Subject | Greek | English |
econ. | άνοδος των τιμών | rise of prices |
econ. | άνοδος των τιμών | price increase |
econ., commer., account. | άνοιγμα τιμών | price range |
econ. | άστατη διακύμανση των τιμών | erratic price fluctuation |
busin. | έλασσον βήμα τιμών | small price step |
econ. | έλεγχος των τιμών | price control |
gen. | ένδειξη των τιμών των μη εδώδιμων προϊόντων | indication of prices for non-food products |
econ., stat. | έρευνα τιμών | price collection |
gen. | έχω καθοριστικό ρόλο στο θέμα των τιμών | to act as a price leader |
econ. | αγοραίες τιμές | market value |
econ., fin. | ΑΕΠ σε σταθερές τιμές; ΑΕΠ σε πραγματικούς όρους | real GDP |
econ., fin. | ΑΕΠ σε σταθερές τιμές; ΑΕΠ σε πραγματικούς όρους | real gross domestic product |
econ., fin. | ΑΕΠ σε τιμές συντελεστών; ΑΕΠ βάσει κόστους συντελεστών | GDP at factor cost |
econ., fin. | ΑΕΠ σε τιμές της αγοράς | GDP at market prices |
econ., fin. | ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές; ονομαστικό ΑΕΠ | nominal GDP |
econ., fin. | ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές; ονομαστικό ΑΕΠ | gross domestic product in value |
econ., fin. | ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές; ονομαστικό ΑΕΠ | GDP in value |
econ., fin. | ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές; ονομαστικό ΑΕΠ | GDP in money terms |
econ., fin. | ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές; ονομαστικό ΑΕΠ | GDP at current prices |
econ. | αεροπορική εταιρεία με χαμηλές τιμές | low cost airline |
econ. | αθέμιτες τιμές | unfair prices |
econ. | ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου σε βασικές τιμές | gross fixed capital formation at basic prices |
econ. | ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου σε τιμές αγοραστή χωρίς τον εκπεστέο ΦΠΑ | gross fixed capital formation at purchasers'prices excluding deductible VAT |
tax. | ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου σε τιμές παραγωγού χωρίς τον εκπεστέο ΦΠΑ | gross fixed capital formation at producers'prices excluding deductible VAT |
econ. | ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε αγοραίες τιμές | gross value added at market prices |
econ. | ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε αγοραίες τιμές εκτός από το σύνολο των ΦΠA | gross value added at market prices excluding all VAT |
econ. | ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε αγοραίες τιμές κατά κλάδους | gross value added at market prices by branch |
econ. | ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε αγοραίες τιμές συμπεριλαμβανομένου του ΦΠA | gross value added at market prices including VAT |
econ. | ακαθάριστο εγχώριο προϊόν σε αγοραίες τιμές | gross domestic product at market prices |
econ. | ακαθάριστο εγχώριο προϊόν σε αγοραίες τιμές | GDP at market prices |
econ. | ακαθάριστο εθνικό προϊόν σε αγοραίες τιμές | gross national product at market prices |
econ., stat., fin. | ακαθάριστο εθνικό προϊόν σε τιμές της αγοράς; ακαθάριστο εθνικό προϊόν σε τιμές αγοράς | gross national product at market prices |
gen. | ανάληψη τιμολογιακής πρωτοβουλίας ; πρωτοβουλία καθορισμού των τιμών | price leadership |
gen. | ανάληψη υποχρέωσης ως προς τις τιμές | price undertakings |
econ., construct. | ανάλυσις τιμών | analysis of rates |
econ. | ανακόπτω τη σπειροειδή ανέλιξη μισθών και τιμών | to dampen the wage-price spiral |
law, tax. | αναπροσαρμογή των τιμών για τις μεταβιβάσεις | to adjust transfer prices |
econ., stat. | ανοδική τάση των τιμών | tendency to rise |
econ., stat. | ανοδική τάση των τιμών | upward trend of prices |
econ., stat. | ανοδική τάση των τιμών | upward trend in prices |
econ., stat. | ανοδική τάση των τιμών | tendency for prices to rise |
fin. | αντίστροφοι συντελεστές που προκύπτουν από τις τιμές μετατροπής | inverse rates derived from the conversion rates |
tech., mater.sc. | αντιπροσωπευτικές τιμές | representative values |
econ. | αντισταθμίζω τη διαφορά μεταξύ των υψηλοτέρων τιμών | to compensate for the higher price |
econ., agric. | αντισταθμιστική ενίσχυση τιμών | price compensation aid |
agric. | αντισταθμιστική ενίσχυση των τιμών | price compensation aid |
econ. | ανώμαλες κινήσεις τιμών | abnormal movements of prices |
fin. | ανώτατες και κατώτατες τιμές | upper and lower rates |
econ., fin. | ανώτατο όριο τιμών | price ceiling |
econ. | αξία σε σταθερές τιμές των αγαθών που αγοράζονται για μεταπώληση από τους εμπορικούς κλάδους | constant price value of goods resold by the wholesale and retail trades |
econ. | αξία σε σταθερές τιμές των αγαθών που επαναπωλούνται | constant price value of goods bought for resale |
econ. | αξία σε τιμές αγοραστή των αγαθών που αποθεματοποιούνται από τους χρήστες | value at purchasers'prices of goods put into stock by users |
commer. | αξία σε τιμές παραγωγού | producers'price |
commer. | αξία σε τιμές παραγωγού | producer's value |
commer. | αξία σε τιμές παραγωγού | factory price |
commer. | αξία σε τιμές παραγωγού | price ex factory |
