Subject | Greek | Portuguese |
gen. | άθραυστη συσκευασία.Βάλτε την εύθραυστη συσκευασία μέσα σε κλειστό άθραυστο δοχείο | coloque a embalagem quebrável num contentor fechado inquebrável |
gen. | άθραυστη συσκευασία.Βάλτε την εύθραυστη συσκευασία μέσα σε κλειστό άθραυστο δοχείο | embalagem inquebrável |
gen. | άφεση βόμβας σε ανάκαμψη | bombardeamento de saturação |
gen. | έγγραφα στοιχεία που αφορούν τις εργασίες παραδόσεως του ολοκληρωμένου έργου σε λειτουργία | documentos relativos à entrada ao serviço |
gen. | έκδοση σε περιορισμένο κοινό | emissão por subscrição particular |
gen. | έκθεμα σε μετατρεπόμενα στοιχεία | stande em módulos |
gen. | έκθεση κρίσης σε δεύτερο βαθμό | reexame da classificação |
gen. | έκθεση κρίσης σε δεύτερο βαθμό | recurso da classificação |
gen. | έκθεση σε βιολογικούς παράγοντες κατά τη διάρκεια της εργασίας | exposição a agentes biológicos durante o trabalho |
gen. | έκθεση της όλης διαδικασίας παραδόσεως του έργου σε λειτουργία | relatório relativo aos testes |
gen. | έκκληση για βοήθεια σε περίπτωση καταστροφής | pedido de assistência em caso de catástrofe |
gen. | έκρηξη σε κλειστό περιβάλλον | explosão confinada |
gen. | έλεγχος της περιεκτικότητας σε μεθάνιο | controlo dos teores em grisu |
gen. | ένδειξη εκκίνησης σε κατάσταση ανάγκης | indicar o arranque de emergência |
gen. | έργο επιθεώρησης σε ανθρωποημέρες | atividade de inspeção homens-dia |
gen. | αιρετά δημόσια αξιώματα σε κοινοβουλευτικό επίπεδο | funções públicas eletivas de nível parlamentar |
gen. | αιτίαση που θεμελιώνεται σε παράβαση ενός κανόνα της Συνθήκης | questão decorrente da violação de uma regra do Tratado |
gen. | ακμή σε σκορβούτο | acne escorbútica |
gen. | αλληλογραφία σε υπουργικό επίπεδο | correspondência a nível ministerial |
gen. | ανάγκες σε θρεπτικές ουσίες | necessidades nutricionais |
gen. | ανάγκες σε χώρους | necessidades de espaço |
gen. | αν·άθεση καθηκόντων σε τρίτους | externalização |
gen. | ανάλυση εισροής σε μονάδα επανεπεξεργασίας | análise de entradas para reprocessamento |
gen. | ανακοινώνω σε συνεδρίαση ολομελείας | ser comunicado ao Parlamento reunido em sessão plenária |
gen. | ανασυγκρότηση των βιομηχανικών περιφερειών σε παρακμή | reconversão das regiões industriais em declínio |
gen. | ανθεκτικός σε καταστροφή | à prova de catástrofes |
gen. | ανθεκτικός σε καταστροφή | à prova de desastres |
gen. | ανθεκτικός σε καταστροφή | à prova de acidentes |
gen. | αντιδρά βιαίως σε επαφή με το ύδωρ εκλύοντας αέρια λίαν ευανάφλεκτα | reage violentamente com a água libertando gases muito inflamáveis |
gen. | αντιδρά βιαίως σε επαφή με το ύδωρ εκλύοντας αέρια λίαν ευανάφλεκτα | R14/15 |
gen. | αντοχή σε εναλλακτική φόρτιση | resistência cíclica |
gen. | αντοχή σε κρούση | resistência ao choque |
gen. | αξονική αντιμετάθεση στοιχείων πυρηνικού καυσίμου σε κανάλι | inversão do canal |
gen. | αξονική αντιμετάθεση στοιχείων πυρηνικού καυσίμου σε κανάλι | inversão axial dos elementos de combustão no canal |
gen. | απαγωγή, παράvoμη κατακράτηση και περιαγωγή σε oμηρία | rapto, sequestro e tomada de reféns |
gen. | αποσυναρμολόγησις ράβδων δέσμης πυρηνικού καυσίμου σε επί μέρους στοιχεία | desmontagem dos feixes de combustível em elementos |
gen. | από αέρος ανεφοδιασμός σε είδη διατροφής | largada de víveres |
gen. | από σημείο σε σημείο | ponto a ponto |
gen. | απόβλητα εγκιβωτισμένα σε μπετόν | resíduo revestido de cimento |
gen. | απόρριψη σε χωματερή | deposição em aterro |
gen. | απόσπαση σε τρίτη χώρα | destacamento num Estado terceiro |
gen. | αρχή του καθορισμού των στόχων σε συνάρτηση με τον κίνδυνο | princípio da concentração dos esforços em função do risco |
gen. | αρχαιότητα σε βαθμό | antiguidade de grau |
gen. | αρχαιότητα σε κλιμάκιο | antiguidade de escalão |
gen. | αστάθεια σε σχήμα ραβδώσεων | instabilidade de troca |
gen. | αστική περιοχή σε παρακμή | região em declínio |
gen. | ατμοσφαιρική καύση σε ρευστοποιημένη κλίνη | combustão atmosférica em leito fluidificado |
gen. | αυτόματη μισθολογική προαγωγή σε κλιμάκιο | escalão automático |
gen. | αφρός ανθεκτικός σε αλκοόλες | espuma resistente a álcool |
gen. | βαρύ τηλεβόλο μεγάλου βεληνεκούς μετακινούμενο σε σιδηροδρομικές γραμμές | peça de artilharia pesada, de grande alcance,com dispositivo apropriado para vias-férreas |
gen. | βασιλικός επίτροπος αρμόδιος σε θέματα μετανάστευσης | Comissário Real para a Imigração |
gen. | βελγική νομοθεσία σε θέματα ασφαλίσεως υγείας-αναπηρίας | legislação belga relativa ao regime de assistência na doença e na invalidez |
gen. | βιομηχανικές περιοχές που βρίσκονται σε παρακμή | zonas industriais em declínio |
gen. | βιομηχανικές περιοχές που βρίσκονται σε παρακμή | regiões afetadas pelo declínio industrial |
gen. | βιομηχανικοί τομείς σε παρακμή | setores industriais em declínio |
gen. | βλαβερό σε επαφή με το δέρμα | nocivo em contacto com a pele |
gen. | βλαβερό σε επαφή με το δέρμα | R21 |
gen. | βλαβερό σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | nocivo em contacto com a pele e por ingestão |
gen. | βλαβερό σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | R21/22 |
gen. | βλαβερό σε περίπτωση καταπόσεως | nocivo em caso de ingestão |
gen. | βλαβερό σε περίπτωση καταπόσεως | R22 |
gen. | βλαβερό όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | nocivo por inalação em contacto com a pele |
gen. | βλαβερό όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | R20/21 |
gen. | βλαβερό όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | nocivo por inalação e ingestão |
gen. | βλαβερό όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | R20/22 |
gen. | βλαβερό όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | nocivo por inalação, em contacto com a pele e por ingestão |
gen. | βλαβερό όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | R20/21/22 |
gen. | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση σε επαφή με το δέρμα | nocivo: risco de efeitos graves para a saúde em caso de exposição prolongada em contacto com a pele |
gen. | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση σε επαφή με το δέρμα | R48/21 |
gen. | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | nocivo: risco de efeitos graves para a saúde em caso de exposição prolongada por inalação e em contacto com a pele |
gen. | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | R48/20/21 |
gen. | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | nocivo:risco de efeitos graves para a saúde em caso de exposição prolongada por inalação e ingestão |
gen. | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | R48/20/22 |
gen. | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | R48/20/21/22 |
gen. | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | nocivo: risco de efeitos graves para a saúde em caso de exposição prolongada por inalação, por contacto com a pele e por ingestão |
gen. | βλαβερό:πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων σε επαφή με το δέρμα | nocivo: possibilidade de efeitos irreversíveis por contacto com a pele |
