DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Electronics containing ιστός | all forms
GreekDanish
ιστός αναρτήσεωςmast
ιστός αναρτήσεωςledningsmast
ιστός αναρτήσεωςgittermast
ιστός κεραίαςantennemast
ιστός πλέγματοςgittermast
ιστός στήριξης ηλεκτροδίων ηλεκτρικής καμίνουlysbueovnelektrodemast
κατακόρυφος ιστόςlodret mast
μαγνητικός ιστόςmagnetisk struktur
μεταλλικός ιστόςmetalmast
σωληνωτός ιστόςrørmast
φέρων ιστόςbæremast
χαλύβδινος ιστόςstålmast