commer. | αξία σε τιμές παραγωγού | price ex works |
commer. | αξία σε τιμές παραγωγού | ex-works price |
econ. | αξία της παραγωγής σε βασικές τιμές | value of output at basic prices |
econ. | αξία της παραγωγής των αντίστοιχων μη εμπορικών κλάδων σε τιμές παραγωγού | value of the output at producers'prices |
econ. | αξία των εισαγωγών,αποτιμημένη σε τιμές του έτους βάσης | value of imports,revalued at the prices of the base year |
econ. | αξίες σε τρέχουσες τιμές | values at current prices |
law, fin. | απαγόρευση της ευθυγράμμισης των τιμών | prohibition of price alignment |
fin. | αποδοτικότητα καθορισμού τιμών | pricing efficiency |
fin. | αποδοτικότητα καθορισμού τιμών | external efficiency |
fin. | αποδοτικότητα τιμών ανάλογα με τιツ διαθέσιμες πληροφορίες για την αγορά | marketplace price efficiency |
econ. | αποπληθωρισμός μέσω ενός δείκτη των τιμών | to deflate by means of an index of prices |
commer., fin. | αποπληθωριστής τιμών καταναλωτή | consumption price deflator |
econ., fin. | αποπληθωριστικός συντελεστής ιδιωτικής κατανάλωσης; τεκμαιρόμενος αποπληθωριστής τιμών ιδιωτικής κατανάλωσης | private consumption deflator |
econ. | αποτίμηση σε πραγματικές τιμές των ροών | valuation in real terms of flows |
econ. | αποτιμήσεις σε τιμές που μπορεί να παρατηρηθούν άμεσα | valuation at prices which can be observed directly |
life.sc., environ. | απόκλιση τιμών ολικού όζοντος | total ozone deviation |
fin. | απότομη πτώση τιμών | break |
fin. | απότομη πτώση τιμών μετοχής | to break |
econ. | αυξομείωση αποθεμάτων σε βασικές τιμές | change in stocks at basic prices |
econ. | αυξομείωση αποθεμάτων σε τιμές αγοραστή χωρίς τον εκπεστέο ΦΠΑ | change in stocks at purchasers'prices excluding deductible VAT |
econ. | αυξομείωση αποθεμάτων σε τιμές παραγωγού χωρίς τον εκπεστέο ΦΠΑ | change in stocks at producers'prices excluding deductible VAT |
econ. | αύξηση των τιμών | price increase |
fin. | βαθμίδα μεταβολής τιμών | minimum quotation spread |
fin. | βαθμίδα μεταβολής τιμών | tick |
fin. | βαθμίδα μεταβολής τιμών | minimum price change |
fin. | βασικές τιμές μετά την απόφαση συναλλαγής | posttrade benchmarks |
fin. | βασικές τιμές πριν από την απόφαση συναλλαγής | pre-trade benchmarks |
econ. | βασικό μέτρο των τιμών | index for the measure of prices |
agric. | γενική συμφωνία επί της "δέσμης τιμών" | overall agreement on the price proposals |
math. | γενικευμένη κατανομή ακραίων-τιμών | generalised extreme-value distribution |
account. | γενικό επίπεδο τιμών | general price level |
econ. | γεωργικές τιμές | farm prices |
econ. | γνωστοποίηση των τιμών | publishing of prices |
agric. | δέσμη μέτρων για τις τιμές και τα συναφή μέτρα | price and related measures package |
econ. | δίνη κερδών-τιμών | profit-price spiral |
econ. | δείκται τιμών | cost indexes |
econ., stat. | δείκτες τιμών και όγκου συνολικών εξισωτικών μεγεθών | price and volume indices of aggregate balancing item |
econ. | δείκτες τιμών και όγκου του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος | price and volume indices of gross domestic product |
gen. | δείκτης ρυθμού μεταβολής τιμών | rate of change |
fin. | δείκτης τεκμαρτών τιμών | implicit price index |
econ. | δείκτης της εξέλιξης των τιμών | index for the measure of prices |
econ. | δείκτης τιμών | index of prices for cost of living |
fin. | δείκτης τιμών | trading index |
fin. | δείκτης τιμών | Arms index |
econ. | δείκτης τιμών | living index |
econ. | δείκτης τιμών | cost of living index |
econ. | δείκτης τιμών εισαγόμενων προϊόντων | import price index |
math. | δείκτης τιμών κατανάλωσης | CPI |
math. | δείκτης τιμών κατανάλωσης | consumption price index |
math. | δείκτης τιμών κατανάλωσης | consumer price index |
math. | δείκτης τιμών καταναλωτή | consumption price index |
math. | δείκτης τιμών καταναλωτή | CPI |
math. | δείκτης τιμών καταναλωτή | consumer price index |
econ., stat. | δείκτης τιμών καταναλωτή Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου | European Economic Area Index of Consumer Prices |
gen. | δείκτης τιμών καταναλωτή της Νομισματικής 'Ενωσης | Monetary Union Index of Consumer Prices |
gen. | δείκτης τιμών καταναλωτή της Νομισματικής 'Ενωσης | Monetary Union Consumer Price Index |
econ., fin. | δείκτης τιμών λιανικής πώλησης | retail prices index |
fin. | δείκτης τιμών μετοχών | index of share quotations |
fin. | δείκτης τιμών μετοχών | share price index |
fin. | δείκτης τιμών μετοχών | index of share prices |
fin., econ. | δείκτης τιμών μετοχών; δείκτης μετοχών | share price index |
fin. | δείκτης τιμών μετοχών,σε ECU | index of share prices,in ecu |
fin. | δείκτης τιμών μετοχών,σε σταθερές τιμές | index of share prices,at constant prices |
gen. | δείκτης τιμών παραγωγού | producer price index |
econ. | δείκτης τιμών στον παραγωγό | producer's price index |
econ. | δείκτης τιμών στον παραγωγό | index of producer prices |
econ., fin. | δείκτης τιμών χονδρικής πώλησης | wholesale price index |
