Subject | Greek | Portuguese |
commun., IT | άμεση παρακολούθηση φάσματος | controlo direto do espetro |
commun., IT | αίτηση για παρακολούθηση | pedido para supervisão |
earth.sc. | ακουστική παρακολούθηση | controlo auditivo |
gen. | ανίχνευση αδήλωτων μετακινήσεων με οπτική επιτήρηση/παρακολούθηση | deteção de movimentos não declarados por vigilância/controlo ótico |
gen. | ανεξάρτητη παρακολούθηση καίριων στοιχείων | controlo independente de dados fundamentais |
med. | ανοσολογική παρακολούθηση | vigilância imunológica |
commun. | αυτόματη παρακολούθηση | controlo automático |
transp., avia., el. | αυτόματη παρακολούθηση ουρανίων σωμάτων | seguimento automático de corpos celestes |
IT | αυτόματη παρακολούθηση σήματος | seguimento automático do sinal |
IT, nat.sc. | αυτόματη παρακολούθηση στόχου | seguimento automático do alvo |
commun. | αυτόματη παρακολούθηση τηλεοπτικών σταθμών | controlo automático das estações de televisão |
commun. | αυτόματη παρακολούθηση του βαθμού κατάληψης του φάσματος | controlo automático do grau de ocupação do espetro |
environ. | βασική παρακολούθηση | controlo da linha de base |
environ. | βασική παρακολούθηση/στοιχειώδης παρακολούθηση | monitorização da linha de base |
environ. | βασική παρακολούθηση/στοιχειώδης παρακολούθηση | controlo da linha de base |
environ. | βιολογική παρακολούθηση | biovigilância |
environ. | βιολογική παρακολούθηση | controlo biológico |
environ. | βιολογική παρακολούθηση | monitorização biológica |
environ. | βιολογική παρακολούθηση του περιβάλλοντος | biovigilância |
med., transp., avia. | βιοϊατρική παρακολούθηση σε πτήση | vigilância médica em voo |
fin. | δημοσιονομική παρακολούθηση του προγράμματος-πλαισίου | acompanhamento do programa-quadro |
crim.law. | διακριτική παρακολούθηση | vigilância discreta |
crim.law. | διακριτική παρακολούθηση | controlo discreto |
commun., astronaut., transp. | διαστημική παρακολούθηση | rastreio espacial |
transp., el. | διαστημική παρακολούθηση | controlo espacial |
commun., astronaut., transp. | διαστημική παρακολούθηση | perseguiçãoespacial |
crim.law. | διασυνοριακή παρακολούθηση | vigilância transfronteiriça |
crim.law. | διασυνοριακή παρακολούθηση | vigilância transfronteiras |
agric. | Διεθνές Πρόγραμμα Συνεργασίας για την Εκτίμηση και την Παρακολούθηση των Επιπτώσεων της Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης στα Δάση | Programa de Cooperação e Controlo dos Efeitos da Poluição Atmosférica nas Florestas |
agric. | Διεθνές Πρόγραμμα Συνεργασίας για την Εκτίμηση και την Παρακολούθηση των Επιπτώσεων της Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης στα Δάση | PCI Florestas |
commun., IT | εθνική και διεθνής παρακολούθηση | localização automática nacional/internacional de assinante móvel roaming |
earth.sc. | ειδικά γυαλιά που προορίζονται για την παρακολουθηση κινηματογραφικών ταινιών τριών διαστάσεων | óculos especiais destinados à visão de fitas cinematográficas em relevo |
stat. | εκ των προτέρων στατιστική παρακολούθηση | controlo estatístico a priori |
commun. | εν υπηρεσία παρακολούθηση | monitorização em serviço |
transp. | εξακρίβωση της προέλευσης και παρακολούθηση της πορείας του φορτίου | acompanhamento e localização das mercadorias |
gen. | επίβλεπτη μέτρηση,παρακολούθηση ή επιτήρηση | aplicação não assistida nas medições,nas salvaguardas e na vigilância |