gen. | βλαβερό:πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων σε επαφή με το δέρμα | nocivo:possibilidade de efeitos irreversíveis por contacto com a pele |
gen. | βλαβερό:πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων σε επαφή με το δέρμα | R40/21 |
gen. | βλαβερό:πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων σε περίπτωση καταπόσεως | nocivo:possibilidade de efeitos irreversíveis por ingestão |
gen. | βλαβερό:πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων σε περίπτωση καταπόσεως | R40/22 |
gen. | βλαβερό:πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | nocivo: possibilidade de efeitos irreversíveis por inalação e contacto com a pele |
gen. | βλαβερό:πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | R40/20/21 |
gen. | βλαβερό:πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | nocivo: possibilidade de efeitos irreversíveis por contacto com a pele e ingestão |
gen. | βλαβερό:πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | R40/21/22 |
gen. | βλαβερό:πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | nocivo:possibilidade de efeitos irreversíveis por inalação e ingestão |
gen. | βλαβερό:πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | R40/20/22 |
gen. | βλαβερό:πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | nocivo: possibilidade de efeitos irreversíveis por inalação, contacto com a pele e ingestão |
gen. | βλαβερό:πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | R40/20/21/22 |
gen. | βοήθεια σε περίπτωση καταστροφών | assistência em caso de catástrofe |
gen. | βοήθεια σε περίπτωση καταστροφών | auxílio em caso de catástrofe |
gen. | βολή σε δοκιμαστήριο κλειστού χώρου | tiro em carreira de tiro coberta |
gen. | για επενδύσεις,η συμμετοχή σε διαγωνισμούς είναι ελε29θερη για... | no que respeita aos investimentos,a participação nas adjudicações estará aberta a... |
gen. | γνώσεις που έχουν υπαχθεί σε διαβάθμιση ασφαλείας | conhecimentos sujeitos a um regime de segredo |
gen. | γονέας ευρισκόμενος σε διάσταση | progenitor separado |
gen. | γραφείο εξουσιοδοτημένο να προβαίνει σε πληρωμές | domicílio de pagamento |
gen. | γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία | mulheres em idade fértil |
gen. | δήλωση επιδιδόμενη σε αλλοδαπό που γίνεται δεκτός | declaração passada ao estrangeiro tolerado |
gen. | δεν ανήκω σε πολιτική ομάδα | não pertencer a um grupo político |
gen. | διάταξη σε σχήμα V | disposição em sala de aula em V |
gen. | διάταξη σε σχήμα U | disposição em U |
gen. | διάταξη σε σχήμα Ε | disposição em E |
gen. | διάταξη σε σχήμα πετάλου | disposição em ferradura |
gen. | διάταξη σε σχήμα Τ | disposição em T |
gen. | διέλευση σε περίπτωση απομάκρυνσης | trânsito em caso de expulsão |
gen. | διαδικασία έρευνας σε βάθος | processo de inquérito aprofundado |
gen. | διαδικασίες παραδόσεως ολοκληρωμένου έργου σε λειτουργία | procedimentos relativos aos testes |
gen. | Διακομματική Ομάδα "Επιπτώσεις σε περιοχές λόγω των μεγάλων αεροδρομίων" | Intergrupo "Regiões servidas por grandes Aeroportos" |
gen. | διαρκής έλεγχος της περιεκτικότητος σε ραδιενέργεια της ατμοσφαίρας,των υδάτων και του εδάφους | controlo permanente do grau de radioatividade da atmosfera, das águas e do solo |
gen. | διατεταγμένα σε δέσμες | agrupados em feixes |
gen. | διατηρήσατε το δοχείο καλώς κλεισμένο σε χώρο δροσερό και καλώς αεριζόμενο | conservar em recipiente bem fechado em lugar fresco e ventilado |
gen. | διατηρήσατε το δοχείο καλώς κλεισμένο σε χώρο δροσερό και καλώς αεριζόμενο | S3/7/9 |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε δροσερό και καλά αεριζόμενο μέρος μακρυά από...ασύμβατα υλικά που υποδεικνύονται από τον κατασκευαστή | S3/9/14/49 |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε δροσερό και καλά αεριζόμενο μέρος μακρυά από...ασύμβατα υλικά που υποδεικνύονται από τον κατασκευαστή | conservar unicamente no recipiente de origem em lugar fresco e bem ventilado ao abrigo de...matérias incompatíveis a indicar pelo produtor |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε δροσερό μέρος | conservar unicamente no recipiente de origem em lugar fresco e bem ventilado |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε δροσερό μέρος | S3/9/49 |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε θερμοκρασία ίση ή κατώτερη των...°Cκαθορίζεται από τον κατασκευαστή | conservar unicamente no recipiente de origem a temperatura que não ultrapasse...°Ca especificar pelo produtor |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε θερμοκρασία ίση ή κατώτερη των...°Cκαθορίζεται από τον κατασκευαστή | S47/49 |
gen. | διατηρείται σε ατμόσφαιρα...το είδος του αδρανούς αερίου καθορίζεται από τον κατασκευαστή | conservar em...gás inerte a especificar pelo produtor |
gen. | διατηρείται σε ατμόσφαιρα...το είδος του αδρανούς αερίου καθορίζεται από τον κατασκευαστή | S6 |
gen. | διατηρείται σε δροσερό και καλά αεριζόμενο μέρος | conservar em lugar fresco bem ventilado |
gen. | διατηρείται σε δροσερό και καλά αεριζόμενο μέρος | conservar em lugar fresco,bem ventilado |
gen. | διατηρείται σε δροσερό και καλά αεριζόμενο μέρος | S3/9 |
gen. | διατηρείται σε δροσερό και καλά αεριζόμενο μέρος μακρυά από...ασύμβατα υλικά που υποδεικνύονται από τον κατασκευαστή | conservar em lugar fresco e bem ventilado ao abrigo de...matérias incompatíveis a indicar pelo produtor |
gen. | διατηρείται σε δροσερό και καλά αεριζόμενο μέρος μακρυά από...ασύμβατα υλικά που υποδεικνύονται από τον κατασκευαστή | S3/9/14 |
gen. | διατηρείται σε δροσερό μέρος μακρυά από...ασύμβατα υλικά που υποδεικνύονται από τον κατασκευαστή | conservar em lugar fresco ao abrigo de...matérias incompatíveis a indicar pelo produtor |
gen. | διατηρείται σε δροσερό μέρος μακρυά από...ασύμβατα υλικά που υποδεικνύονται από τον κατασκευαστή | S3/14 |
gen. | διατηρείται σε θερμοκρασία ίση ή κατώτερη των...°Cκαθορίζεται από τον κατασκευαστή | conservar a uma temperatura que não exceda...°Ca especificar pelo fabricante |
gen. | διατηρείται σε θερμοκρασία ίση ή κατώτερη των°Cκαθορίζεται από τον κατασκευαστή | conservar a uma temperatura que não exceda...grãos Ca especificar pelo fabricante |
gen. | διατηρείται σε θερμοκρασία ίση ή κατώτερη των...°Cκαθορίζεται από τον κατασκευαστή | S47 |
gen. | διατηρείται το περιεχόμενο μέσα σε...το είδος του κατάλληλου υγρού καθορίζεται από τον κατασκευαστή | conservar em...líquido apropriado a especificar pelo produtor |
gen. | διατηρείται το περιεχόμενο μέσα σε...το είδος του κατάλληλου υγρού καθορίζεται από τον κατασκευαστή | S5 |
gen. | διαφυγή του αερίου σε υγρή κατάσταση | fuga de gás no estado líquido |
gen. | διείσδυση σε υγρό μέταλλο | infiltração de metal líquido |
gen. | δικάζω σε πρώτο και τελευταίο βαθμό | julgar em primeira e última instância |
gen. | δικαίωμα προσφυγής σε μεσολαβητή | direito de recurso a um mediador |
gen. | διοικητική επιστολή θέσης σε αρχείο | ofício de arquivamento |
gen. | διυπηρεσιακή ομάδα "αρμοδιότητες της Κοινότητας σε θέματα εξωτερικών σχέσεων" | grupo interserviços "competência externas da Comunidade" |
gen. | διυπηρεσιακή ομάδα Aρμοδιότητες της Kοινότητας σε θέματα εξωτερικών σχέσεων | grupo interserviços Competência externas da Comunidade |
