DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Agriculture containing Περιοχή | all forms
GreekDanish
αγροτική περιοχήåbent landområde
αφρώδης οίνος ποιότητας που παράγεται σε καθορισμένη περιοχή, αρωματικού τύπουmousserende kvalitetsvin fra bestemte dyrkningsområder af aromatisk type
αφρώδης οίνος ποιότητας που παράγεται σε καθορισμένη περιοχή, αρωματικού τύπουmkvbd af aromatisk type
γαλακτοκομική περιοχήmælkeproduktionsområde
γεωργική περιοχήlandbrugsområde
δασωμένη περιοχήskovareal
δασωμένη περιοχήskov
ημιαφρώδης οίνος ποιότητας που παράγεται σε καθορισμένη περιοχήkvalitetsperlevin fra bestemte dyrkningsområder
καθορισμένη περιοχήbestemt dyrkningsområde
καπνική περιοχήtobaksdyrkningsområde
καπνική περιοχήtobaksdistrikt
κλειστή περιοχήlukket zone
Ορατή περιοχήsynligt område
Ορατή περιοχήdirekte synligt område
πεδινή περιοχήsletteområde
πεδινή περιοχήlavland
περιοχή έμφορτης ισάλουvandlinjebælte
περιοχή ανεμορριμμάτωνstormfaldsareal
περιοχή αποψίλωσης τροπικού δάσουςområde,hvor tropisk skove tyddes
περιοχή γαλακτοπαραγωγήςmælkeproduktionsområde
περιοχή δράσεως ανέμωνfetch
περιοχή δράσεως ανέμωνfrit stræk
περιοχή ελεύθερη επιβλαβών οργανισμώνskadegørerfrit område
περιοχή εφοδιασμούforsyningsområde
περιοχή κομμένων δένδρωνhugflade
περιοχή μανιταριώνchampignonområde
περιοχή παραγωγήςdyrkningsområde
περιοχή παραγωγήςproduktionsområde
περιοχή παραγωγήςproduktionssted
περιοχή περιστολήςindsatsområde
περιοχή περιστολήςafspærringszone
περιοχή προελεύσεωςudgangsområde
περιοχή χρησιμοποίησηςanvendelsesområde
περιοχή χωρίς στρωμνήareal uden strøelse
φυσική λιμνοδεξαμενή σε λοφώδη περιοχήopstemningsbassin