health. | επιδημιολογική παρακολούθηση | vigilância epidemiológica |
IT | Επιτροπή για την εφαρμογή του προγράμματος για την παρακολούθηση του σχεδίου δράσης eEurope 2005, τη διάδοση ορθής πρακτικής και τη βελτίωση της ασφάλειας δικτύων και των πληροφοριών Modinis | comité para a execução do programa plurianual 2003-2005 de acompanhamento do plano de ação eEuropa 2005, difusão das boas práticas e reforço das redes e da informação Modinis |
environ. | Επιτροπή των αντιπροσώπων των κρατών μελών που είναι αρμόδιοι για την εφαρμογή και την παρακολούθηση της διαχείρισης της ιλύος | Comité de Representantes dos Estados-Membros Incumbidos da Aplicação e Acompanhamento da Gestão das Lamas |
environ. | εποπτική παρακολούθηση | monitorização de vigilância |
nat.sc. | εϊρωπαϊκή παρακολούθηση | observatório europeu |
law, lab.law. | ημέρα άδειας για την παρακολούθηση μαθημάτων κατάρτισης | dia para frequência de cursos de formação |
health. | ιατρική εξέταση:ιατρική παρακολούθηση-ειδική εξέταση | visita médica |
med. | ιατρική παρακολούθηση | acompanhamento médico |
med. | ιατρική παρακολούθηση | hipurgia |
health. | ιατρική παρακολούθηση | vigilância médica |
health. | ιατρική παρακολούθηση | vigilância da saúde |
health. | ιατρική παρακολούθηση | supervisão médica |
gen. | ιατρική παρακολούθηση | observação médica |
IT | κατ οίκον παρακολούθηση των οργανικών λειτουργιών | monitoragem a domicílio das funções fisiológicas |
commun. | κατά βήμα παρακολούθηση του ίχνους πορείας | seguimento passo a passo |
health. | κοινοτικό πρόγραμμα δράσης σχετικά με την παρακολούθηση της υγείας | programa de ação comunitário relativo à vigilância da saúde |
med. | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης σχετικά με την παρακολούθηση της υγείας εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας | Programa de ação comunitário relativo à vigilância da saúde no contexto da ação em matéria de saúde pública |
agric. | κτηματολόγιο για την παρακολούθηση των αγροτικών εκτάσεων | registo para o controlo das superfícies agrícolas |
Braz., comp., MS | λογαριασμός υπηρεσίας χωρίς παρακολούθηση | conta de serviço sem supervisão |
gen. | λογιστική παρακολούθηση | controlo de contabilidade |
health., med. | μετά τη διάθεση στην αγορά κλινική παρακολούθηση | acompanhamento clínico pós-comercialização |
health., pharma. | μετεγκριτική παρακολούθηση | vigilância pós-comercialização no mercado |
environ. | μηχανισμός για την παρακολούθηση στην Κοινότητα των εκπομπών CO2, και των λοιπών εκπομπών αερίων που συντελούν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου | mecanismo de vigilância das emissões de COsub2sub e de outros gases com efeito de estufa na Comunidade |
crim.law. | μυστική παρακολούθηση | vigilância discreta |
crim.law. | μυστική παρακολούθηση | controlo discreto |
law, commun. | νόμιμη παρακολούθηση των τηλεπικοινωνιών | interceção legal de telecomunicações |
fin. | οικονομική παρακολούθηση των κυρώσεων σε περιπτώσεις απάτης | acompanhamento financeiro das sanções contra as fraudes |
immigr. | ολοκληρωμένη χερσαία και θαλάσσια παρακολούθηση για το περιβάλλον και την ασφάλεια | monitorização terrestre e marítima integrada para o ambiente e a segurança |
gen. | ad hoc ομάδα για την παρακολούθηση της εφαρμογής των συμπερασμάτων του Συμβουλίου της 26ης Απριλίου 2004 για την Κύπρο | Grupo Ad Hoc para o Acompanhamento das Conclusões do Conselho de 26 de Abril de 2004 sobre Chipre |
