Subject | Greek | English |
met. | έλεγχος με συρματόσχοινο | rope-operated control |
mech.eng. | αγαλβάνιστο συρματόσχοινο | ungalvanized wire rope |
agric. | ανάρτηση με συρματόσχοινο | suspension bracket with cable |
mech.eng. | ανασχετήρας καταστρώματος με συρματόσχοινο και φορέα | haul-down system |
mech.eng. | ανασχετήρας καταστρώματος με συρματόσχοινο και φορέα | bear trap |
mech.eng. | ασυστροφικό συρματόσχοινο | rope without twist |
transp. | βαρούλκο με συρματόσχοινο | cable winch |
tech., construct. | βυθομετρώ με συρματόσχοινο | to sound along a cable |
coal. | γεώτρηση με συρματόσχοινο | cable tool drilling |
coal. | γεώτρηση με συρματόσχοινο | cable drilling |
coal. | γεώτρηση με συρματόσχοινο | Pennsylvanian drilling |
mech.eng. | γυμνό συρματόσχοινο | ungalvanized wire rope |
gen. | δείγμα με συρματόσχοινο | wire-line coring |
mech.eng., construct. | διακόπτης ενεργοποιούμενος από συρματόσχοινο | rope driven switch |
construct. | εκσκαφέας με κάδο κρεμαστό σε συρματόσχοινο | slackline dragline |
mech.eng. | ελικοειδές συρματόσχοινο | spiral rope |
transp. | εύκαμπο συρματόσχοινο ελέγχου | flexible control cable |
mech.eng. | ημίκλειστο φέρον συρματόσχοινο | half locked coil construction track rope |
mech.eng. | ημισυστροφικό συρματόσχοινο | with moderate twist |
mech.eng., construct. | κάτω συρματόσχοινο | compensating rope |
mech.eng. | κίνηση με συρματόσχοινο | rope drive |
mech.eng. | κίνηση με συρματόσχοινο | cable drive |
mech.eng. | κλειστό φέρον συρματόσχοινο | fully locked coil construction track rope |
fish.farm. | κύριο συρματόσχοινο | main wire |
agric., mech.eng. | κύριο συρματόσχοινο έλξεως | lead line |
agric., mech.eng. | κύριο συρματόσχοινο έλξεως | haulage line |
agric., mech.eng. | κύριο συρματόσχοινο έλξεως | haulage cable |
agric., mech.eng. | κύριο συρματόσχοινο έλξεως | main cable |
agric., mech.eng. | κύριο συρματόσχοινο έλξεως | main line |
agric., mech.eng. | κύριο συρματόσχοινο έλξεως | skidder line |
agric., mech.eng. | κύριο συρματόσχοινο έλξεως | traction cable |
agric., mech.eng. | κύριο συρματόσχοινο έλξεως | traction rope |
agric., mech.eng. | κύριο συρματόσχοινο έλξεως | yarding line |
agric., mech.eng. | κύριο συρματόσχοινο έλξεως | traction line |
agric., mech.eng. | κύριο συρματόσχοινο έλξεως | skidding line |
agric., mech.eng. | κύριο συρματόσχοινο έλξεως | operating line |
agric., mech.eng. | κύριο συρματόσχοινο έλξεως | main lead |
agric., mech.eng. | κύριο συρματόσχοινο έλξεως | drag line |
mech.eng. | μετάδοση κίνησης με συρματόσχοινο | rope drive |
met. | μεταλλικά καλώδια με κλώνους ή συρματόσχοινο με κλώνους | wire strand πρβλ. wire rope strand |
econ. | μεταφορά με συρματόσχοινο | cable transport |
forestr. | μεταφορέας με συρματόσχοινο | cable skidder |
transp., construct. | μη περιελισσώμενο συρματόσχοινο | anti-twist nuflex cable |
transp., construct. | μη περιελισσώμενο συρματόσχοινο | non-rotating cable |
transp., construct. | μη περιελισσώμενο συρματόσχοινο | anti-twist cable |
mech.eng. | πέδη με συρματόσχοινο | rope brake |
commun. | πλεγμένο καλώδιο, αγωγός, συρματόσχοινο | stranded cable, conductor, rope |
IT | πλεγμένο συρματόσχοινο | stranded conductor |
market. | πλεγμένο συρματόσχοινο | stranded wire |
mech.eng. | πλεγμένο συρματόσχοινο | stranded rope |
IT | πλεγμένο συρματόσχοινο | stranded cable |
transp. | πορθμείο που λειτουργεί με συρματόσχοινο | cable-operated ferry |
transp. | προεντεταμένο συρματόσχοινο | pre-stressed guy |
agric. | προσδένω συρματόσχοινο | bend a cable |
el. | πυλώνας στήριξης με συρματόσχοινο | tower braced with guy-wires |
el. | πυλώνας στήριξης με συρματόσχοινο | structure with tie-down |
earth.sc., transp. | ρυμούλκηση με συρματόσχοινο | funicular haulage |
