Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Chinese
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
Terms
for subject
Social science
containing
δράση
|
all forms
Greek
Portuguese
αφιλοκερδής εθελοντική
δράση
trabalho em regime de voluntariado
Δράση
για την απασχόληση στην Ευρώπη: σύμφωνο εμπιστοσύνης
Acção para o Emprego na Europa - Um Pacto de Confiança
δράση
για την ασφάλεια στην Ευρώπη; πρόγραμμα SAFE
Acção de Segurança para a Europa
Δράση
για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας
Ação contra o racismo e a xenofobia
ειδική κοινοτική
δράση
για την καταπολέμηση της φτώχειας
ação comunitária específica de luta contra a pobreza
Ειδική κοινοτική
δράση
καταπολέμησης της φτώχειας
Ação Comunitária Específica de Luta contra a Pobreza
θετική
δράση
ação positiva
κοινωνική
δράση
υποστήριξης της οικογένειας
proteção da família
συνδικαλιστική
δράση
ação laboral
Σύμβαση για την απαγόρευση των χειρότερων μορφών εργασίας των παιδιών και την άμεση
δράση
με σκοπό την εξάλειψή τους
Convenção sobre as Piores Formas de Trabalho das Crianças
Σύμβαση για την απαγόρευση των χειρότερων μορφών εργασίας των παιδιών και την άμεση
δράση
με σκοπό την εξάλειψή τους
Convenção relativa à Interdição das Piores Formas de Trabalho das Crianças e à Acção Imediata com vista à sua Eliminação
Get short URL