gen. | δοκιμές παραδόσεως ολοκληρωμένου έργου σε λειτουργία | ensaios de colocação em serviço |
gen. | δοκιμή ανατροπής σε πλήρες όχημα | ensaio de capotagem de um veículo completo |
gen. | δοκιμή ανοσοδιάχυσης σε γέλη άγαρ | prova de imunodifusão em agar-gel |
gen. | δοκιμή ανοσοδιάχυσης σε πηκτή άγαρ | prova de imunodifusão em agar-gel |
gen. | δορυφόρος σε φάση | satélite sincronizado |
gen. | δορυφόρος σε φάση | satélite em fase |
gen. | δοσιμετρία σε αντιδραστήρες | dosimetria dos reatores |
gen. | Δράση σε επίπεδο'Ενωσης στον τομέα των υπηρεσιών δορυφορικών προσωπικών επικοινωνιών στην Ευρωπαϊκή'Ενωση | Ação a nível da União Europeia no domínio dos serviços de comunicações pessoais via satélite na União Europeia |
gen. | δωρεά σε είδος | donativos em espécie |
gen. | δώστε να πιεί ενεργό άνθρακα διαλυμένο σε νερό | dê a beber uma lama de carvão ativado em água |
gen. | είμαι υποψήφιος σε αιρετά δημόσια λειτουργήματα | ser candidato a funções públicas eletivas |
gen. | Ειδική επιτροπή της συμφωνίας-πλαισίου μεταξή της ΕΚ και της Τουρκίας όσον αφορά τις γενικές αρχές για τη συμμετοχή της Τουρκίας σε κοινοτικά προγράμματα | Comité Especial do Acordo-Quadro entre a CE e a Turquia sobre os princípios gerais da participação da Turquia em programas comunitários |
gen. | Ειδική Συμφωνία για τις συνδρομές σε εφημερίδες και περιοδικές εκδόσεις | Acordo relativo às Assinaturas de Jornais e Periódicos |
gen. | εκπαιδευτής σε θέματα άρσης ναρκοπεδίου | instrutor em matéria de desminagem |
gen. | εκρηκτικό σε επαφή ή χωρίς επαφή με τον αέρα | perigo de explosão em contacto ou sem contacto com o ar |
gen. | εκρηκτικό σε επαφή ή χωρίς επαφή με τον αέρα | R6 |
gen. | εκρηκτικό σε ξηρή κατάσταση | explosivo no estado seco |
gen. | εκρηκτικό σε ξηρή κατάσταση | R1 |
gen. | Εκτελεστική Επιτροπή σε Ειδική Σύνοδο | Comité Executivo em Sessão Extraordinária |
gen. | εκτόνωσις ατμού σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης | depósito de emergência para condensação de vapor |
gen. | εκχυλίσματα φυσικής προέλευσης πλούσια σε τοκοφερόλες ; Ε 306 | extractos naturais ricos de tocoferóis |
gen. | εκχυλίσματα φυσικής προέλευσης πλούσια σε τοκοφερόλες ; Ε 306 | E 306 |
gen. | εκχώρηση ή κατάσχεση σε χέρια τρίτου | cessão ou penhora |
gen. | ελάττωμα που εμφανίστηκε κατά τη χύτευση σε τύπους | defeito de moldagem |
gen. | ελάχιστος χρόνος υπηρεσίας σε ένα βαθμό | mínimo de antiguidade num grau |
gen. | Εμφύτευμα σε μορφή αλύσου | Implante em cadeia |
gen. | ενδέχεται να αποσυντεθεί με έκρηξη σε περίπτωση κτυπήματος,τριβής ή πρόσκρουσης | pode decompor-se com explosão devido a choque, fricção ou concussão |
gen. | ενζυματική ωρίμανση σε άλμη | tratamento de maturação enzimática em salmoura |
gen. | εξάρτημα ανθεκτικό σε πίεση | componente de retenção da pressão |
gen. | εξέταση προ της θέσεως σε λειτουργία | exame prévio à entrada ao serviço |
gen. | εξοπλισμός που υπόκειται σε ανάληψη υποχρεώσεων προς το εξωτερικό | equipamento sujeito a um compromisso exterior |
gen. | επένδυση σε άϋλα περιουσιακά στοιχεία | investimento imaterial |
gen. | επανέκδοση σε άλλο κράτος μέλος | reextradição para outro Estado-membro |
gen. | επενδεδυμένοι κόκκοι σε πλέγμα καρβιδίου του πυριτίου | partícula revestida numa matriz de carboneto de silício |
gen. | επικούρηση σε θέματα άμυνας | assistência em matéria de defesa |
gen. | επιμήκυνση που μετριέται δέκα λαπτά μετά από τη θραύση ενός δείγματος που έχει υποβληθεί σε εφελκυσμό | alongamento na rotura |
gen. | Επιστημονική επιτροπή για τα όρια έκθεσης, κατά τη διάρκεια της εργασίας, σε χημικές ουσίες | Comité dos Altos Responsáveis de Inspeção do Trabalho |
gen. | Επιτροπή για τη διαδικασία διαβουλεύσεων για τις σχέσεις μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών σε ναυτιλιακά θέματα και για τις συναφείς προς τα θέματα αυτά ενέργειες σε διεθνείς οργανισμούς και, αφετέρου, διαδικασία εξουσιοδότησης για την σύναψη συμφωνιών που αφορούν θαλάσσιες μεταφορές | Comité do processo de consulta no que diz respeito às relações entre Estados-Membros e países terceiros no domínio dos transportes marítimos e às ações relativas a este domínio no âmbito das organizações internacionais, bem como o processo de autorização para acordos relativos aos transportes marítimos |
gen. | Επιτροπή για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις Κανονισμός "Βρυξέλλες I" | comité para a aplicação do regulamento relativo à competência judiciária, ao reconhecimento e à execução de decisões em matéria civil e comercial |
gen. | Επιτροπή για την επίδοση και κοινοποίηση στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις | Comité relativo à citação e à notificação dos atos judiciais e extrajudiciais em matérias civil e comercial nos Estados-Membros |
gen. | Επιτροπή για την εφαρμογή σε κοινοτικό επίπεδο της συμφωνίας της σχετικής με τα τεχνικά εμπόδια στις συναλλαγές | Comité para a aplicação a nível comunitário do acordo relativo aos obstáculos técnicos ao comércio |
gen. | Επιτροπή για την εφαρμογή του κανονισμού για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις | comité para a aplicação do regulamento relativo à cooperação entre os tribunais dos Estados-Membros no domínio da obtenção de provas em matéria civil ou comercial |
gen. | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την εκπομπή θορύβου στο περιβάλλον από εξοπλισμό προς χρήση σε εξωτερικούς χώρους | Comité para a adaptação ao progresso técnico da diretiva relativa à aproximação das legislações dos Estados-Membros em matéria de emissões sonoras para o ambiente dos equipamentos para utilização no exterior |
gen. | Επιτροπή για τον καθορισμό της μέγιστης περιεκτικότητας για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων πάνω και μέσα σε ορισμένα προϊόντα φυτικής προέλευσης, σημπεριλαμβανομένων των οπωροκηπευτικών | Comité relativo à fixação de limites máximos de resíduos de pesticidas à superfície e no interior de determinados produtos de origem vegetal, incluindo frutas e produtos hortícolas |
gen. | εργαζόμενος σε χημική βιομηχανία | trabalhador de indústrias químicas |
gen. | εσωτερικές κανονιστικές διατάξεις σε δημοσιονομικά θέματα | regulamentação interna em matéria financeira |
gen. | ευαίσθητος σε τραντάγματα | sensível ao choque |
gen. | ευαισθησία σε κρούση | sensibilidade ao choque |
gen. | ευημερία σε περιφερειακό επίπεδο | prosperidade regional |
gen. | Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε θέματα επιμέλειας των τέκνων και για την αποκατάσταση της επιμέλειάς τους | Convenção Europeia sobre o Reconhecimento e a Execução das Decisões relativas à Guarda de Menores e sobre o Restabelecimento da Guarda de Menores |
gen. | ευρωπαϊκή ταυτότητα σε θέματα ασφάλειας και άμυνας | Identidade Europeia de Segurança e Defesa |
gen. | ηλεκτρόδιο στο οποίο η επένδυση είναι σε διαμήκη κανάλια,στον μεταλλικό πυρήνα του ηλεκτροδίου | elétrodo canelado |
gen. | ημέρα έκθεσης αφιερωμένη σε επαγγελματίες | dia para profissionais |
gen. | θέση σε φάση | ajuste de fase |
gen. | θέση σε χαράκωμα | trincheira |
