DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Labor law containing Υπηρεσία | all forms
GreekPortuguese
αλλαγή έδρας στην υπηρεσίαmudança de residência
βρίσκομαι στην ενεργό υπηρεσίαno ativo
βρίσκομαι στην ενεργό υπηρεσίαem atividade
δημόσια υπηρεσία απασχόλησηςserviço público de emprego
Εθνική Υπηρεσία ΑπασχολήσεωςAgência Nacional para o Emprego
Εθνική υπηρεσία συνδιαλλαγήςServiço Nacional de Conciliação
ευρωπαϊκή υπηρεσία παρακολούθησης της απασχόλησηςobservatório europeu do emprego
Ομοσπονδιακή Υπηρεσία ΑπασχόλησηςServiço Federal do Trabalho
Ομοσπονδιακή Υπηρεσία ΑπασχόλησηςInstituto Federal do Emprego
Ομοσπονδιακή Υπηρεσία ΑπασχόλησηςAgência Federal para o Emprego
Ομοσπονδιακή Υπηρεσία ΕργασίαςInstituto Federal do Emprego
Ομοσπονδιακή Υπηρεσία ΕργασίαςServiço Federal do Trabalho
Ομοσπονδιακή Υπηρεσία ΕργασίαςAgência Federal para o Emprego
τελώ εν υπηρεσίαno ativo
τελώ εν υπηρεσίαem atividade
υπηρεσία αναζήτησης απασχόλησηςserviço de procura de emprego
Υπηρεσία ΑπασχολήσεωςAdministração do Emprego
υπηρεσία ελέγχουavaliação da colocação familiar
υπηρεσία με βάρδιεςtrabalho por turnos
υπηρεσία με βάρδιεςserviço por turnos
υπηρεσία σε βάρδιεςserviço por turnos
υπηρεσία τήρησης της τάξηςentidade responsável pela manutenção da ordem
υπηρεσία τοποθετήσεως των εργαζομένωνserviço de colocação de trabalhadores
υπηρεσία υγιεινής της εργασίαςserviço de higiene do trabalho
υπηρεσία υψηλής έντασης εργασίαςserviço de grande intensidade do fator trabalho
υπηρεσία υψηλής έντασης εργασίαςserviço com grande intensidade de mão de obra