commun. | οπτική παρακολούθηση φάσματος ραδιοσυχνοτήτων | controlo visual do espetro de radiofrequências |
earth.sc. | Παγκόσμια Παρακολούθηση του Καιρού | Vigilância Meteorológica Mundial |
obs., environ., R&D. | Παγκόσμια Παρακολούθηση του Περιβάλλοντος και της Ασφάλειας | Monitorização Global do Ambiente e Segurança |
obs., environ., R&D. | Παγκόσμια Παρακολούθηση του Περιβάλλοντος και της Ασφάλειας | programa da União para a observação e monitorização da Terra |
obs., environ., R&D. | Παγκόσμια Παρακολούθηση του Περιβάλλοντος και της Ασφάλειας | Kopernikus |
obs., environ., R&D. | Παγκόσμια Παρακολούθηση του Περιβάλλοντος και της Ασφάλειας | Programa Europeu de Monitorização da Terra |
obs., environ., R&D. | Παγκόσμια Παρακολούθηση του Περιβάλλοντος και της Ασφάλειας | Copernicus |
environ. | παρακολούθηση/έλεγχος | monitorização |
environ. | παρακολούθηση αιθάλης | controlo de fumo negro |
environ. | παρακολούθηση ακτινοβολιών | monitorização radiológica |
IT | παρακολούθηση αλλαγών | Registar alterações |
comp., MS | παρακολούθηση απομακρυσμένης περιόδου λειτουργίας | sombreamento |
econ. | παρακολούθηση από την τεχνική βοήθεια | acompanhamento efetuado pela assistência técnica |
Braz., comp., MS | παρακολούθηση αρχείου καταγραφής | ouvinte de log |
environ. | παρακολούθηση γλυκών νερών | monitorização da água doce |
el. | παρακολούθηση δεδομένων | controlo de dados |
transp., avia. | παρακολούθηση δεδομένων πτήσης | monitorização de dados de voo |
gen. | παρακολούθηση διαχειρίσεως πυρηνικών υλικών | contabilidade dos materiais nucleares |
commun., IT | παρακολούθηση εισερχόμενων κλήσεων | observação das chamadas que entram |
polit. | Παρακολούθηση Εκλογών | Observação das Eleições |
commun., IT | παρακολούθηση επιδόσεων του δικτύου | monitorização da perfórmance da rede |
nat.sc. | παρακολούθηση επιλεγµένου ιόντος | monitorização seletiva de iões |
Braz., comp., MS | Παρακολούθηση εφαρμογών | Monitor de Aplicativos |
comp., MS | Παρακολούθηση εφαρμογών | Monitor de Aplicações |
commun. | παρακολούθηση ζεύξης | supervisão das ligações |
fin. | παρακολούθηση θέσης | transações de ajustamento |
environ. | παρακολούθηση θθορύβου | monitorização do ruído |
environ. | παρακολούθηση και έλεγχος της μεταφοράς αποβλήτων | fiscalização e controlo das transferências de resíduos |
gen. | παρακολούθηση και αξιολόγηση | acompanhamento e avaliação |
environ., UN | παρακολούθηση και αξιολόγηση της μεταφοράς ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλες αποστάσεις στην Ευρώπη | Programa concertado de vigilância contínua e avaliação do transporte a longa distância dos poluentes atmosféricos na Europa |
environ., UN | παρακολούθηση και αξιολόγηση της μεταφοράς ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλες αποστάσεις στην Ευρώπη | vigilância contínua e avaliação do transporte a longa distância dos poluentes atmosféricos na Europa |
commun., IT | παρακολούθηση και διαχείριση | monitorização e gestão |
commun. | παρακολούθηση κατά τη σάρωση | perseguição durante a busca |
commun. | παρακολούθηση κατά την σάρωση | perseguição durante a busca |
Braz., comp., MS | παρακολούθηση κατανεμημένης σύνδεσης | Rastreamento de Link Distribuído |
industr. | παρακολούθηση κατασκευής κοσμημάτων | contrastação dos produtos de joalharia |