gen. | θέση σε χαράκωμα | posição cavada no chão |
gen. | θέτω σε κίνδυνο την ανεξαρτησία | comprometer a independência |
gen. | θέτω σε κυκλοφορία | lançamento |
gen. | θέτω σε υπηρεσία | permitir |
gen. | θέτω τροπολογία σε ψηφοφορία | votar uma alteração |
gen. | θέτω τροπολογία σε ψηφοφορία | pôr uma alteração à votação |
gen. | κάθετη υποστήριξη σε προκεχωρημένη ζώνη | ataque à vertical de zona avançada |
gen. | κάθισμα σε ορθή γωνία χωρίς ρυθμιζόμενο ερεισίνωτο | banco de encosto direito não regulável |
gen. | Κέντρο Ενημέρωσης,Προβληματισμού και Ανταλλαγών σε ζητήματα Διέλευσης των Συνόρων και Μετανάστευσης | centro de informação, de reflexão e de intercâmbio em matéria de transposição de fronteiras e de imigração |
gen. | Κέντρο Τεκμηρίωσης για την ασφάλεια και τις κανονιστικές ρυθμίσεις σε θέματα βιοτεχνολογίας | Centro de Documentação sobre a Segurança e a Regulamentação em matéria de Biotecnologia |
gen. | Κέντρο Τεκμηρίωσης για την ασφάλεια και τις κανονιστικές ρυθμίσεις σε θέματα βιοτεχνολογίας | Centro Biosafe |
gen. | κήρυξη σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης | proclamação do estado de emergência |
gen. | κίνδυνος εκρήξεως εάν θερμανθεί σε κλειστή ατμόσφαιρα | risco de explosão se aquecido em ambiente fechado |
gen. | κίνδυνος εκρήξεως εάν θερμανθεί σε κλειστή ατμόσφαιρα | R44 |
gen. | καθολικές ποσοστώσεις προσιτές σε όλα τα άλλα Kράτη μέλη | contingentes globais acessíveis a todos os outros Estados-membros |
gen. | καθορίζω σε ποιο σημείο βρίσκεται το θέμα | fazer o resumo da discussão |
gen. | κατάταξη σε βαθμό | classificação no grau |
gen. | καταβολή των αμοιβών σε Ecu | pagamento em ecus das remunerações |
gen. | κληρονομικές επιπτώσεις λόγω έκθεσης σε ακτινοβολίες | efeito hereditário induzido por radiação |
gen. | Κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά τις περιφέρειες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον τομέα των κλωστοϋφαντουργικών και των ειδών ένδυσης | Iniciativa Comunitária relativa às Regiões Fortemente Dependentes do Sector Têxtil e Vestuário |
gen. | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για την προαγωγή,ενημέρωση,διαπαιδαγώγηση και κατάρτιση σε θέματα υγείας,εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας | Programa de ação comunitária de promoção, informação, educação e formação o em matéria de saúde no âmbito da ação no domínio da saúde pública |
gen. | κοινωνική προσέγγιση της πρόσβασης σε ιδιόκτητη στέγη στην Ευρώπη | abordagem social da aquisição de habitação própria na Europa |
gen. | κρέας σε τεμάχια μικρότερα των εκατό γραμμαρίων | carne em pedaços com menos de 100 gramas |
gen. | Κόνις για εισπνοή, σε δόσεις | Pó para inalação, pré-dispensado |
gen. | μέλη που δεν ανήκουν σε πολιτικές ομάδες, ανεξάρτητα μέλη | membro não pertencente a um grupo |
gen. | μέσα προστασίας των ματιών σε συνδυασμό με μέσα προστασίας της αναπνοής | proteção ocular combinada com proteção respiratória |
gen. | μέσος κατά κεφαλήν μισθός σε πραγματικές τιμές | massa salarial em termos reais per capita |
gen. | Μεικτή επιτροπή για τη συμφωνία μεταξύ της ΕΚ, της Ισλανδίας και της Νορβηγίας για τα κριτήρια και τους μηχανισμούς καθορισμού του κράτους που είναι αρμόδιο για την εξέταση αίτησης παροχής ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος ή στην Ισλανδία ή τη Νορβηγία | Comité Misto do acordo entre a CE, a Islândia e a Noruega relativo aos critérios e mecanismos de determinação do Estado responsável pela análise de um pedido de asilo apresentado num Estado-Membro, na Islândia ou na Noruega |
gen. | Μεικτή επιτροπή της συμφωνίας που συνήφθη από το Συμβούλιο, την Ισλανδία και τη Νορβηγία για τη σύνδεση των εν λόγω χωρών με τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την περαιτέρω ανάπτυξη του κεκτημένου Σένγκεν | Comité Misto do Acordo celebrado pelo Conselho, a Islândia e a Noruega relativo à associação destes Estados à execução, à aplicação e ao desenvolvimento do acervo de Schengen |
gen. | με...σχηματίζονται ενώσεις ευαίσθητες σε κτυπήματα | compostos sensíveis ao choque são formados por... |
gen. | μεταβίβαση σε σειρά | transmissão em série |
gen. | μεταβίβαση της αρμοδιότητας αποφάσεως σε... | delegação do poder de decisão a... |
gen. | μεταβολή σε πολύ μεγάλη περίοδο | variação secular |
gen. | μεταναστευτικές ροές από περιφέρεια σε περιφέρεια | fluxos migratórios regionais |
gen. | μετατροπή των βιομηχανικών περιοχών που βρίσκονται σε παρακμή | reconversão das regiões industriais em declínio |
gen. | μετατροπή των πιστώσεων σε θέσεις απασχόλησης | transformação de dotações em lugares |
gen. | μετατροπή υγρού σε ψεκάδες | atomização |
gen. | μεταφορά από δραστηριότητα που δεν υπόκειται σε έλεγχο διασφαλίσεων | transferência proveniente de uma atividade não sujeita a salvaguardas |
gen. | μεταφορά προς δραστηριότητα που δεν υπόκειται σε έλεγχο διασφαλίσεων | transferência para uma atividade não sujeita a salvaguardas |
gen. | μετρητά σε τράπεζα, λογαριασμούς ταχυδρομικών επιταγών, επιταγές και στο ταμείο | depósitos bancários e caixa |
gen. | μετρητής πυρηνικού καυσίμου σε στοιχεία | medidor de elementos |
gen. | μη προστατευμένη απώλεια ροήςLOFσε μερικώς ακτινοβολημένο πυρήνα | perda não protegida de caudal em núcleo parcialmente irradiado |
gen. | ΜΗΝ απορροφήστε σε πριονίδι ή άλλο καύσιμο απορροφητικό υλικό | não absorva em serrim ou outros absorventes combustíveis |
gen. | ΜΗΝ εκθέτετε σε τριβή ή κτυπήματα | não expor à fricção ou choque |
gen. | μητέρα ευρισκόμενη σε διάσταση | mãe separada |
gen. | μηχανή ανθεκτική σε εμβάπτιση σε νερό | máquina à prova de imersão |
gen. | μηχανή ανθεκτική σε σκόνη | máquina à prova de poeiras |
gen. | Μικτή Επιτροπή σε επίπεδο ανώτερων υπαλλήλων | Comité Misto a nível de altos funcionários |
gen. | Μικτή Επιτροπή σε επίπεδο Υπουργών | Comité Misto a nível ministerial |
gen. | μισθολογική προαγωγή σε κλιμάκιο κατ'εκλογήν | escalão à escolha |
gen. | μισθός που υπόκειται σε κρατήσεις | vencimento sujeito a desconto |
gen. | Μόνιμη επιτροπή επιχειρησιακής συνεργασίας σε θέματα εσωτερικής ασφάλειας | Comité Permanente da Segurança Interna |
gen. | Μόνιμη επιτροπή επιχειρησιακής συνεργασίας σε θέματα εσωτερικής ασφάλειας | Comité Permanente para a Cooperação Operacional em matéria de Segurança Interna |
gen. | Νόμος παροχής ενισχύσεων σε επιχειρήσεις του Βερολίνου | lei para a promoção de Berlim |
gen. | ο οργανισμός του Δικαστηρίου ορίζεται σε ιδιαίτερο πρωτόκολλο | o Estatuto do Tribunal de Justiça é fixado em Protocolo separado |
gen. | ο οργανισμός του Δικαστηρίου ορίζεται σε πρωτόκολλο προσηρτημένο στην παρούσα συνθήκη | o estatuto do Tribunal é fixado em Protocolo anexo ao presente Tratado |
gen. | οι ανάγκες εφοδιασμού της Kοινότητο σε... | as necessidades de abastecimento da Comunidade em... |
gen. | οι αρμόδιοι για τη λήψη αποφάσεων σε τοπικό επίπεδο οι υπεύθυνοι για τη λήψη αποφάσεων σε τοπικό επίπεδο | decisores locais |
gen. | οι μη εγγεγραμμένοι εκπροσωπούνται από δύο μη εγγεγραμμένους βουλευτές σε... | os deputados não-inscritos escolherão entre si dois delegados |