earth.sc., transp. | ρυμούλκηση με συρματόσχοινο | wire-rope haulage |
earth.sc., transp. | ρυμούλκηση με συρματόσχοινο | winch haulage |
earth.sc., transp. | ρυμούλκηση με συρματόσχοινο | chain haulage |
mech.eng., construct. | σημάδια φθοράς αυλακώσεως της τροχαλίας από το συρματόσχοινο | rope rifling |
mech.eng., construct. | σημάδια φθοράς αυλακώσεως της τροχαλίας από το συρματόσχοινο | rope marking |
mech.eng. | σπειροειδές συρματόσχοινο | slackening of the rope |
mech.eng. | σπειροειδές συρματόσχοινο | spiral rope |
mech.eng. | συρματόσχοινο έλξεως | pulling rope |
mech.eng. | συρματόσχοινο έλξεως | pulling cable |
agric., mech.eng. | συρματόσχοινο έλξης | operating line |
agric., mech.eng. | συρματόσχοινο έλξης | skidding line |
agric., mech.eng. | συρματόσχοινο έλξης | traction line |
agric., mech.eng. | συρματόσχοινο έλξης | yarding line |
agric., mech.eng. | συρματόσχοινο έλξης | traction rope |
mech.eng. | συρματόσχοινο έλξης | pull rope |
mech.eng. | συρματόσχοινο έλξης | driving rope |
agric., mech.eng. | συρματόσχοινο έλξης | traction cable |
agric., mech.eng. | συρματόσχοινο έλξης | skidder line |
agric., mech.eng. | συρματόσχοινο έλξης | main line |
agric., mech.eng. | συρματόσχοινο έλξης | haulage line |
agric., mech.eng. | συρματόσχοινο έλξης | haulage cable |
agric., mech.eng. | συρματόσχοινο έλξης | lead line |
agric., mech.eng. | συρματόσχοινο έλξης | main lead |
agric., mech.eng. | συρματόσχοινο έλξης | main cable |
agric., mech.eng. | συρματόσχοινο έλξης | drag line |
hobby, transp., avia. | συρματόσχοινο αγκίστρωσης | anchor cable |
transp. | συρματόσχοινο αεροσκάφους | aircraft cable |
mech.eng. | συρματόσχοινο ανάρτησης τελεφερίκ | carrier cable |
mech.eng. | συρματόσχοινο ανάρτησης τελεφερίκ | bearer cable |
transp., construct. | συρματόσχοινο ανάρτησης του αντιβάρου | wire rope to counterweight |
transp., avia. | συρματόσχοινο ανάσχεσης αεροσκάφους με άγκιστρο | aircraft arresting hook wire |
mech.eng. | συρματόσχοινο αναβατορίου | hoist cable |
mech.eng. | συρματόσχοινο αντιβάρου | counterweight rope |
mech.eng., construct. | συρματόσχοινο αντιστάθμισης | compensating rope |
mech.eng. | συρματόσχοινο ανυψωτικής μηχανής | hoist cable |
transp., construct. | συρματόσχοινο ανύψωσης πασσάλου | pile hoist line |
transp., construct. | συρματόσχοινο ανύψωσης της σφύρας | hammer hoist line |
met., mech.eng. | συρματόσχοινο ασφαλείας | security rope |
met., mech.eng. | συρματόσχοινο ασφαλείας | work rope |
met., mech.eng. | συρματόσχοινο ασφαλείας | retaining rope |
transp. | συρματόσχοινο βραχίονας γερανού | jib wire |
mech.eng. | συρματόσχοινο γερανού | crane wire |
transp., construct. | συρματόσχοινο για το άνοιγμα του θυροφράγματος | wire rope for opening the valve |
transp., construct. | συρματόσχοινο για το άνοιγμα του θυροφράγματος | wire rope for opening the sluice |
mech.eng. | συρματόσχοινο για τύμπανο | winch rope |
transp. | συρματόσχοινο δεύτερης άγκυρας | second anchor wire |
mech.eng. | συρματόσχοινο δια τριγωνικών κλώνων | triangular strand construction haulage rope |
mech.eng., construct. | συρματόσχοινο διπλής αντιστάσεως | dual tensile rope |
mech.eng. | συρματόσχοινο ελέγχου | control wire rope |
mech.eng. | συρματόσχοινο ελέγχου | endless rope |
earth.sc., el. | συρματόσχοινο ελέγχου | control cable |
mech.eng. | συρματόσχοινο ελκυσμού | tension cable |
mech.eng. | συρματόσχοινο ενδοσύνδεσης | interlinking cable |
mech.eng., construct. | συρματόσχοινο εντολής διακοπής στο τέρμα υπερδιαδρομής | limit rope |
agric., mech.eng. | συρματόσχοινο επαναφοράς | haul-back line |
agric., mech.eng. | συρματόσχοινο επαναφοράς | haul-back |
agric., mech.eng. | συρματόσχοινο επαναφοράς | messenger |
