DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Chemistry containing μετρητής | all forms
GreekDanish
γενικός μετρητήςhovedmåler
γενικός μετρητήςhovedgasmåler
κυκλομετρικός μετρητήςtælleværk
κυκλομετρικός μετρητήςrulletælleværk
μετρητής άμεσης ένδειξηςtælleværk
μετρητής άμεσης ένδειξηςrulletælleværk
μετρητής διαφοράς πίεσηςdifferentialtrykmåler
μετρητής διαφοράς πίεσηςdifferenstrykmåler
μετρητής ελέγχουstandard
μετρητής ελέγχουkontrolmåler
μετρητής ελέγχου ογκομετρητώνmastermåler
μετρητής ελέγχου ογκομετρητώνapparat til justering af gennemstrømningen gennem gasmåler
μετρητής λεπτότηταςriveklods
μετρητής με βελόνα ένδειξηςvisertælleværk
μετρητής παραγωγήςstationsmåler
μετρητής παροχής με ημιτριχοειδή σωλήναsemi-kapillært flowmeter
μετρητής πυρήνων συμπυκνώσεωςkondensationstæller
μετρητής πυρήνων συμπυκνώσεωςkondensationskimtæller
μετρητής πυρήνων συμπυκνώσεωςkondensationskernetæller
μετρητής στάθμης αναφοράςpåfyldningsniveaumåler
μετρητής στάθμης αναφοράςfyldningsgradsmåler
μετρητής στάθμης και πυκνότητας με φυσαλίδαbobletæller
μετρητής στάθμης και πυκνότητας με φυσαλίδαboblemåler
μετρητής στεγνώματοςindtrængningstørretidsmåler
υδραυλικός μετρητής ελέγχουvåd prøvemåler