DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Economy containing κανόνας | all forms
GreekDanish
κανόνας απόδοσηςproduktionsnorm
κανόνας δαπανώνudgiftsregel
κανόνας διατροφήςlevnedsmiddelnorm
κανόνας εμπορίαςhandelsnorm
κανόνας εργασίαςarbejdsnorm
κανόνας περί ισοσκελισμένου προϋπολογισμούregel om budgetbalance
κανόνας περί ισοσκελισμένου προϋπολογισμούgylden regel
κανόνας προληπτικής εποπτείαςtilsynsregel
κανόνας προληπτικής εποπτείαςtilsynsbestemmelse
κανόνας προληπτικής εποπτείαςforsigtighedsregel
κανόνας συμμετοχήςregel for deltagelse
κανόνας συμμετοχήςdeltagelsesregel
κανόνας συναλλάγματος-χρυσούguldvekselfod
κανόνας του "no bail-out""no bail out-regel"
κανόνας του "no bail-out""no bail out-klausul"
κανόνας χρυσούguldfod
κοινωνικός κανόναςsocial norm
προτιμησιακός κανόνας καταγωγήςpræferenceoprindelsesregel
τεχνικός κανόναςteknisk regulativ
χρυσός κανόνας' κανόνας χρυσούguldstandard
χρυσός κανόνας' κανόνας χρυσούguldfod