DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Social science containing δράση | all forms
GreekPortuguese
αφιλοκερδής εθελοντική δράσηtrabalho em regime de voluntariado
Δράση για την απασχόληση στην Ευρώπη: σύμφωνο εμπιστοσύνηςAcção para o Emprego na Europa - Um Pacto de Confiança
δράση για την ασφάλεια στην Ευρώπη; πρόγραμμα SAFEAcção de Segurança para a Europa
Δράση για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίαςAção contra o racismo e a xenofobia
ειδική κοινοτική δράση για την καταπολέμηση της φτώχειαςação comunitária específica de luta contra a pobreza
Ειδική κοινοτική δράση καταπολέμησης της φτώχειαςAção Comunitária Específica de Luta contra a Pobreza
θετική δράσηação positiva
κοινωνική δράση υποστήριξης της οικογένειαςproteção da família
συνδικαλιστική δράσηação laboral
Σύμβαση για την απαγόρευση των χειρότερων μορφών εργασίας των παιδιών και την άμεση δράση με σκοπό την εξάλειψή τουςConvenção sobre as Piores Formas de Trabalho das Crianças
Σύμβαση για την απαγόρευση των χειρότερων μορφών εργασίας των παιδιών και την άμεση δράση με σκοπό την εξάλειψή τουςConvenção relativa à Interdição das Piores Formas de Trabalho das Crianças e à Acção Imediata com vista à sua Eliminação