econ., market., fin. | δείκτης τιμών χονδρικής πώλησης | index of wholesale prices |
fin. | δείκτης τιμών χρηματιστηρίου αξιών Νέας Υόρκης | New York Stock Exchange composite index |
fin. | δείκτης τιμών χρηματιστηρίου αξιών Νέας Υόρκης | NYSE composite index |
fin. | δείκτης τιμών Χρηματιστηρίου Νέας Υόρκης NYSE | New York Stock Exchange index |
fin. | δείκτης τιμών Χρηματιστηρίου Νέας Υόρκης NYSE | NYSE index |
agric. | δείκτης όγκου σε σταθερές τιμές | volume index at constant prices |
gen. | δεν έχουν καταγραφεί τιμές | no quotation |
fin. | 1.δημιουργός αγοράς market maker 2. διαμορφωτής τιμών | market-maker |
fin. | 1.δημιουργός αγοράς market maker 2. διαμορφωτής τιμών | dealer |
law, transp. | διάταγμα περι ελαχίστων τιμών | Minimum Values Order |
econ. | διάφορα στοιχεία του καθεστώτος τιμών και παρεμβάσεων | the various elements of the price and intervention system |
econ. | διακυμάνσεις των σχετικών τιμών των διαφόρων αγαθών και υπηρεσιών | movements in the relative prices of the different types of goods and services |
econ., stat. | διακυμάνσεις των τιμών | fluctuation of prices |
econ., fin. | διακυμάνσεις των τιμών συναλλάγματος | monetary fluctuation |
econ., fin. | διακυμάνσεις των τιμών συναλλάγματος | exchange rate fluctuation |
econ. | διακύμανση των τιμών | price fluctuation |
econ. | διαμόρφωση τιμών | price formation |
econ. | διαμόρφωση τιμών χρηματιστηριακών τίτλων | stock-exchange listing |
econ., fin. | διαμόρφωση των τιμών | pricing |
econ. | διανεμόμενη παραγωγή σε βασικές τιμές | distributed output at basic prices |
econ. | διανεμόμενη παραγωγή σε τιμές παραγωγού χωρίς τον τιμολογούμενο ΦΠΑ | distributed output at producers'prices excluding invoiced VAT |
gen. | διαπραγματευτής των τιμών φυσικού αερίου | negotiator of gas tariffs |
econ. | διατηρώ τη σταθερότητα των τιμών | to maintain price stability |
econ. | διατοπικές συγκρίσεις τιμών και όγκου ανάμεσα σε διαφορετικές εθνικές οικονομίες | spatial comparison of prices and volumes |
fin. | διαφορά μεταξύ των τιμών πώλησης και αγοράς | margin between bid and offer prices |
earth.sc., mech.eng. | διαφορά οριακών τιμών ψύξης | approach |
fin. | διαφορά τιμών εμπορευμάτων | intercommodity spread |
fin. | διαφορά τιμών του ιδίου εμπορεύματος | intramarket spread |
fin. | διαφορά τιμών του ιδίου εμπορεύματος | interdelivery spread |
econ. | διαφορές στις τιμές | price disparity |
econ. | διαφορισμός τιμών | price discrimination |
econ., stat. | διορθωμένος κατά τις μεταβολές των τιμών | adjusted for price changes |
law, econ., stat. | διυπηρεσιακή ειδική ομάδα για λεπτομερείς στατιστικές τιμών. | inter-services Task Force on detailed prices statistics |
econ., fin. | διόρθωση των τιμών | price adjustment |
econ., fin. | διόρθωση των τιμών | adjustment of current prices |
gen. | εγγυημένες τιμές | guaranteed prices |
gen. | εγχώριες τιμές | domestic prices |
fin. | εθνικό πλαίσιο καθορισμού τιμών αναφοράς | national price source panel |
agric. | ειδικός συντελεστής τιμών | specific price coefficient |
econ. | εισαγωγές παρόμοιων προϊόντων από τρίτες χώρες σε τιμές εξόδου από το τελωνείο | imports of similar products from third countries at ex-customs prices |
commer., transp. | εισαγωγές παρόμοιων προϊόντων σε τιμές cif | imports of similar products at cif prices |
econ. | εισαγωγές σε τιμές εξόδου από το τελωνείο χωρίς το ΦΠΑ | imports at ex-customs prices excluding VAT |
econ. | εισαγωγές,σε τιμές εξόδου από το τελωνείο χωρίς τον τιμολογούμενο ΦΠΑ | imports,at ex-customs prices excluding invoiced VAT |
econ. | εισαγωγή παρόμοιων προϊόντων από την κοινότητα σε τιμές εξόδου από το τελωνείο | imports of similar products from the Community at ex-customs prices |
med. | εκθετική κατανομή των τιμών | log-normal distribution of values |
econ. | εκτίμηση της απόσβεσης πάγιου κεφαλαίου σε τρέχουσες τιμές | estimation of the consumption of fixed capital at current prices |
econ. | εκφράζω σε πραγματικές τιμές | to express values in real terms |
econ., fin. | ελαστικότητα των τιμών | price elasticity |
econ. | ελεύθερη διαμόρφωση τιμών | free-market pricing |
econ. | εναρμόνιση των τιμών | harmonisation of prices |
econ. | ενδιάμεσες εισροές σε βασικές τιμές | intermediate inputs at basic prices |
econ. | ενδιάμεσες εισροές σε τιμές παραγωγού χωρίς τον εκπεστέο ΦΠΑ | intermediate inputs at producers'prices excluding deductible VAT |
econ. | ενδιάμεσες χρήσεις σε βασικές τιμές | intermediate uses at basic prices |
econ. | ενδιάμεσες χρήσεις σε τιμές παραγωγού χωρίς τον εκπεστέο ΦΠΑ | intermediate uses at producers'prices excluding deductible VAT |
earth.sc. | ενιαία διαδικασία αξιολόγησης των τιμών εκπομπής θορύβου | unified procedure to assess noise emission values |
econ., IT | ενιαίες τιμές | single prices |
fin. | ενιαίος δείκτης τιμών NYSE | New York Stock Exchange composite index |
fin. | ενιαίος δείκτης τιμών NYSE | NYSE composite index |
earth.sc., chem. | εξίσωση αριθμητικών τιμών | numerical value equation |