gen. | οι πνεύμονες ενδέχεται να προσβληθούν από επανειλημμένη ή παρατεταμένη έκθεση σε... | risco de afeção pulmonar após exposição repetida ou prolongada |
gen. | οι τροποποιήσεις τίθενται σε ισχύ | as alterações entrarão em vigor |
gen. | ομάδα συντονιστών σε θέματα ελεύθερης κυκλοφορίας των ατόμων | grupo de coordenadores em matéria de "livre circulação das pessoas" |
gen. | Ομάδα υψηλού επιπέδου εθνικών εμπειρογνωμόνων σε ρυθμιστικά θέματα | Grupo de Peritos Nacionais de Alto Nível em Legislação |
gen. | ομάς εκτελέσεως της διαδικασίας της παραδόσεως του ολοκληρωμένου έργου σε λειτουργία | grupo de entrada ao serviço |
gen. | Ομοσπονδία των Ενώσεων Ευρωπαϊκής Βιομηχανικής Συνεργασίας σε θέματα Ερευνας | Federação das Organizações Europeias de Investigação Cooperativa Industrial |
gen. | ουσία διαβρωτική σε περίπτωση κατάποσης | corrosivo por ingestão |
gen. | ουσία ευαίσθητη σε τραντάγματα | composto sensível ao choque |
gen. | ουσία μη καύσιμη,αλλά σχηματίζει εύφλεκτο αέριο σε επαφή με το νερό ή τον υγρό αέρα | não combustível mas forma gás inflamável em contacto com água ou ar húmido |
gen. | παράκαμψη μέσω κυλώματοε ψύξης σε περίπτωση ανάγκης | derivação de emergência dos circuitos de arrefecimento |
gen. | παροχή υπηρεσιών σε επιχειρήσεις | serviços às empresas |
gen. | περίπτερο σε σειρά | stande em linha |
gen. | περίπτερο σε σειρά | stande em fila |
gen. | περίστροφο σε μικρογραφία | revólver miniatura |
gen. | περιθώριο ασφαλείας σε περίπτωση ατυχήματος | margem de segurança em situação acidental |
gen. | περιοχή εκτεθειμένη σε υδραυλικές πιέσεις | área exposta a pressão hidráulica |
gen. | περισυλλέξτε τo υγρό που διαρρέει σε καλυμμένα δοχεία | recolha o líquido que vazou em contentores cobertos |
gen. | περισυλλέξτε το υγρό που διαρρέει μέσα σε δοχεία που να κλείνουν ερμητικά | recolha o líquido que vazou em contentores fechados |
gen. | περιφέρεια που βρίσκεται σε βιομηχανική παρακμή | zona em declínio industrial |
gen. | περιφερειακή συνεργασία που δεν περιορίζεται σε χώρες με γεωγραφική συνάφεια | transcendência geográfica da cooperação regional |
gen. | Eπιτροπή επικοινωνίας για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες OΣEKA | Comité de Contacto de coordenação das disposições legislativas, regulamentares e administrativas respeitantes a alguns organismos de investimento coletivo em valores mobiliários OICVM |
gen. | πλαίσιο προσπέλασης σε αντικείμενο ασφάλειας | contexto de acesso a objeto de segurança |
gen. | πλαίσιο πρόσβασης σε αντικείμενο ασφάλειας | contexto de acesso a objeto de segurança |
gen. | πολιτική µεταστέγασης των ανθρώπων σε χωριά | política de concentração dos camponeses em aldeamentos |
gen. | πολιτικό ίδρυμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο | fundação política a nível europeu |
gen. | πολυετές πρόγραμμα μετατροπής των προσωρινών θέσεων σε μόνιμες | programa plurianual de conversão de lugares temporários em lugares permanentes |
gen. | πολύ τοξικό σε επαφή με το δέρμα | muito tóxico em contacto com a pele |
gen. | πολύ τοξικό σε επαφή με το δέρμα | R27 |
gen. | πολύ τοξικό σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | muito tóxico em contacto com a pele e por ingestão |
gen. | πολύ τοξικό σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | R27/28 |
gen. | πολύ τοξικό σε περίπτωση καταπόσεως | muito tóxico em caso de ingestão |
gen. | πολύ τοξικό σε περίπτωση καταπόσεως | R28 |
gen. | πολύ τοξικό όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | muito tóxico por inalação e em contacto com a pele |
gen. | πολύ τοξικό όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | R26/27 |
gen. | πολύ τοξικό όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | muito tóxico por inalação e ingestão |
gen. | πολύ τοξικό όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | R26/28 |
gen. | πολύ τοξικό όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | muito tóxico por inalação,em contacto com a pele e por ingestão |
gen. | πολύ τοξικό όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | muito tóxico por inalação, em contacto com a pele e por ingestão |
gen. | πολύ τοξικό όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | R26/27/28 |
gen. | πολύ τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων σε επαφή με το δέρμα | muito tóxico:perigo de efeitos irreversíveis muito graves por contacto com a pele |
gen. | πολύ τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων σε επαφή με το δέρμα | muito tóxico: perigo de efeitos irreversíveis muito graves por contacto com a pele |
gen. | πολύ τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων σε επαφή με το δέρμα | R39/27 |
gen. | πολύ τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | muito tóxico: perigo de efeitos irreversíveis muito graves por contacto com a pele e ingestão |
gen. | πολύ τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | R39/27/28 |
gen. | πολύ τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων σε περίπτωση καταπόσεως | muito tóxico:perigo de efeitos irreversíveis muito graves por ingestão |
gen. | πολύ τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων σε περίπτωση καταπόσεως | R39/28 |
gen. | πολύ τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | muito tóxico: perigo de efeitos irreversíveis muito graves por inalação e em contacto com a pele |
gen. | πολύ τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | R39/26/27 |
gen. | πολύ τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | muito tóxico:perigo de efeitos irreversíveis muito graves por inalação e ingestão |
gen. | πολύ τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | R39/26/28 |
gen. | πολύ τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | muito tóxico: perigo de efeitos irreversíveis muito graves por inalação, contacto com a pele e ingestão |
gen. | πολύ τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | R39/26/27/28 |
gen. | πράκτωρ εξουσιοδοτημένος να προβαίνει σε πληρωμές | domicílio de pagamento |
gen. | πρεσβευτής με ειδική αποστολή' πρεσβευτής σε διεθνή φόρα | embaixador itinerante |
gen. | προ της θέσεως σε λειτουργία | pré-operacional |
gen. | προβαίνω σε επισκόπηση της γενικής πολιτικής | troca de impressões sobre política geral |
gen. | προξενική συνεργασία σε θέματα θεώρησης εισόδου | cooperação consular em matéria de vistos |
gen. | προστασία σε ό,τι αφορά την πνευματική ιδιοκτησία | proteção conferida pelo direito de autor |
gen. | προστατευτικό περίβλημα ανθεκτικό σε πίεση | contenção de retenção de pressão |
gen. | προσφορά τιμής σε δημοπρασία | proposta |
gen. | προσφορά τιμής σε δημοπρασία | oferta |
gen. | Πρωτόκολλο που καταρτίζεται βάσει του άρθρου Κ3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή 'Ενωση, σχετικά με την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της Σύμβασης για την την επίδοση και κοινοποίηση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις | Protocolo relativo à Interpretação pelo Tribunal de Justiça das Comunidades Europeias da Convenção relativa à Citação e à Notificação dos Actos Judiciais e Extrajudiciais em Matérias Civil e Comercial nos Estados-Membros da União Europeia |
