DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing καταλληλότητα | all forms
GreekDanish
αποστολή για τον έλεγχο της καταλληλότητας των εγκαταστάσεωνverifikation af anlæggene
δήλωση ΕΚ συμμόρφωσης και καταλληλότητας χρήσηςEF-erklæring om overensstemmelse og anvendelsesegnethed
κανονιστική καταλληλότηταmålrettet regulering
καταλληλότητα προς πλουsødygtighed
καταλληλότητα των εργαζομένων για εργασίαegnethed til arbejdet
πιστοποιητικό καταλληλότηταςhygiejnecertifikat
Πρόγραμμα βελτίωσης της καταλληλότητας και της αποδοτικότητας του κανονιστικού πλαισίουprogrammet for målrettet og effektiv regulering