earth.sc., chem. | εξίσωση αριθμητικών τιμών | measure equation |
econ., stat. | εξίσωση των τιμών | equalization of prices |
econ., stat. | εξίσωση των τιμών | equalisation of prices |
econ. | εξαγωγές σε βασικές τιμές | exports at basic prices |
econ. | εξαγωγές σε τιμές παραγωγού χωρίς το ΦΠΑ | exports at producers'prices,excluding VAT |
econ. | επίπεδο τιμών | level of prices |
econ. | επίπεδο τιμών αγοράς συγκρίσιμο με εκείνο που διεπιστώθη | a level of market prices comparable with the level recorded |
econ., fin. | επίσημο δελτίο ; δελτίο τιμών χρηματιστηρίου | official list |
med. | επενδυτής που προσδοκά άνοδο τιμών στο χρηματιστήριο | bull operator |
econ., fin. | επενδυτής που προσδοκά άνοδο τιμών στο χρηματιστήριο | bull speculator |
med. | επενδυτής που προσδοκά άνοδο τιμών στο χρηματιστήριο | bull |
econ. | επιτρεπόμενες τιμές | acceptable values |
construct., mun.plan. | επιτροπή πραγματογνωμόνων των τιμών των οικοπέδων στο Βερολίνο | Expert Group on Land Valuations in Berlin |
fin. | επιχείρηση που διαθέτει τα προϊόντα σε μειωμένες τιμές | price discounter |
fin. | επιχείρηση που διαθέτει τα προϊόντα σε μειωμένες τιμές | discounter |
agric. | εποχιακός καθορισμός των τιμών | seasonal adjustment |
econ., fin. | ευαισθησία τιμών | price sensitivity |
agric., met. | ευθυγράμμιση τιμών | price alignment |
fin. | ευρωπαϊκός δείκτης τιμών καταναλωτή | European index of consumer prices |
fin. | ευρωπαϊκός δείκτης τιμών καταναλωτή | European Consumer Price Index |
law, econ. | εφαρμογή προκαθορισμένων τιμών μεταπώλησης | resale price maintenance |
econ. | η πρώτη προσέγγιση τιμών η οποία αναφέρεται στο άρθρο 52 | the first move towards price alignment referred to in Article 52 |
commer., polit. | η συμφωνία δεν αποκλείει την εφαρμογή μέτρων αντιστάθμισης τιμών γι'αυτά τα προϊόντα | the Agreement does not preclude the application of price compensation measures |
econ., fin. | ημέρα γενικού καθορισμού των τιμών | general quotation day |
econ., stat. | ισοτιμία τιμών καταναλωτή | parity of consumer prices |
econ. | κάμψη τιμών | price cutting |
fin. | κάμψη των τιμών | price setback |
fin. | κάμψη των τιμών | price fall |
econ., fin. | κίνηση μισθών και τιμών | wage and price movement |
fin., scient. | κίνηση των τιμών | price action |
fin., scient. | κίνηση των τιμών | price reaction |
fin., scient. | κίνηση των τιμών | movement of prices |
econ. | καθήλωση των τιμών | price freeze |
gen. | καθήλωση των τιμών | ..standstill on prices |
econ. | καθαρή προστιθέμενη αξία σε αγοραίες τιμές | net value added at market prices |
econ. | καθαρό εγχώριο προϊόν σε αγοραίες τιμές | net domestic product at market prices |
account. | καθαρό εγχώριο προϊόν σε τιμές αγοράς | net domestic product at market prices |
econ. | καθαρό εθνικό προϊόν σε αγοραίες τιμές | net national product at market prices |
econ., stat. | καθαρό εθνικό προïόν σε τιμές αμοιβής συντελεστών παραγωγής | net national product at factor cost |
econ. | καθεστώς των εφαρμοζομένων τιμών | rules governing prices |
fin. | καθημερινή συμμετρική αποτίμηση των περιθωρίων σε τρέχουσες τιμές | symmetric daily marking-to-market of the collateral |
gen. | καθορισμό των τιμών | fixing of prices |
fin. | καθορισμός και εφαρμογή των μέσων κατ'αποκοπή τιμών | to fix and apply standard average values |
econ. | καθορισμός πολλαπλών τιμών | split pricing |
fin. | καθορισμός τιμών A | fixing A |
fin. | καθορισμός τιμών B | fixing B |
econ., fin. | καθορισμός τιμών | price securing |
fin., econ. | καθορισμός τιμών | pricing structure |
econ., fin. | καθορισμός τιμών | price fixing |
fin. | καθορισμός τιμών βάσει ιστορικών τιμών | historic pricing |
fin. | καθορισμός τιμών βάσει παρελθοντικών τιμών | historic pricing |
econ. | καθορισμός των τιμών | fixing of prices |
econ. | καθορισμός των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής | to fix purchase or selling prices or any other trading conditions |
life.sc. | καμπύλη ίσων τιμών | isobase |
life.sc. | καμπύλη ίσων τιμών | isogram |
life.sc. | καμπύλη ίσων τιμών | isometric line |
life.sc. | καμπύλη ίσων τιμών | isopleth |
life.sc. | καμπύλη ίσων τιμών | isontic line |
life.sc. | καμπύλη ίσων τιμών | isoline |
life.sc. | καμπύλη ίσων τιμών | isarithm |
ecol. | καμπύλη οριακών τιμών | limit value curve |
life.sc. | κανονικές τιμές | normals |
econ. | καρτέλ με σκοπό τον καθορισμό τιμών | price ring |
econ. | καρτέλ με σκοπό τον καθορισμό τιμών | price-fixing cartel |
econ. | καρτέλ με σκοπό τον καθορισμό τιμών | price cartel |
fin. | κατάλογος προσφερθέντων και ζητηθέντων τιμών μετοχής | stock quote |
fin. | κατάλογος τιμών χρηματιστηρίου | stock exchange list |
fin. | κατάλογος τιμών χρηματιστηρίου | quotation list |
fin. | καταγραφέας τιμών χρηματιστηρίου | market reporter |
econ. | καταχρηστικές τιμές | excessively high prices |
fin. | κερδοσκοπώ αναμένοντας άνοδο τιμών | to speculate for a rise |
fin. | κερδοσκοπώ αναμένοντας άνοδο τιμών | to enter into bull transactions |