stat., social.sc. | παρακολούθηση κοινωνικών στατιστικών | Observatório de estatísticas sociais |
environ. | παρακολούθηση κυκλοφορίας | monitorização de tráfego |
commun., transp. | παρακολούθηση μέσω ραντάρ | guiamento passivo |
commun., transp. | παρακολούθηση με ραντάρ | seguimento por radar |
ed., IT | παρακολούθηση με υπολογιστή | monitorização assistida por computador |
ed., IT | παρακολούθηση με υπολογιστή | controlo assistido por computador |
law | παρακολούθηση μετά την έκτιση της ποινής | acompanhamento posterior ao cumprimento da pena |
med. | παρακολούθηση νόσων | vigilância de doença |
fin. | παρακολούθηση παρεμβάσεων νομισματικής πολιτικής | acompanhamento das intervenções de política monetária |
environ. | παρακολούθηση περιβάλλοντος | vigilância de zona |
environ. | παρακολούθηση περιβάλλοντος | vigilância do meio ambiente |
environ. | παρακολούθηση περιβάλλοντος | supervisionamento da área |
commun. | παρακολούθηση ποιότητας ζεύξης | supervisão da qualidade de uma ligação |
el. | παρακολούθηση ποιότητας κυκλώματος | controlo de qualidade do circuito |
commun. | παρακολούθηση ρυθμού σφαλμάτων ευθυγράμμισης | monitorização da taxa de erro durante o alinhamento |
law, commun. | παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο και καθ'όλο το εικοσιτετράωρο | intercetar transmissões em tempo real e sem interrupção |
IT | παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο των σχετικών με τις συναλλαγές εντύπων | acompanhamento em tempo real dos formulários ligados às transações |
commun. | παρακολούθηση σημάτων σε διάφορες βαθμίδες του πομπού | monitor |
commun. | παρακολούθηση σημάτων σε διάφορες βαθμίδες του πομπού | dispositivo de controlo automático |
Braz., comp., MS | παρακολούθηση συνομιλίας | acompanhamento de conversas |
comp., MS | παρακολούθηση συνομιλίας | registo de conversações |
commun. | παρακολούθηση συχνότητας | ajuste de compensação |
environ. | παρακολούθηση σωματιδίων | vigilância das partículas |
environ. | παρακολούθηση σωματιδίων | controlo das partículas |
commun. | παρακολούθηση τηλεπικοινωνιών | interceção de telecomunicações |
environ. | παρακολούθηση της ατμόσφαιρας | monitorização atmosférica |
life.sc. | παρακολούθηση της ατμόσφαιρας της γης | vigilância atmosférica mundial |
agric. | παρακολούθηση της γεωργίας με τηλεπισκόπηση | acompanhamento de agricultura com o auxílio de deteção remota |
agric. | παρακολούθηση της γεωργίας με τηλεπισκόπηση | Monitorização da agricultura por teledeteção |
fin. | παρακολούθηση της διαδικασίας αντιστοιχίας | acompanhamento dos matchings |
mater.sc. | παρακολούθηση της διατήρησης της συνέχειας του κυκλώματος | monitorizar no que respeita à continuidade do circuito |
fin. | παρακολούθηση της είσπραξης των ιδίων πόρων | acompanhamento da recuperação dos recursos próprios |
ed., IT | παρακολούθηση της επίδοσης με τεχνητή νοημοσύνη | controlo inteligente dos desempenhos |
gen. | Παρακολούθηση της κατάστασης | controlo das condições de funcionamento |
commun., IT | παρακολούθηση της κατάστασης του τερματικού | observação do estado do terminal |
life.sc., environ. | Παρακολούθηση της Παράνομης Θήρευσης Ελεφάντων | Monitorização do Abate Ilegal de Elefantes |
environ. | παρακολούθηση της ποιότητας του αέρα | monitorização da qualidade do ar |
environ. | παρακολούθηση της ποιότητας του αέρα | qualidade do ar monitorização |
