DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Finances containing εντολή | all forms
GreekPortuguese
ανέκκλητη πιστωτική επιστολή; ανέκκλητη πιστωτική εντολήcarta de crédito irrevogável
αφανής εντολήordem oculta
διαπραγματεύσιμη εντολή ανάληψηςdepósito à ordem remunerado
εκδίδω εντολή δαπανών; εκδίδω εντολή πληρωμής δαπανώνautorizar despesas
εντολή άμεσου διακανονισμούordem de liquidação imediata
εντολή αγοράςordem de compra
εντολή αγοράς ή πώλησης χρεογράφων στην τρέχουσα τιμήordem para a cotação do dia
εντολή αγοράς μέχρι ανακλήσεωςoferta firme
εντολή αγοράς με ανώτατο όριο τιμήςordem de compra com limite
εντολή αγοράς με ανώτατο όριο τιμήςoferta de compra com limite
εντολή αγοράς ορισμένης ποσότητας χρεογράφων ή αγαθών σε συγκεκριμένη τιμήordem de compra com menção stop
εντολή αγοράς ορισμένης ποσότητας χρεογράφων ή αγαθών σε συγκεκριμένη τιμήoferta com menção stop
εντολή αγοράς σε ορισμένη τιμή για να αποφευχθεί ζημίαordem stop-loss
εντολή αγοράς σε ορισμένη τιμή για να αποφευχθεί ζημίαordem de bolsa com menção stop
εντολή ακύρωσηςordem de anulação
εντολή για πώληση στην αρχή και για αγορά στη συνέχειαordem vender primeiro, comprar depois
εντολή δαπάνηςemissão das ordens de pagamento das despesas
εντολή διακανονισμούnorma relativa à liquidação
εντολή δικαιώματος αγοράςwarrant de compra
εντολή δικαιώματος αγοράςcall warrant
εντολή είσπραξηςordem de cobrança
εντολή εκτέλεσης σε ορισμένη χρονική στιγμήordem com prazo de execução
εντολή εκτέλεσης σε ορισμένη χρονική στιγμήoferta com limite de prazo
εντολή εκφόρτωσηςordem de desembarque
εντολή εκφόρτωσηςordem de descarga
εντολή ενεργοποιούμενη σε εύρος τιμώνordem stop com limite
εντολή ενεργοποιούμενη σε εύρος τιμώνordem com limite de preço com menção stop
εντολή ενεργοποιούμενη σε συγκεκριμένο όριοordem stop
εντολή ημέραςordem para o dia
εντολή κατάσχεσηςordem de penhora
εντολή με όριο μέγιστης ζημίαςordem stop-loss
εντολή με όριο μέγιστης ζημίαςordem de bolsa com menção stop
εντολή μεταβίβασηςordem de transferência
εντολή μεταφοράς κεφαλαίωνordem de transferência a crédito
εντολή μονοήμερης διάρκειαςordem para o dia
εντολή παράδοσηςnotificação
εντολή πληρωμήςordem de pagamento
εντολή πληρωμής των δαπανώνordem de pagamento de uma despesa
εντολή πληρωμής φόρουintimação final
εντολή που παρέχει διακριτική ευχέρειαmandato discricionário
εντολή πώλησης με καθορισμένη ελάχιστη τιμήordem de venda com limite
εντολή πώλησης με καθορισμένη ελάχιστη τιμήoferta de venda com limite
εντολή πώλησης σε ακαθόριστη τιμήordem ao melhor
εντολή πώλησης στην αγοραία αξίαordem ao preço de mercado
εντολή πώλησης στην αγοραία αξίαoferta comum
εντολή πώλησης στην καλύτερη δυνατή τιμήordem ao melhor
εντολή σε περίπτωση αδυναμίας κάλυψηςinstrução no caso de a cobertura falhar
εντολή στην τιμή ανοίγματοςordem para efetuar à cotação de abertura
εντολή στην τιμή κλεισίματοςordem para efetuar à cotação de fecho
εντολή συναλλαγής με όριο τιμήςordem com limite de preço
εντολή συναλλαγής σε καθορισμένη τιμήordem com limite de preço
εντολή συναλλαγής σε τιμή ανώτερη ή κατώτερη του εύρους τιμών της αγοράςmarket if touched
εντολή των δαπανώνordem de pagamento de uma despesa
εντολή χορήγησης εκτός της Ένωσηςmandato no exterior da União
καθολική εντολήordem com proibição de transação parcial
μη διακανονισθείσα εντολή πληρωμήςordem de pagamento não liquidada
μηδενική εντολήordem com proibição de transação parcial
περιορισμένη εντολήordem limitada
πληρωμή με ταχυδρομική ή τραπεζική εντολήtransferência postal ou bancária
Προσωρινή εντολή για τις χώρες ΑΛΑmandato ALA interino
ταχυδρομική εντολήvale postal
τραπεζική εντολήordem de pagamento
τραπεζική εντολήlivrança
τραπεζική εντολή' ένταλμα πληρωμήςordem de pagamento
υπό εντολή δανειοδότησηempréstimo ao abrigo do mandato
χρηματική εντολήvale postal
χρηματιστηριακή εντολήordem de bolsa
χρηματοδοτική εντολήmandato de empréstimo