fin. | κερδοσκοπώ αναμένοντας άνοδο τιμών | to buy for a rise |
fin. | κερδοσκοπώ αναμένοντας πτώση τιμών | to speculate for a fall |
fin. | κερδοσκοπώ αναμένοντας πτώση τιμών | to sell for a fall |
fin. | κερδοσκοπώ αναμένοντας πτώση τιμών | to enter into bear transactions |
med. | κερδοσκόπος που προβλέπει άνοδο τιμών | bull operator |
med. | κερδοσκόπος που προβλέπει άνοδο τιμών | bull |
econ. | κλίμακα τιμών | price range |
gen. | κλιμάκωση των παραδόσεων και όροι των τιμών | delivery dates and price terms |
econ. | κοινή πολιτική τιμών | common price policy |
econ. | κοινός μηχανισμός των τιμών | common pricing mechanism |
gen. | κριτήριο σταθερότητας των τιμών | criterion on price stability |
agric. | κύκλος διακυμάνσεων των τιμών χοιρείου κρέατος | pigmeat cycle |
agric. | λιμένας αναφοράς για τις τιμές | reference port for prices |
econ. | λογαριασμοί και πίνακες σε σταθερές τιμές | accounts and tables at constant prices |
econ. | λογαριασμοί και πίνακες σε τρέχουσες τιμές | accounts and tables at current prices |
agric. | μέσες εθνικές τιμές κόστους | average national production costs |
agric. | μέσες τιμές κόστους | average production costs |
life.sc. | μέσες τιμές περιόδων | period averages |
gen. | μέσος κατά κεφαλήν μισθός σε πραγματικές τιμές | real per capita emoluments |
gen. | μέσος όρος των τιμών που διαπιστώνονται | average of the price quotations recorded |
econ., market. | μέτρο που βασίζεται στις τιμές | price-based measure |
econ. | μακροχρόνια κίνηση των τιμών και του όγκου | long-term movement in prices and volume |
busin. | μείζον βήμα τιμών | large price step |
econ., fin. | μεγάλη πτώση τιμών | great depression |
gen. | μεικτές τιμές | mixed prices |
med. | μεροληψία που οφείλεται στις εξαιρετικά ακραίες τιμές | bias in handling outliers |
econ. | μεταβολές στη διάρθρωση των χρήσεων ενός προϊόντος σε περίπτωση διαφοροποίησης των τιμών | changes in the pattern of the uses of a product in the event of price discrimination |
econ. | μεταβολές της "αξίας σε σταθερές τιμές" | changes in the "value at constant prices" |
econ. | μεταβολές του κόστους παραγωγής του προϊόντος με τιμές έτους βάσης | changes in the production costs of the product at base year prices |
econ., mater.sc. | μεταβολές των τιμών | changes in prices |
econ. | μεταβολές των τιμών στο επίπεδο των επιμέρους συναλλαγών | changes in prices at the level of individual transactions |
nat.sc., agric. | μετατροπέας τιμών | value measurement transformer |
earth.sc., mech.eng. | μετατροπή των τιμών μέτρησης | translation of measured values |
earth.sc., mech.eng. | μετατροπή των τιμών μέτρησης | conversion of measured values |
gov. | μεταφορές κεφαλαίων στις επίσημες τιμές συναλλάγματος | transfers at the official exchange rate |
gen. | μεταφορές στις επίσημες τιμές συναλλάγματος | transfers at the official exchange rate |
tech. | μη αυτόματο όργανο μέτρησης χρησιμοποιούμενο για τη μέτρηση ποσοτήτων συναφών με τη μάζα,ή τιμών που προκύπτουν από τη μάζα | non-automatic measuring instrument for the measurement of mass-related quantities or from mass-derived values |
econ. | μη κανονικές σχέσεις τιμών | abnormal price relationships |
gen. | μηχανισμός τιμών αναγωγής; μηχανισμός τιμών ενεργοποίησης | trigger-price mechanism |
econ. | ο καθορίζων τις τιμές | price setter |
econ. | ο καθορίζων τις τιμές | price maker |
law, transp., industr. | Οδηγία για την κατασκευή των οδών, κεφάλαιο: μέσες τιμές | Directives for road construction: cross-sections |
econ. | οι διαφορές στα επίπεδα τιμών εξισώνονται ως εξής | the differences in price levels shall be compensated as follows |
econ. | οι παράγωγες τιμές παρεμβάσεως | the derived intervention prices |
econ. | οι τιμές κατωφλίου | the threshold prices |
econ. | οι τιμές που επετεύχθησαν υπό το εθνικό καθεστώς εγγυημένων τιμών | prices obtained under the national system of guaranteed prices |
econ. | οι όροι των τιμών ή της παραδόσεως και τά τιμολόγια των μεταφορών | prices and delivery terms or transport rates and conditions |
econ. | ολοκληρωμένο σύστημα δεικτών τιμών και όγκου | integrated system of price and volume indices |
agric. | Ομάδα Εργασίας "Γεωργικές Τιμές" | Working Party on Agricultural Prices |
tech. | οριακές τιμές αποθήκευσης | limiting values for storage |
tech. | οριακές τιμές λειτουργίας | limiting values for operation |
tech. | οριακές τιμές μεταφοράς | limiting values for transport |
econ., fin. | AEΠ σε σταθερές τιμές | gross domestic product in volume |
econ., fin. | AEΠ σε σταθερές τιμές | real GDP |
econ., fin. | AEΠ σε σταθερές τιμές | real gross domestic product |
econ., fin. | AEΠ σε σταθερές τιμές | GDP in volume |
econ., fin. | AEΠ σε σταθερές τιμές | gross domestic product at constant prices |
econ., fin. | AEΠ σε σταθερές τιμές | GDP in real terms |
econ., fin. | AEΠ σε σταθερές τιμές | gross domestic product in real terms |
econ., fin. | AEΠ σε σταθερές τιμές | GDP at constant prices |
econ. | AEΠ σε τιμές συντελεστών | gross domestic product at factor cost |
