DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing δράση | all forms
GreekPortuguese
δέσμια διοικητική δράσηcompetência vinculada
διακυβερνητική δράσηação intergovernamental
διεκδικητική δράση συνδικαλιστικών οργανώσεωνação de reivindicação
κάθε θέση που λαμβάνεται ή κάθε εθνική δράση που μελετάται κατ'εφαρμογήν κοινής δράσηςqualquer tomada de posição ou qualquer ação prevista em execução de uma ação comum
κοινή δράση στους τομείς που εμπίπτουν στην εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείαςação comum em áreas pertencentes ao domínio da política externa e de segurança
συνίσταται σε συντονισμένη δράσηassumir a forma de uma ação concertada
συνδικαλιστική δράσηação sindical
συντονισμένη και συγκλίνουσα δράσηconvergência das ações 
Υποπρόγραμμα Value II σε δίκτυα επικοινωνίας ηλεκτρονικών υπολογιστών Ε&Α-Δράση σχετιχά με τις απαιτήσεις αρτιότητας και εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που αφορούν την κοινοτική Ε&ΤΑSubprograma II Value sobre redes de comunicações computorizadas de I&D - Ação sobre exigências de integridade e de confidencialidade da informação de I&D comunitária