Subject | Greek | Czech |
health., nat.sc., environ. | εκτίμηση έκθεσης | posouzení expozice |
health., nat.sc., environ. | εκτίμηση έκθεσης | hodnocení expozice |
commer., health., chem. | εκτίμηση αιτιότητας | posouzení příčinné souvislosti |
commer., health., chem. | εκτίμηση αιτιότητας | metoda posouzení příčinné souvislosti |
IT | εκτίμηση αντικτύπου για την προστασία δεδομένων | posouzení dopadu na ochranu údajů |
comp., MS | εκτίμηση από κάτω προς τα πάνω | odhad zdola nahoru |
environ. | εκτίμηση δασικών πόρων | hodnocení zdrojů lesních |
fin. | εκτίμηση διακινδύνευσης | posuzování rizika |
fin. | εκτίμηση επικινδυνότητας | posuzování rizika |
law | εκτίμηση επιπτώσεων | posouzení dopadu |
law | εκτίμηση επιπτώσεων | hodnocení dopadu |
comp., MS | εκτίμηση κατά την ολοκλήρωση | odhad nákladů v okamžiku dokončení |
insur. | εκτίμηση κατανομής πιθανότητας | prognóza rozdělení pravděpodobnosti |
environ. | εκτίμηση κινδύνου | hodnocení rizika (κινδύνων) |
environ. | εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων | posuzování vlivů na životní prostředí |
environ. | εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων | EIA |
environ. | εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων | posuzování vlivu na životní prostředí |
pharma. | εκτίμηση προσαρμοσμένη στον συγχυτικό παράγοντα | odhad upravený s ohledem na zavádějící faktory |
chem. | εκτίμηση της έκθεσης | odhad expozice |
environ. | εκτίμηση της ζημίας | odhad škody (βλάβης) |
insur. | εκτίμηση της ζημίας | likvidace pojistných událostí |
health., pharma. | εκτίμηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου | hodnocení poměru rizik a přínosů |
law | εκτίμηση του αντίκτυπου | posouzení dopadu |
law | εκτίμηση του αντίκτυπου | hodnocení dopadu |
environ. | εκτίμηση του περιβαλλοντικού κινδύνου | hodnocení rizik ekologických |
health., nucl.phys. | εκτίμηση χορηγούμενης ακτινοβολίας | aplikovaná aktivita |
law | εκτεταμένη εκτίμηση επιπτώσεων | rozšířené posouzení dopadů |
comp., MS | Εντοπισμός και εκτίμηση κινδύνου | Zjišťování a vyhodnocování rizik |
immigr. | εξαμηνιαία εκτίμηση κινδύνων | pololetní hodnocení rizik |
polit. | Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με την εκτίμηση και τη διαχείριση της ποιότητας του αέρα του περιβάλλοντος | Výbor pro provádění právních předpisů o posuzování a řízení kvality vnějšího ovzduší |
stat. | κατ'εκτίμηση αξία | odhad |
stat. | κατ'εκτίμηση αξία | hodnota odhadu |
account. | λογιστική εκτίμηση | účetní odhad |
stat. | μη προσαρμοσμένη εκτίμηση | hrubý odhad |
forestr. | οπτική εκτίμηση | okulární odhad |
gen. | παγκόσμια εκτίμηση των αναγκών | globální posouzení potřeb |
environ. | Πρωτόκολλο για τη στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση, της σύμβασης για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε διασυνοριακό πλαίσιο | Protokol o strategickém posuzování vlivů na životní prostředí k Úmluvě o posuzování vlivů na životní prostředí přesahujících hranice států |
environ. | Πρωτόκολλο για τη στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση, της σύμβασης για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε διασυνοριακό πλαίσιο | Protokol o strategickém posuzování vlivů na životní prostředí |
pharma. | Συμβουλευτική Επιτροπή για την Εκτίμηση της Επικινδυνότητας στο πλαίσιο της Φαρμακοεπαγρύπνησης | Farmakovigilanční výbor pro posuzování rizik léčiv |
pharma. | Συμβουλευτική Επιτροπή για την Εκτίμηση της Επικινδυνότητας στο πλαίσιο της Φαρμακοεπαγρύπνησης | Poradní výbor pro posuzování rizik v rámci farmakovigilance |
environ. | Σύμβαση για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε διασυνοριακά πλαίσια | úmluva z Espoo |
environ. | Σύμβαση για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε διασυνοριακά πλαίσια | Úmluva o posuzování vlivů na životní prostředí přesahujících hranice států |
immigr. | τακτική στοχευμένη εκτίμηση | takticky zaměřená analýza |
comp., MS | χονδρική εκτίμηση τάξης μεγέθους | hrubý odhad |