econ. | AEΠ σε τιμές της αγοράς | gross domestic product at market prices |
econ. | AEΠ σε τιμές της αγοράς | GDP at market prices |
econ. | AEΠ σε τρέχουσες τιμές | GDP in value |
econ. | AEΠ σε τρέχουσες τιμές | nominal GDP |
econ. | AEΠ σε τρέχουσες τιμές | GDP in money terms |
econ. | AEΠ σε τρέχουσες τιμές | GDP at current prices |
agric. | πάγωμα των θεσμικών τιμών | standstill on institutional prices |
agric. | πάγωμα των θεσμικών τιμών | freeze on institutional prices |
econ. | πάγωμα των τιμών | standstill on prices |
econ. | πίνακας εισροών-εκροών σε βασικές τιμές | input-output table at basic prices |
econ. | πίνακας εισροών-εκροών σε μεικτές τιμές | input-output table at mixed prices |
econ. | πίνακας εισροών-εκροών σε τιμές παραγωγούπίνακας χωρίς τον εκπεστέο ΦΠΑ | input-output table at producers'prices table excluding deductible VAT |
econ. | πίνακας τιμών | price list |
econ., fin., agric. | πίνακες για το γρήγορο υπολογισμό τόκων, τιμών, κλπ. "ready reckoner"; πίνακες δια την ταχείαν εξεύρεσιν τόκων, τιμών κλπ. | ready reckoner |
econ. | παράλληλη αύξηση μισθών και τιμών | wage-price spiral |
econ. | παράλληλη αύξηση μισθών και τιμών | inflationary spiral |
econ. | παραγωγή,σε τιμές παραγωγού χωρίς τον τιμολογούμενο ΦΠΑ | output,at producers'prices excluding invoiced VAT |
gov., environ. | παραμετρικές τιμές | parametric values |
nat.sc., industr. | πεδίο τιμών σημείου τήξης | melting range |
commer., polit. | περιθώριο πώλησης σε χαμηλότερες τιμές | undercutting margin |
commer., polit. | περιθώριο χαμηλότερων τιμών | undercutting margin |
life.sc. | περιοδικές μέσες τιμές | period means |
life.sc. | περιοδικές μέσες τιμές | period means averages |
life.sc. | περιοδικές μέσες τιμές | period averages |
fin. | περιοριστική πολιτική των τιμών | tight pricing policy |
econ. | περιοριστική πολιτική των τιμών | price restraint policy |
econ., stat. | πληθωρισμός τιμών | inflation |
econ., stat. | πληθωρισμός τιμών | price inflation |
econ., stat. | πληθωρισμός τιμών | cost escalation |
econ. | πολιτικές τιμές | political prices |
econ. | πολιτική επί των τιμών | prices policy |
econ. | πολιτική επί των τιμών | price policy |
econ. | πολιτική τιμών | prices policy |
econ. | ποσότητες πολλαπλασιασμένες επί τις τιμές | quantities multiplied by prices |
econ. | ποσότητες που αποτιμώνται σε τιμές έτους βάσης | quantities revalued at base year prices |
econ. | πραγματική παραγωγή σε βασικές τιμές | actual output at basic prices |
econ. | πραγματική παραγωγή σε τιμές παραγωγού χωρίς τον τιμολογούμενο ΦΠΑ | actual output at producers'prices excluding invoiced VAT |
econ. | πρακτική καθορισμού τιμών | pricing practices |
econ., market. | πρακτική των επιβεβλημένων τιμών | retail price maintenance |
econ. | προβλέψιμη εξέλιξη των τιμών | foreseeable price trend |
econ. | προσαρμογές για να διασφαλιστεί η συνέπεια των στοιχείων τιμών και όγκου | to ensure consistency of the price and volume data |
econ., fin. | προσαρμογή των τιμών | price adjustment |
econ., fin. | προσαρμογή των τιμών | adjustment of current prices |
econ., stat. | προσαρμοσμένος κατά τις μεταβολές των τιμών | adjusted for price changes |
econ. | προσδοκίες για την εξέλιξη των τιμών | price expectation |
fin. | προσδοκίες σχετικά με τη διαμόρφωση των τιμών | price expectations |
account. | προστιθέμενη αξία σε βασικές τιμές | value added at constant prices |
account. | προστιθέμενη αξία σε βασικές τιμές | Value added at constant prices |
agric. | προσφορές με τιμές μη φυσιολογικά χαμηλές | supplies at abnormally low prices |
econ., stat. | προσωρινός δείκτης τιμών καταναλωτή | interim index of consumer prices |
econ. | Προσωρινός Δείκτης Τιμών Καταναλωτή | interim index of consumer prices |
econ. | προτείνει εξίσωση των τιμών | to propose that prices be equalised |
life.sc. | πρόβλημα οριακών τιμών | boundary value problem |
econ. | πτώση τιμών πετρελαίου | fall in oil prices |
econ. | πτώση των τιμών | price reduction |
med. | πωλητής χρεογράφων που προβλέπει άνοδο τιμών | bull operator |
med. | πωλητής χρεογράφων που προβλέπει άνοδο τιμών | bull |
econ., fin. | ρήτρα αναπροσαρμογής τιμών | price adjustment clause |
econ., fin. | ρήτρα αναπροσαρμογής τιμών | indexation clause |
econ., market. | ρήτρα κλιμάκωσης των τιμών | price escalation clause |
law | ρήτρα σχετική με τον καθορισμό των τιμών | price-fixing clause |
econ., stat. | ροπές των τιμών | price trend |
econ. | ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ σε πραγματικές τιμές | GPD expanding in real terms |
econ. | ρύθμιση των τιμών | price regulations |
econ., stat., agric. | σε πραγματικές τιμές | in real terms |
econ., stat. | σε σταθερές τιμές | at constant prices |
chem. | σε σχετικές τιμές | in relative value |
econ., stat. | σειρά των τιμών | price series |
econ. | σειρές των αξιών σε σταθερές τιμές | series of values at constant prices |
econ., market. | στήριξη τιμών υπέρ των παραγωγών | price support to producers |