gen. | πρόγραμμα παραδόσεως ολοκληρωμένου έργου σε λειτουργία | programa de entrada ao serviço |
gen. | πρόσβαση σε εμπιστευτικά έγγραφα | acesso aos documentos confidenciais |
gen. | Πρόσθετο Πρωτόκολλο στη Σύμβαση για τη διεθνή ανταλλαγή πληροφοριών σε θέματα προσωπικής κατάστασης | Protocolo Adicional à Convenção relativa à Troca Internacional de Informações em matéria de Estado Civil |
gen. | πρόσκληση συμμετοχής σε διαδικασία ανταγωνισμού | concurso |
gen. | πρόσωπο που συλλαμβάνεται σε μεθοριακή ζώνη | pessoa detida na zona fronteiriça |
gen. | πυρήνας αντιδραστήρα σε ισορροπία από άποψη κύκλου πυρηνικού καυσίμου | núcleo em equilíbrio |
gen. | πύραυλος σε κάθετη εφόρμηση | míssil em picada |
gen. | ρήξις οδηγούσα σε πλήρη διαχωρισμό | rutura transversa |
gen. | ρήξις οδηγούσα σε πλήρη διαχωρισμό | rotura do tipo separação |
gen. | Ραβδίο για εισαγωγή σε πληγές | Lápis para lesões |
gen. | σε δημόσια συνεδρίαση | em sessão pública |
gen. | σε δροσερό μέρος | conservar num lugar fresco |
gen. | σε δροσερό μέρος | conservar em lugar fresco |
gen. | σε δροσερό μέρος | S3 |
gen. | σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για λόγους δεόντως αιτιολογημένους | em casos excecionais e por motivos devidamente justificados |
gen. | σε επαγρύπνηση | alerta |
gen. | σε επαφή με θερμές επιφάνειες ή φλόγες η ουσία αυτή αποσυντίθεται σχηματίζοντας... | em contacto com superfícies quentes ou chamas esta substância decompõe-se formando... |
gen. | σε επαφή με νερό ελευθερώνονται πολύ εύλεκτα αέρια | em contacto com a água liberta gases muito inflamáveis |
gen. | σε επαφή με νερό ελευθερώνονται πολύ εύφλεκτα αέρια | em contacto com a água liberta gases muito inflamáveis |
gen. | σε επαφή με νερό ελευθερώνονται πολύ εύφλεκτα αέρια | R15 |
gen. | σε επαφή με νερό ελευθερώνονται τοξικά,λίαν εύφλεκτα αέρια | em contacto com a água liberta gases tóxicos e muito inflamáveis |
gen. | σε επαφή με νερό ελυθερώνονται τοξικά,λίαν εύφλεκτα αέρια | em contacto com a água liberta gases tóxicos e muito inflamáveis |
gen. | σε επαφή με νερό ελυθερώνονται τοξικά,λίαν εύφλεκτα αέρια | R15/29 |
gen. | σε επαφή με οξέα ελευθερώνονται πολύ τοξικά αέρια | em contacto com ácido liberta gás muito tóxico |
gen. | σε επαφή με οξέα ελευθερώνονται πολύ τοξικά αέρια | R32 |
gen. | σε επαφή με οξέα ελευθερώνονται τοξικά αέρια | em contacto com um ácido liberta gás tóxico |
gen. | σε επαφή με οξέα ελευθερώνονται τοξικά αέρια | R31 |
gen. | σε επαφή με το νερό ελευθερώνονται τοξικά αέρια | em contacto com a água liberta gases tóxicos |
gen. | σε επαφή με το νερό ελευθερώνονται τοξικά αέρια | R29 |
gen. | σε επαφή με τον αέρα εκλύει... | em contacto com o ar emite... |
gen. | ΣΕ ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΟ ΥΓΡΟ:ΚΡΥΟΠΑΓΗΜΑ | em contacto com o líquido: ulceração causada pelo frio |
gen. | ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΕΙΤΕ ΓΙΑΤΡΟ! | em qualquer caso consulte um médico! |
gen. | σε κατάσταση εφεδρείας | em reserva |
gen. | σε πίστωση των ανωτέρω | em fé do que |
gen. | σε περίπτωση ατυχήματος ή αν αισθανθείτε αδιαθεσία,ζητήστε αμέσως ιατρική συμβουλήδείξτε την ετικέτα όπου αυτό είναι δυνατό | S45 |
gen. | σε περίπτωση ατυχήματος ή αν αισθανθείτε αδιαθεσία,ζητήστε αμέσως ιατρική συμβουλήδείξτε την ετικέτα όπου αυτό είναι δυνατό | em caso de acidente ou de indisposição,consultar imediatamente um médicomostrar-lhe o rótulo se possível |
gen. | σε περίπτωση επαφής με τα μάτια πλύνετε αμέσως με άφθονο νερό και ζητήστε ιατρική συμβουλή | em caso de contacto com os olhos, lavar imediata e abundantemente com água e consultar um médico |
gen. | σε περίπτωση επαφής με τα μάτια πλύνετε αμέσως με άφθονο νερό και ζητήστε ιατρική συμβουλή | S26 |
gen. | σε περίπτωση επαφής με το δέρμα,πλύνετε αμέσως με άφθονο....το είδος του υγρού καθορίζεται από τον κατασκευαστή | em caso de contacto com a pele, lavar imediata e abundantemente com... produtos adequados a indicar pelo produtor |
gen. | σε περίπτωση επαφής με το δέρμα,πλύνετε αμέσως με άφθονο....το είδος του υγρού καθορίζεται από τον κατασκευαστή | S28 |
gen. | σε περίπτωση ισοψηφίας | em caso de empate |
gen. | σε περίπτωση ισοψηφίας | 29 em caso de igualdade de |
gen. | σε περίπτωση καταπόσεως,να ζητηθεί αμέσως ιατρική συμβουλή και να επιδειχθεί το δοχείο ή η ετικέτα | em caso de ingestão,consultar imediatamente um médico e mostrar-lhe a embalagem ou o rótulo |
gen. | σε περίπτωση καταπόσεως,να ζητηθεί αμέσως ιατρική συμβουλή και να επιδειχθεί το δοχείο ή η ετικέτα | S46 |
gen. | σε περίπτωση μη εκτέλεσης συμβάσεως | em caso de não cumprimento de um contrato |
gen. | σε περίπτωση μη επαρκούς αερισμού,χρησιμοποιείτε κατάλληλη αναπνευστική συσκευή | em caso de ventilação insuficiente,usar equipamento respiratório adequado |
gen. | σε περίπτωση μη επαρκούς αερισμού,χρησιμοποιείτε κατάλληλη αναπνευστική συσκευή | S38 |
gen. | σε περίπτωση παραβιάσεως των υποχρεώσεων αυτών | se estes deveres não forem respeitados |
gen. | σε περίπτωση παραγωγής καπνού ή εκνεφώματος χρησιμοποιείτε κατάλληλη αναπνευστική συσκευή ο(οι)κατάλληλος(οι)όρος(οι)να υποδειχθεί(ούν)από τον κατασκευαστή | S42 |
gen. | σε περίπτωση παραγωγής καπνού ή εκνεφώματος χρησιμοποιείτε κατάλληλη αναπνευστική συσκευή ο(οι)κατάλληλος(οι)όρος(οι)να υποδειχθεί(ούν)από τον κατασκευαστή | durante as fimigações/pulverizações usar um equipamento respiratório adequado |
gen. | σε περίπτωση πυρκαγιάς στο άμεσο περιβάλλον:επιτρέπονται όλα τα μέσα κατάσβεσης | no caso de incêndio nas proximidades:são permitidos todos os agentes extintores |
gen. | σε περίπτωση πυρκαγιάς:διατηρήστε χαμηλή τη θερμοκρασία του κυλίνδρου ψεκάζοντας με νερό | em caso de incêndio:manter as garrafas frias por pulverização com água |
gen. | σε περίπτωση πυρκαγιάς:διατηρήστε χαμηλή τη θερμοκρασία των βαρελιών κτλ.,ψεκάζοντας με νερό | em caso de incêndio:manter bidões frios por pulverização com água |
gen. | σε περίπτωση πυρκαϊάς ή/και εκρήξεως μην αναπνέεται τους καπνούς | em caso de incêndio e/ou explosão não respirar os fumos |
gen. | σε περίπτωση πυρκαϊάς ή/και εκρήξεως μην αναπνέεται τους καπνούς | S41 |
gen. | σε περίπτωση πυρκαϊάς ή/και εκρήξεως μην αναπνέετε τους καπνούς | em caso de incêndio e/ou explosão não respirar os fumos |
gen. | σε στενή επαφή | em estreito contacto |
gen. | σε συνεργασία με | em cooperação com |
gen. | σε χρήματα ή σε είδος | em dinheiro ou em espécie |
gen. | στοιχείο υπό πίεση εκτεθειμένο σε σωρευτικές βλαπτικές διαδικασίες | componente de pressão sujeito a processos de acumulação de danificações |
gen. | συγκρουσθέντα βυτιοφόρα οχήματα σε παρακείμενους δρόμους | camião-cisterna colidido em estradas próximas |
gen. | συγκρουσθέντα βυτιοφόρα οχήματα σε παρακείμενους δρόμους | camião-cisterna acidentado em estradas próximas |
gen. | συγκρουσθέντα πλοία σε παρακείμενους ποταμούς | navios colididos em rios próximos |
gen. | συγκρότηση του πυρηνικού καυσίμου σε ραβδία και σε στοιχεία | agrupamento de combustível em varas e em feixes de elementos |
