Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Azerbaijani
Bengali
Bulgarian
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Punjabi
Romanian
Russian
Serbian
Serbian Latin
Spanish
Tatar
Vietnamese
Terms
for subject
Finances
containing
αντικείμενο
|
all forms
Greek
Portuguese
έρευνα με
αντικείμενο
την επιβολή αντισταθμιστικού δασμού
inquérito em matéria de direitos de compensação
αντικείμενο
ενδιαφέροντος
objeto de interesse
αντικείμενο
ενδιαφέροντος
objecto
αντικείμενο
κερδοσκοπίας
vaga de especulação
αντικείμενο
προς εκτελωνισμό μέσω του ταχυδρομείου
objeto a desalfandegar pelo correio
αντικείμενο
προς εκτελωνισμό μέσω του ταχυδρομείου
desembaraço alfandegário de um objeto
αντικείμενο
πρόβλεψης
previsão de crédito
αντικείμενο
πρόβλεψης
mapa previsional das despesas e receitas
αντικείμενο
της δαπάνης
objeto da despesa
αποτελώ
αντικείμενο
μεταφοράς
ser objeto de transferência
αποτελώ
αντικείμενο
πρόσκλησης καταβολής
ser objeto de uma chamada
δαπάνη που αποτελεί το
αντικείμενο
ανάληψης
despesas autorizadas
εισαγωγή που αποτελεί
αντικείμενο
επιδότησης
importação objeto de subvenções
εισαγωγή που αποτελεί
αντικείμενο
ντάμπινγκ
importação objeto de dumping
επένδυση που δεν μπορεί να αποτελέσει εύκολα
αντικείμενο
διαπραγμάτευσης
investimento não imediatamente negociável
κάθε είσπραξη θα πρέπει να αποτελεί
αντικείμενο
κοινοποίησης στον διατάκτη
qualquer recebimento deve ser objeto de uma notificação ao ordenador
νόμισμα που αποτελεί
αντικείμενο
διαπραγμάτευσης στις επίσημες αγορές συναλλάγματος
moeda cotada nos mercados cambiais oficiais
οι πιστώσεις αποτελούν
αντικείμενο
αυτόματης μεταφοράς
as dotações transitam automaticamente
συμβουλευτική επιτροπή για την προστασία από τις εισαγωγές που αποτελούν
αντικείμενο
ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων
Comité Consultivo relativo à Defesa contra as Importações objeto de Dumping ou de Subvenções
τίτλοι που αποτελούν
αντικείμενο
ανεπίσημης χρηματιστηριακής εγγραφής
títulos não cotados oficialmente
τίτλοι που αποτελούν
αντικείμενο
ανεπίσημης χρηματιστηριακής εγγραφής
valor mobiliário com cotações não oficiais
τίτλοι που αποτελούν
αντικείμενο
ανεπίσημης χρηματιστηριακής εγγραφής
título não cotado
τίτλοι που αποτελούν
αντικείμενο
διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο
títulos negociados na Bolsa
τίτλοι που αποτελούν
αντικείμενο
επίσημης χρηματιστηριακής εγγραφής
valor admitido à cotação
τίτλοι που αποτελούν
αντικείμενο
επίσημης χρηματιστηριακής εγγραφής
título cotado
oficialmente
χρεωστικός τίτλος που αποτελεί
αντικείμενο
διαπραγματεύσης στην αγορά
título de dívida negociável no mercado de capitais
Get short URL