econ. | στήριξη των γεωργικών τιμών | farm price support |
econ. | στήριξη των τιμών | price support |
gen. | στήριξη των τιμών της αγοράς | market price support |
agric. | σταδιακή μείωση των τιμών των σιτηρών | phased reduction in cereal prices |
law | σταθερές τιμές | stable prices |
econ. | σταθερές τιμές | at constant prices |
gen. | σταθερές τιμές | realistic prices |
law | σταθερή επίδοση στο θέμα των τιμών | price performance that is sustainable |
econ. | σταθερότητα των τιμών | standstill on prices |
econ. | σταθερότητα των τιμών | price stability |
econ. | σταθμισμένος δείκτης τιμών με σταθερές σταθμίσεις | fixed weighted price index |
earth.sc., el. | στιγμιαίες τιμές ομιλίας | momentary speech values |
gen. | στις κατώτατες δυνατές τιμές | at rock-bottom prices |
econ. | στοιχεία σε σταθερές τιμές | data at constant prices |
econ. | στοιχεία των τρεχουσών τιμών | current price data |
fin. | στρατηγική στάθμισης και αξιολόγησης ενός δείκτη τιμών | indexing plus |
fin. | στρατηγική στάθμισης και αξιολόγησης ενός δείκτη τιμών | enhanced indexing |
commer., polit., econ. | στρεβλώσεις των τιμών | price distortion |
econ., fin. | στόχος της σταθερότητας των τιμών | objective of price stability |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας 88/105/ΕΟΚ σχετικά με τη διαφάνεια των μέτρων που ρυθμίζουν τον καθορισμό των τιμών των φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση και την κάλυψη του κόστους των στα πλαίσια των εθνικών ασφαλιστικών συστημάτων υγείας | Consultative Committee for implementation of Directive 89/105/EEC relating to the transparency of measures regulating the pricing of medicinal products for human use and their inclusion in the scope of national health insurance systems |
energ.ind. | Συμβουλευτᄍκή επιτροπή για την τεχνική προσαρμογή της κοινοτικής διαδικασίας για τη διαφάνεια των τιμών αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας για τον τελικό βιομηχανικό καταναλωτή | Advisory Committee for the technical adaptation of the Community procedure to improve the transparency of gas and electricity prices charged to industrial end-users |
fin. | συμπίεση τιμών | price compression |
fin., commer. | συμφωνία για τη μείωση των τιμών | agreement on lowering prices |
econ., fin. | συμφωνία για την εξομάλυνση των τιμών | price-regularisation agreement |
fin., transp. | συμφωνία καθορισμού των τιμών | price-fixing agreement |
econ. | συμφωνία σε θέματα τιμών | price agreement |
commer. | συμφωνία τήρησης τιμών | price-fixing agreement |
commer. | συμφωνία τήρησης τιμών | price fixing |
econ. | συναλλαγές που εγγράφονται με βάση τις εισαγωγές αγαθών σε τιμές fob | transactions recorded on the basis of imports of goods valued f.o.b. |
econ. | συνολικές εισαγωγές παρόμοιων προϊόντων σε τιμές εξόδου από το τελωνείο | total imports of similar products at ex-customs prices |
econ. | συνολικές τελικές χρήσεις σε βασικές τιμές | total final uses at basic prices |
econ. | συνολικές τελικές χρήσεις σε τιμές αγοραστή χωρίς τον εκπεστέο ΦΠΑ | total final uses at purchasers'prices excluding deductible VAT |
tax. | συνολικές τελικές χρήσεις σε τιμές παραγωγού χωρίς τον εκπεστέο ΦΠΑ | excluding deductible VAT |
econ. | συνολικές χρήσεις σε βασικές τιμές | total uses at basic prices |
econ. | συνολικές χρήσεις σε μεικτές τιμές | total uses at mixed prices |
econ. | συνολικές χρήσεις σε τιμές παραγωγού | total uses at producers'prices |
econ. | συνολικοί πόροι σε βασικές τιμές | total resources at basic prices |
econ. | συνολικοί πόροι σε μεικτές τιμές | total resources at mixed prices |
econ. | συνολικοί πόροι σε τιμές παραγωγού | total resources at producers'prices |
econ. | συντάσσεται πίνακας των υφισταμένων ακόμη ελαχίστων τιμών | a table of minimum prices still in force shall be drawn up |
fin. | συσχετισμός τρεχουσών τιμών | bootstrapping |
mater.sc., construct. | συχνές τιμές | frequent values |
agric. | σχέδιο δράσης για την αστάθεια των τιμών των τροφίμων και τη γεωργία | Action Plan on food price volatility and agriculture |
law, fin. | σύμβαση βάσει προσωρινών τιμών | provisional price contract |
law, fin. | σύμβαση βάσει τιμών μονάδας | unit-price contract |
econ. | σύστημα δεικτών τιμών και όγκου | system of volume and price indices |
agric. | σύστημα ενιαίων τιμών για την Κοινότητα | single price system for the Community |
econ., fin. | σύστημα καθορισμού τιμών αναφοράς | financial instrument reference price-fixing scheme |
econ. | σύστημα παράγωγων δεικτών τιμών | system of implicit price indices |
agric. | σύστημα φθινουσών τιμών εισόδου | system of decreasing entry prices |
econ., stat. | τάσεις των τιμών | price trend |
commer., fin., scient. | τάση τιμών | trend |
commer., fin., scient. | τάση τιμών | price trend |
gen. | τήρηση ευλόγων ορίων στις τιμές | to ensure that equitable limits are observed |
econ., market. | τήρηση των τιμών | price observation |