gen. | συγκρότηση των ράβδων πυρηνικού καυσίμου σε δέσμες | agrupamento de elementos combustíveis em feixes |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση κρίσεως στην αγορά των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων και για την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές εμπορευματικές μεταφορές σε ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σε αυτό ενδομεταφορές | Comité Consultivo para a medidas a tomar em caso de crise no mercado dos transportes rodoviários de mercadorias e para a aplicação da legislação relativa às condições de admissão de transportadores não residentes aos transportes nacionais rodoviários de mercadorias num Estado-Membro cabotagem |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για την εφαρμογή του κοινοτικού πλαισίου συνεργασίας για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης σε αστικό περιβάλλον | Comité Consultivo para a aplicação do quadro comunitário de cooperação para o desenvolvimento urbano sustentável |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές μεταφορές επιβατών σε ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σε αυτό ενδομεταφορές | Comité Consultivo para as condições em que os transportadores não residentes podem efetuar serviços de transporte rodoviário de passageiros num Estado-Membro cabotagem |
gen. | Συμβουλευτική Επιτροπή Διαχείρισης Προγραμμάτων; Συμβουλευτική Επιτροπή σε θέματα Διαχείρισης Προγραμμάτων | Comité Consultivo em Matéria de Gestão de Programas |
gen. | συμμετοχή σε διαγωνισμό | concurso |
gen. | συμμετοχή σε διαγωνιστική διαδικασία | participação no concurso |
gen. | συμμετοχή σε κοινές επιχειρήσεις | participação nas empresas comuns |
gen. | συμμετοχή σε προσκλήσεις υποβολής προσφορών | participação nos concursos |
gen. | συμμετοχή σε προσκλήσεις υποβολής προσφορών | participação em concursos |
gen. | συμφωνία σε πρώιμη δεύτερη ανάγνωση | acordo no início da segunda leitura |
gen. | συμφωνία σε πρώιμη δεύτερη ανάγνωση | acordo em segunda leitura antecipada |
gen. | Συμφωνία σχετικά την επανεισδοχή προσώπων σε μη νόμιμη κατάσταση | Acordo relativo à Readmissão de Pessoas em Situação Irregular |
gen. | ad hoc συνάντηση σε πολιτικό επίπεδο | reunião política ad hoc |
gen. | συνάντηση σε υπουργικό επίπεδο | encontro de nível ministerial |
gen. | ad hoc συνεδρίαση σε υπουργικό επίπεδο | reunião ad hoc a nível ministerial |
gen. | συνεκτίμηση διάστασης σε κοινοτική πολιτική | integração transversal |
gen. | Συνθήκη για την έκδοση και την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ του Βασιλείου του Βελγίου, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου και του Βασιλείου των Κάτω Χωρών | Tratado de Extradição e de Auxílio Judiciário Mútuo em Matéria Penal entre o Reino da Bélgica, o Grão-Ducado do Luxemburgo e o Reino dos Países Baixos |
gen. | Συνθήκη "Μπενελούξ" περί εκδόσεως και δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις | Tratado de Benelux de extradição e de auxílio judiciário mútuo em matéria penal |
gen. | συνομιλία τεχνικού χαρακτήρα σε επίπεδο ανωτάτων υπαλλήλων | discussão técnica a nível dos altos funcionários |
gen. | συντονισμός σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων | coordenação em matéria de direitos do homem |
gen. | Συντονιστική επιτροπή στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις | Comité do Artigo 36.º |
gen. | Συντονιστική επιτροπή στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις | Comité de Coordenação no domínio da Cooperação Policial e Judiciária em matéria Penal |
gen. | συσκευή για βολή πυροβολικού σε μειωμένη κλίμακα | aparelho para tiro reduzido de artilharia |
gen. | σφραγίδα εισόδου σε διαβατήριο | carimbo de entrada aposto no passaporte |
gen. | σωματίδια σε διασπορά | partículas dispersas |
gen. | Σύμβαση για τη διεθνή ανταλλαγή πληροφοριών σε θέματα προσωπικής κατάστασης | Convenção relativa à Troca Internacional de Informações em matéria de Estado Civil |
gen. | Σύμβαση για τη διεθνή συνεργασία σε ζητήματα διοικητικής συνδρομής προς τους πρόσφυγες | Convenção sobre a Cooperação Internacional em matéria de Ajuda Administrativa aos Refugiados |
gen. | Σύμβαση για τη ρύθμιση των συγκρούσεων νόμων σε θέματα γάμου | Convenção para regular os Conflitos de Leis em matéria de Casamento |
gen. | Σύμβαση για τη συναίνεση σε γάμο, το ελάχιστο όριο ηλικίας σύναψης γάμου και την επίσημη καταχώρηση των γάμων | Convenção sobre o Consentimento Matrimonial, a Idade Núbil e o Registo de Casamentos |
gen. | Σύμβαση για την αρμοδιότητα των αρχών, το εφαρμοστέο Δίκαιο και την αναγνώριση αποφάσεων σε θέματα υιοθεσίας | Convenção relativa à Competência das Autoridades, à Lei Aplicável e ao Reconhecimento das Decisões em matéria de Adopção |
gen. | Σύμβαση για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας στη σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις καθώς και στο πρωτόκολλο για την ερμηνεία της από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως τροποποιήθηκαν από τη σύμβαση για την προσχώρηση ...βλ. NOTES | Convenção relativa à Adesão do Reino de Espanha e da República Portuguesa à Convenção relativa à Competência Judiciária e à Execução de Decisões em Matéria Civil e Comercial |
gen. | Σύμβαση για το εφαρμοστέο Δίκαιο σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων | Convenção sobre a Lei Aplicável à Responsabilidade de Produto |
gen. | σύμβουλος σε θέματα εγγράφων | perito em documentação |
gen. | σύνθεση σε τρία στρώματα | composição "de encaixe" |
gen. | σ·ύστημα αναγνώρισης σε κοινοτικό επίπεδο | sistema comunitário de reconhecimento |
gen. | σύστημα εκτονώσεως ατμού σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης | sistema do depósito para condensação de vapor em emergências |
gen. | σύστημα ενσωματώσεως σε σκυρόδεμα | sistema de mistura em betão |
gen. | σύστημα ενσωματώσεως σε σκυρόδεμα | sistema de dispersão em betão |
gen. | σύστημα ενσωματώσεως σε σκυρόδεμα | sistema de betonagem |
gen. | τέκνο γεννημένο σε γάμο | filho nascido do casamento |
gen. | τέκνο γεννημένο σε γάμο | filho matrimonial |
gen. | τέκνο γεννημένο σε γάμο | filho legítimo |
gen. | τα μέλη της Eπιτροπής δύνανται να μετέχουν σε όλες τις συνεδριάσεις | a situação económica geral e a situação do sector em causa |
gen. | τα Kράτη μέλη δεν προβαίνουν σε διακρίσεις | o Estado-membro deve fazê-lo de forma não discriminatória |
gen. | τα σωματίδια σε λεπτή διασπορά σχηματίζουν εκρηκτικά μείγματα στον αέρα | partículas finamente dispersas formam misturas explosivas com o ar |
gen. | ταυτότητα που επιτρέπει την είσοδο σε δημόσιο κατάστημα | cartão de acesso à instituição pública |
gen. | τεκμήριο συμβατότητας εκφραζόμενο σε μερίδια της αγοράς | presunção de compatibilidade expressa em termos de parte de mercado |
gen. | τηλεχειρισμός σε επικίνδυνο και διαταραγμένο περιβάλλον | manipulação remota em ambientes de risco e desordenados |
gen. | το αργότερο σε έξι μήνες από τον καθορισμό αυτό | no prazo máximo de seis meses após tal determinação |
gen. | το Δικαστήριο συνεδριάζει κανονικά σε τμήματα | O Tribunal funcionando em secções |
gen. | το δοχείο διατηρείται ερμητικά κλεισμένο και σε καλά αεριζόμενο μέρος | manter o recipiente bem fechado em local bem ventilado |
