyttelse mod Subsidieret Indførsel fra Lande, der ikke er Medlemmer af EF |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της ΕΚ | Det Rådgivende Udvalg for Beskyttelse mod Dumpingimport fra Lande, der ikke er Medlemmer af EF |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές μεταφορές επιβατών σε ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σε αυτό ενδομεταφορές | Det Rådgivende Udvalg for Betingelserne for Transportvirksomheders Adgang til at Udføre Personbefordring ad Vej i en Medlemsstat, hvor de ikke er Hjemmehørende cabotage |
energ.ind. | Συμβουλευτική Επιτροπή Διαχείρισης και Συντονισμού - Μη Πυρηνικές Ενέργειες | Det Rådgivende Udvalg for Forvaltning og Koordinering af Ikkenuklear Energi |
gen. | Συμφωνία συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, και του κράτους του Ισραήλ για την ανάπτυξη ενός Παγκόσμιου Δορυφορικού Συστήματος Πλοήγησης GNSS για μη στρατιωτικούς σκοπούς | samarbejdsaftale om et civilt globalt satellitnavigationssystem GNSS - Galileo - mellem Det Europæiske Fællesskab og dets medlemsstater og Staten Israel |
gen. | συνεταιρισμοί που ασχολούνται με την παραγωγή αγαθών και μη χρηματοδοτικών εμπορεύσιμων υπηρεσιών | andelsselskaber hvis hovedfunktion består i at producere ikke-finansielle markedsmæssige varer og tjenester |
gen. | Συνθήκη μη επιθέσεως | ikkeangrebstraktat |
gen. | Συνθήκη μη επιθέσεως | magtafkaldstraktat |
gen. | συνοπτική και μη εμπιστευτική πληροφορία | ikke-fortrolig oplysning |
agric. | συντελεστής μη αλκοολικού περιεχομένου | non-alkohol-koefficient |
agric. | συντελεστής μη αλκοολικού περιεχομένου | ikke-alkohol-koefficient |
tech. | συντελεστής μη γραμμικότητας τρίτης τάξεως επιταχυμέτρου | trediegrads ulinearitet |
gen. | Σχέδιο Δράσης για τη διαχείριση μη στρατιωτικών κρίσεων | handlingsplan for civil krisestyring |
gen. | Σχέδιο Δράσης για τη διαχείριση μη στρατιωτικών κρίσεων | handlingsplan for ESFP's civile aspekter |
gen. | Σύμβαση για το κατώτατο όριο ηλικίας των ανηλίκων στις μη βιομηχανικές εργασίες αναθεωρημένη | konvention angående lavalder ved ikkeindustrielle arbejder revideret |
gen. | Σύμβαση για το κατώτατο όριο ηλικίας των ανηλίκων στις μη βιομηχανικές εργασίες | konvention angående lavalderen for børns arbejde i ikkeindustrielle erhverv |
gen. | σύστημα ανταλλαγής μη στατιστικών δεδομένων | Systemet vedrørende Udveksling af Ikke-statistiske Data ENSD |
gen. | τίτλος μη εισηγμένος στο χρηματιστήριο | unoteret værdipapir |
gen. | τίτλος μη εισηγμένος στο χρηματιστήριο | ikkebørsnoteret værdipapir |
gen. | τελική κατανάλωση των νοικοκυριών μη μόνιμων κατοίκων στην οικονομκή επικράτεια | ikke hjemmehørende husholdningers konsum inden for det økonomiske område |
gen. | τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων | rent formel ændring |
med. | υδατικό διάλυμα μη αναμειγμένων προϊόντων | ublandede stoffer opløst i vand |
med. | υπερωσμωτικό μη κετωτικό κώμα | hyperosmolært koma |
gen. | υπόδειγμα έκδοσης μη εκτυπωμένο | dummy |
gen. | φρασεολογία μη φορτισμένη συναισθηματικά | ikkefølelsesladet leksikon |
tech., industr., construct. | χαρτί μη κολαρισμένο | papir uden lim |
med. | χρόνια μη χολοστεατωματώδης ωτίτιδα | kronisk otitis media |
tech., mater.sc. | χρόνος μη διαθεσιμότητας | udetid |
tech., mater.sc. | χρόνος μη διαθεσιμότητας | dødtid |