law | τα τρία το πολύ κράτη μέλη με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών | at most, the three best performing Member States in terms of price stability |
mater.sc., construct. | τακτικές τιμές | frequent values |
econ. | τεκμαιρόμενος αποπληθωριστής τιμών | implicit price index |
econ. | τεκμαιρόμενος αποπληθωριστής τιμών | implicit price deflator |
econ. | τεχνητή μείωση των τιμών παραγωγού | artificial reduction of cost prices |
econ. | τιμές ή αξίες που προκύπτουν από λογιστικά στοιχεία | prices or values which are reconstructed from accounting elements |
account. | τιμές αγοραστή | purchasers' price |
tax. | τιμές αγοραστή χωρίς τον εκπεστέο ΦΠΑ | purchasers'prices excluding deductible VAT |
econ. | τιμές αξιών | price of securities |
gen. | τιμές vαρκωτικώv | drug prices |
econ. | τιμές γεωργικών προϊόντων | price of agricultural produce |
tech., mater.sc. | τιμές διαστασιολόγησης | design values |
tax. | τιμές εξόδου από το τελωνείο χωρίς τον εκπεστέο ΦΠΑ | ex-customs prices excluding deductible VAT |
econ. | τιμές επιδότησης του έτους βάσης | subsidy prices of the base year |
econ., stat. | τιμές καταναλωτή σε ECU | consumer prices expressed in ecu |
econ., account. | τιμές κόστους αντικατάστασης | replacement value |
econ., account. | τιμές κόστους αντικατάστασης | replacement price |
econ., account. | τιμές κόστους αντικατάστασης | replacement cost |
account. | τιμές κόστους συντελεστών παραγωγής | factor cost |
agric. | τιμές παραγωγής που διαπιστώνονται στις αντιπροσωπευτικές αγορές παραγωγής της Κοινότητας | producer prices recorded in the representative production zones of the Community |
econ. | τιμές που θεσπίζονται ή καθορίζονται σε κανονικά διαστήματα | prices established or fixed at regular intervals |
econ. | τιμές που μπορεί να παρατηρηθούν άμεσα | prices which can be observed directly |
econ. | τιμές που πραγματικά βαρύνουν τους αγοραστές | prices actually borne by the purchasers |
agric. | τιμές προσφοράς "ελεύθερο στα σύνορα" | free-at-frontier offer price |
econ. | τιμές στις οποίες αποτιμώνται οι ροές | prices at which the flows are valued |
mater.sc., construct. | τιμές συνδυασμών | combination values |
mater.sc., construct. | τιμές σχεδόν μόνιμες | quasi permanent values |
econ. | τιμές της φορολογίας του έτους βάσης | taxation prices of the base year |
mun.plan. | τιμολόγιο δύο βασικών τιμών | two-part tariff |
mater.sc., el. | τιμολόγιο μεταβλητών τιμών ανά κλιμάκιο | step tariff |
mater.sc., el. | τιμολόγιο σταθερών τιμών ανά κλιμάκιο | block tariff |
mater.sc., el. | τιμολόγιο τιμών μονάδας ισχύος και ενέργειας | demand tariff |
mater.sc., el. | τιμόλογιο σταθερής επιβάρυνσης ισχύος και τιμών μονάδας ενέργειας | standing charge tariff |
econ. | τρέχουσες τιμές | at current prices |
earth.sc. | τριχρωματικές τιμές | tristimulus values |
earth.sc., el. | τριχρωματικές φασματικές τιμές κατά CIE | CIE spectral tristimulus values |
econ., invest. | υπερβολική διόγκωση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων | asset price bubble |
econ., invest. | υπερβολική διόγκωση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων | asset bubble |
gen. | Υπηρεσία Ελέγχου Τιμών και Προστασίας Καταναλωτών | Price Control and Consumers' Protection Service |
gen. | Υπηρεσία Ελέγχου Τιμών και Προστασίας Καταναλωτών | Competition and Consumer Protection Service |
econ. | υπολογισμός της αμοιβής εξαρτημένης εργασίας σε σταθερές τιμές | calculation at constant prices of the compensation of employees |
econ. | υπολογισμός της ενδιάμεσης ανάλωσης σε σταθερές τιμές | calculation of intermediate consumption at constant prices |
tax. | υπολογισμός του εκπεστέου ΦΠΑ σε σταθερές τιμές | calculation of deductible VAT at constant prices |
econ. | υπολογισμός των υφιστάμενων αγαθών πάγιου κεφαλαίου σε σταθερές τιμές | calculation of the stock of fixed capital goods at constant prices |
fin. | υποχώρηση των τιμών | price setback |
fin. | υποχώρηση των τιμών | price fall |
mater.sc., met. | υψηλές τιμές της ομοιόμορφης επιμήκυνσης είναι χαρακτηριστικό της υπερπλαστικότητας | the high-neck-free elongation characteristic of superplasticity |
econ. | υψηλός βαθμός απασχολήσεως και σταθερότης του επιπέδου των τιμών | a high level of employment and a stable level of prices |
law | υψηλός βαθμός σταθερότητας τιμών | high degree of price stability |
econ. | φαινομενικές τιμές | shadow prices |
earth.sc., el. | φασματικές τριχρωματικές τιμές | spectral tristimulus values |
econ. | φαύλος κύκλος κερδών-τιμών | profit-price spiral |
econ., invest. | φούσκα των τιμών των περιουσιακών στοιχείων | asset price bubble |
econ., invest. | φούσκα των τιμών των περιουσιακών στοιχείων | asset bubble |
econ., fin. | χειραγώγηση των τιμών | price manipulation |
econ., market. | χρόνος αφετηρίας τιμών | base year |
econ., market. | χρόνος αφετηρίας τιμών | base |
econ., fish.farm. | ψαλίδα των τιμών | price bracket |
econ., fin. | όρος αναθεωρήσεως τιμών | price adjustment clause |
econ., fin. | όρος αναθεωρήσεως τιμών | indexation clause |