gen. | το δοχείο διατηρείται ερμητικά κλεισμένο και σε καλά αεριζόμενο μέρος | manter o recipiente bem fechado em lugar bem ventilado |
gen. | το δοχείο διατηρείται ερμητικά κλεισμένο και σε καλά αεριζόμενο μέρος | S7/9 |
gen. | το δοχείο να διατηρείται σε καλά αεριζόμενο μέρος | conservar o recipiente num local bem ventilado |
gen. | το δοχείο να διατηρείται σε καλά αεριζόμενο μέρος | S9 |
gen. | το Κοινοβούλιο συνέρχεται σε πανηγυρική συνεδρίαση | Parlamento reunido em sessão solene |
gen. | το Συμβούλιο δύναται να επεκτείνει το ευεργέτημα των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου σε... | o Conselho pode determinar que as disposições do presente capítulo são extensivas a... |
gen. | το Συμβούλιο και η Eπιτροπή προβαίνουν σε αμοιβαίες διαβουλεύσεις | o Conselho e a Comissão procederão a consultas recíprocas |
gen. | τοξικό σε επαφή με το δέρμα | tóxico em contacto com a pele |
gen. | τοξικό σε επαφή με το δέρμα | R24 |
gen. | τοξικό σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | tóxico em contacto com a pele e por ingestão |
gen. | τοξικό σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | R24/25 |
gen. | τοξικό σε περίπτωση καταπόσεως | tóxico em caso de ingestão |
gen. | τοξικό σε περίπτωση καταπόσεως | R25 |
gen. | τοξικό όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | tóxico por inalação e em contacto com a pele |
gen. | τοξικό όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | R23/24 |
gen. | τοξικό όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | tóxico por inalação e ingestão |
gen. | τοξικό όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | R23/25 |
gen. | τοξικό όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | tóxico por inalação, em contacto com a pele e por ingestão |
gen. | τοξικό όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | tóxico por inalação,em contacto com a pele e por ingestão |
gen. | τοξικό όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | R23/24/25 |
gen. | τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων σε επαφή με το δέρμα | tóxico:perigo de efeitos irreversíveis muito graves em contacto com a pele |
gen. | τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων σε επαφή με το δέρμα | tóxico: perigo de efeitos irreversíveis muito graves em contacto com a pele |
gen. | τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων σε επαφή με το δέρμα | R39/24 |
gen. | τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | R39/23/24/25 |
gen. | τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | tóxico: perigo de efeitos irreversíveis muito graves por contacto com a pele e ingestão |
gen. | τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | tóxico: perigo de efeitos irreversíveis muito graves por inalação, em contacto com a pele e ingestão |
gen. | τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | R39/24/25 |
gen. | τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων σε περίπτωση καταπόσεως | tóxico:perigo de efeitos irreversíveis muito graves por ingestão |
gen. | τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων σε περίπτωση καταπόσεως | R39/25 |
gen. | τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | tóxico: perigo de efeitos irreversíveis muito graves por inalação e contacto com a pele |
gen. | τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | tóxico:perigo de efeitos irreversíveis muito graves por inalação e contacto com a pele |
gen. | τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | R39/23/24 |
gen. | τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | tóxico:perigo de efeitos irreversíveis muito graves por inalação e ingestão |
gen. | τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | R39/23/25 |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση σε επαφή με το δέρμα | tóxico: risco de efeitos graves para a saúde em caso de exposição prolongada por contacto com a pele |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση σε επαφή με το δέρμα | R48/24 |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | tóxico: risco de efeitos graves para a saúde em caso de exposição prolongada por contacto com a pele e ingestão |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | R48/24/25 |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση σε περίπτωση καταπόσεως | tóxico:risco de efeitos graves para a saúde em caso de exposição prolongada por ingestão |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση σε περίπτωση καταπόσεως | R48/25 |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | tóxico: risco de efeitos graves para a saúde em caso de exposição prolongada por inalação e contacto com a pele |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | R48/23/24 |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | tóxico:risco de efeitos graves para a saúde em caso de exposição prolongada por inalação e ingestão |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | R48/23/25 |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | tóxico: risco de efeitos graves para a saúde em caso de exposição prolongada por inalação, contacto com a pele e ingestão |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | R48/23/24/25 |
gen. | τοποθέτηση σε κατώτερο κλιμάκιο | descida de escalão |
gen. | τοποθέτηση των διερμηνέων σε συνεδριάσεις | afetação dos intérpretes em reunião |
gen. | τοποθετώ σε θέση | colocar num lugar |
gen. | τουρισμός σε αγροκτήματα | agroturismo |
gen. | τουρισμός σε συνδυασμό με αθλητικές δραστηριότητες | turismo ativo |
gen. | τρέχον ταμειακό υπόλοιπο σε συνάλλαγμα | saldo de tesouraria em divisas |
gen. | τροφή πλούσια σε μεταλλικά | alimento mineral |
gen. | τροφή πλούσια σε πρωτεϊνες | alimento rico em proteína |
gen. | υπέρμετρη έκθεση σε ακτινοβολία | irradiação inaceitável |
gen. | υποβάλλω σε πίεση | pressionar |
gen. | υποβάλλω σε πίεση | exercer pressão sobre |
gen. | υποδιαίρεση μιας εγκαταστάσεως σε ζώνες | delimitação de zonas |
gen. | υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται σε ιδιαίτερο πρωτόκολλο | nas condições definidas em Protocolo separado |
gen. | υπόκειμαι,ως σώμα,σε ψήφο έγκρισης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου | colegialmente sujeitos a um voto de aprovação do Parlamento Europeu |
gen. | φιάλη σε σχήμα ασκού κρασιού | cantil |
gen. | φοιτώ κανονικά και με πλήρες πρόγραμμα σε εκπαιδευτικό ίδρυμα | frequentar regularmente e a tempo inteiro um estabelecimento de ensino |
gen. | φύλαξη σε χώρο καλά εξαεριζόμενο | manter numa sala bem ventilada |
gen. | χαρτογράφηση σε εξέλιξη | levantamento expedito |
gen. | χρησιμοποιείται μόνο σε χώρους με πολύ καλό αερισμό | utilizar unicamente em lugares bem ventilados |
gen. | χρησιμοποιείται μόνο σε χώρους με πολύ καλό αερισμό | S51 |
gen. | χρονοδιάγραμμα των εργασιών παραδόσεως ολοκληρωμένου έργου σε λειτουργία | calendário relativo aos testes |
gen. | χώρα σε διαπραγματεύσεις προσχώρησης | país em fase de adesão |
gen. | χώρα σε διαπραγματεύσεις προσχώρησης | Estado em fase de adesão |
gen. | ψηφοφορία σε δύο γύρους | votação em duas voltas |