food.ind. | παρακολούθηση της πορείας μετά τη θέση σε κυκλοφορία | controlo de pos-comercialização |
transp. | παρακολούθηση της πορείας των αμαξοστοιχιών | supervisão da marcha dos comboios |
gen. | παρακολούθηση της προείας των αναλήψεων δαπανών | acompanhamento do processamento das autorizações de despesas |
health., agric. | παρακολούθηση της πόρειας | pista de auditoria |
environ. | παρακολούθηση της ρύπανσης | monitorização da poluição |
environ. | παρακολούθηση της σεισμικής δραστηριότητας | monitorização da atividade sísmica |
environ. | παρακολούθηση της σεισμικής δραστηριότητας | monitorização sísmica |
transp. | παρακολούθηση της χρησιμοποίησης των εκχωρηθέντων χρόνων χρήσης | controlar a utilização das faixas horárias atribuídas |
social.sc. | παρακολούθηση του διαδικτύου | monitorização através da Internet |
nat.sc., transp. | παρακολούθηση του θαλάσσιου περιβάλλοντος | monitorização do ambiente marinho |
environ. | παρακολούθηση του καιρού | monitorização meteorológica |
environ. | παρακολούθηση του περιβάλλοντος κατά τη διάρκεια της κανονικής λειτουργίας των εγκαταστάσεων | monitorização ambiental durante o funcionamento normal das instalações |
gen. | παρακολούθηση των αποφάσεων της Επιτροπής | acompanhamento das decisões da Comissão |
social.sc. | παρακολούθηση των δαπανών και των εισόδων κοινωνικής προστασίας | acompanhamento das despesas e receitas em matéria de proteção social |
mech.eng. | παρακολούθηση των διαλείψεων | monitorização da falha de ignição |
IT | παρακολούθηση των ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας | controlo das comunicações electrónicas |
environ. | παρακολούθηση των θαλασσών | monitorização marítima |
environ. | παρακολούθηση των θαλασσών | monitorização marinha |
fin. | παρακολούθηση των κοινοτικών πολιτικών | acompanhamento das políticas comunitárias |
fin. | παρακολούθηση των περιπτώσεων απάτης | acompanhamento financeiro dos casos de fraude |
polit. | παρακολούθηση των πράξεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου | Acompanhamento dos Actos Parlamentares |
environ. | παρακολούθηση των ρύπων | monitorização de poluentes |
commun. | παρακολούθηση των τηλεπικοινωνιών | interceção de telecomunicações |
crim.law., commun. | παρακολούθηση των τηλεπικοινωνιών μετά από νόμιμη άδεια | interceção legal de telecomunicações |
environ. | παρακολούθηση των υδάτων | controlo da água |
environ. | παρακολούθηση των υδάτων | monitorização da água |
IT | παρακολούθηση των υπό διαμετακόμιση εμπορευμάτων | acompanhamento das mercadorias em trânsito |
med. | περίπτωση υπό παρακολούθηση | caso em observação |
environ. | περιβαλλοντική παρακολούθηση | monitorização do ambiente |
environ. | περιβαλλοντική παρακολούθηση | monitorização ambiental |
IT | πολυετές πρόγραμμα 2003-2005 για την παρακολούθηση του σχεδίου δράσης eEurope 2005, τη διάδοση ορθής πρακτικής και τη βελτίωση της ασφάλειας των δικτύων και των πληροφοριών MODINIS | Programa Plurianual de Acompanhamento do Plano de Acção eEuropa 2005, Divulgação das Boas Práticas e Reforço da Segurança das Redes e da Informação |
fin. | προγραμματισμός και παρακολούθηση των εξαγωγικών πωλήσεων | planeamento e controlo das vendas à exportação |
fin. | προσέγγιση ελαχιστοποίησης διακυμάνσεων στην παρακολούθηση της πορείας του δείκτη | minimização da variância |
Braz., comp., MS | Προστασία από παρακολούθηση | Proteção contra Rastreamento |
