DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Energy industry containing μετρητής | all forms
GreekDanish
ιδιωτικός μετρητήςprivat tæller
ιδιωτικός μετρητήςindividuel tæller
μετρητής αερίωνmåler til gasser
μετρητής ενεργού τιμής κατανάλωσης ενέργειας εναλλασσόμενου ρεύματοςwatttimemåler til vekselstrøm
μετρητής θερμότητας θέρμανσης με ζεστό νερόvarmtvandsinstallation
μετρητής κατανάλωσης ενέργειας εναλλασσόμενου ρεύματοςwatttimemåler til vekselstrøm
στατικός μετρητής αέργου ισχύος εναλλασσόμενου ρεύματοςstatisk vartimemåler til vekselstrøms reaktive energi
στατικός μετρητής ενεργού κατανάλωσης ενέργειας εναλλασσόμενου ρεύματοςstatisk vekselstrømswattmeter for aktiv energi