comp., MS | Προστασία από παρακολούθηση | Proteção de Controlo |
gen. | προσωπική παρακολούθηση | vigilância individual |
environ. | Πρωτόκολλο στη Σύμβαση του 1979 για τη διαμεθοριακή ατμοσφαιρική ρύπανση σε μεγάλη απόσταση, σχετικά με τη μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση του προγράμματος για τη συνεχή παρακολούθηση και την εκτίμηση της μεταφοράς των ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλη απόσταση στην Ευρώπη EMEP | Protocolo à Convenção sobre a Poluição Atmosférica Transfronteiras a Longa Distância relativo ao Financiamento a Longo Prazo do Programa Comum de Vigilância Contínua e de Avaliação do Transporte a Longa Distância dos Poluentes Atmosféricos na Europa "EMEP" |
environ. | Πρόγραμμα συνεργασίας για τη συνεχή παρακολούθηση και την εκτίμηση της μεταφοράς σε μεγάλη απόσταση των ατμοσφαιρικών ρύπων στην Ευρώπη | Programa de Cooperação para a Vigilância Contínua e para a Avaliação do Transporte a Longa Distância dos Poluentes Atmosféricos na Europa |
environ. | Πρόγραμμα συνεργασίας για τη συνεχή παρακολούθηση και την εκτίμηση της μεταφοράς σε μεγάλη απόσταση των ατμοσφαιρικών ρύπων στην Ευρώπη | Programa Comum de Vigilância Contínua e de Avaliação do Transporte a Longa Distância dos Poluentes Atmosféricos na Europa |
econ., commer. | στατιστική παρακολούθηση | controlo estatístico |
environ. | στοιχειώδης παρακολούθηση | controlo da linha de base |
environ. | συνδυασμένος καθορισμός προτεραιοτήτων με βάση παρακολούθηση και προσομοιώσεις | sistema de fixação de prioridades que associa vigilância e modelização |
polit. | συνεδρίαση για την παρακολούθηση της εφαρμογής των συμπερασμάτων του Ελσίνκι | reunião de acompanhamento de Helsínquia |
environ., UN | συνεχής παρακολούθηση και εκτίμηση της μεταφοράς των ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλη απόσταση στην Ευρώπη | Programa concertado de vigilância contínua e avaliação do transporte a longa distância dos poluentes atmosféricos na Europa |
environ., UN | συνεχής παρακολούθηση και εκτίμηση της μεταφοράς των ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλη απόσταση στην Ευρώπη | vigilância contínua e avaliação do transporte a longa distância dos poluentes atmosféricos na Europa |
gen. | συνεχής παρατήρηση,συνεχής επαγρύπνιση,συνεχής παρακολούθηση | vigilância |
gen. | συνοριακή παρακολούθηση | vigilância de fronteiras |
gen. | συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση | supervisão |
gen. | συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση | vigilância contínua |
gen. | συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση | monitorização |
med. | σύστημα για την παρακολούθηση των μετακινήσεων | sistema de reconstituição dos movimentos |
law, commun. | ταυτόχρονη παρακολούθηση τηλεπικοινωνιών | interceções simultâneas |
econ. | τηλεοπτική παρακολούθηση | videovigilância |
transp. | τμήμα για την παρακολούθηση | parte de vigilância |
fin. | Υπηρεσία,Πιστώσεις και παρακολούθηση των χορηγήσεων | Departamento Crédito e Administração dos Financiamentos |
fin. | χρηματοδοτική παρακολούθηση | acompanhamento financeiro |
Braz., comp., MS | εγκατάσταση χωρίς παρακολούθηση | instalação silenciosa |
comp., MS | εγκατάσταση χωρίς παρακολούθηση | instalação automática |
environ. | όργανο για την παρακολούθηση της βλάστησης από το διάστημα | instrumento espacial de monitorização da vegetação |