agric., mech.eng. | συρματόσχοινο επαναφοράς | pull-back |
agric., mech.eng. | συρματόσχοινο επαναφοράς | receding line |
agric., mech.eng. | συρματόσχοινο επαναφοράς | tail rope |
agric., mech.eng. | συρματόσχοινο επαναφοράς | trip line |
agric., mech.eng. | συρματόσχοινο επαναφοράς | return line |
agric., mech.eng. | συρματόσχοινο επαναφοράς | back line |
met., mech.eng. | συρματόσχοινο εργασίας | work rope |
met., mech.eng. | συρματόσχοινο εργασίας | security rope |
met., mech.eng. | συρματόσχοινο εργασίας | retaining rope |
mech.eng. | συρματόσχοινο θαλάμου | car cable |
mech.eng. | συρματόσχοινο ισοστάθμισης | equalizer rope |
mech.eng. | συρματόσχοινο ισοστάθμισης | equalizer chain |
mech.eng. | συρματόσχοινο ισχύος | power cable |
industr., construct., chem. | συρματόσχοινο καλυμένο με ελαστικό | tough rubber sheath cable |
mech.eng. | συρματόσχοινο κλεισίματος | closing rope |
mech.eng. | συρματόσχοινο κυκλικής διατομής | circular rope |
mech.eng. | συρματόσχοινο κυκλικής διατομής | circular cable |
mech.eng. | συρματόσχοινο λεπτών συρματιδίων | fine wire rope |
mech.eng. | συρματόσχοινο με κλώνους | stranded rope |
fish.farm. | συρματόσχοινο με το οποίο σέρνεται το δίχτυ στο βυθό | trawl warp |
transp., construct. | συρματόσχοινο μετά τριγωνικών εμβόλων | triangular strand cable |
mech.eng. | συρματόσχοινο μετάδοσης κίνησης | transmission rope |
agric., mech.eng. | συρματόσχοινο μετατοπίσεως | drag line |
agric., mech.eng. | συρματόσχοινο μετατοπίσεως | strop |
agric., mech.eng. | συρματόσχοινο μετατοπίσεως | choker |
mech.eng. | συρματόσχοινο μη τανυσμένο | slack rope |
coal., mech.eng. | συρματόσχοινο πεπλατυσμένων κλώνων | flattened strand rope |
transp. | συρματόσχοινο πλαγιοδέτησης | spring hawser |
transp. | συρματόσχοινο πλαγιοδέτησης | hurricane |
transp., mech.eng. | συρματόσχοινο ρυμουλκήσεως | trail |
agric. | συρματόσχοινο ρυμουλκήσεως | tow line |
agric. | συρματόσχοινο σημαντήρα | buoy rope |
agric. | συρματόσχοινο σημαντήρα | buoy line |
mech.eng., el. | συρματόσχοινο στήριξης | guy wire |
mech.eng. | συρματόσχοινο στρογγυλών κλώνων | round strand rope |
transp., industr., construct. | συρματόσχοινο της πτέρνας | heel bead wire |
transp., industr., construct. | συρματόσχοινο της πτέρνας | bead filler |
transp., industr., construct. | συρματόσχοινο της πτέρνας | bead core |
gen. | συρματόσχοινο της πτέρνας | bead bundle |
gen. | συρματόσχοινο του τακουνιού | bead core |
gen. | συρματόσχοινο του τακουνιού | heel bead wire |
gen. | συρματόσχοινο του τακουνιού | bead filler |
gen. | συρματόσχοινο του τακουνιού | bead bundle |
fish.farm. | συρματόσχοινο τράτας | trawl warp |
fish.farm. | συρματόσχοινο τράτας | warp |
agric. | συρματόσχοινο τράτας | trawl sweep line |
coal., mech.eng. | συρματόσχοινο τριγωνικών κλώνων | flattened strand rope |
environ., agric. | συρματόσχοινο φορτίου | lead line |
mech.eng. | συρματόσχοινο φρένου | brake pull cable |
mech.eng. | συρματόσχοινο φρένου | brake cable |
transp., construct. | συρματόσχοινο χειρισμού της ανατροπής | tripping rope |
transp., construct. | συρματόσχοινο χειρισμού της ανατροπής | trip line |
transp., construct. | συρματόσχοινο χειρισμού της τσιμπίδας | nipper line |
mech.eng. | συρματόσχοινο χονδρών συρματιδίων | coarse wire rope |
mech.eng. | συστρέφω συρματόσχοινο | to kink |
forestr. | σύρση ξυλείας με επίγειο συρματόσχοινο | skidding by ground line |
coal. | σύστημα κοχλιών με συρματόσχοινο | cable bolt system |
mech.eng. | φρένο με συρματόσχοινο | rope brake |
mech.eng. | χαλαρό συρματόσχοινο | slack rope |
mech.eng. | χαλύβδινο συρματόσχοινο | steel wire rope |
met. | χαλύβδινο συρματόσχοινο | steel cable |
mech.eng. | χαλύβδινο συρματόσχοινο διασταυρούμενης συστροφής | ordinary lay rope |
mech.eng. | χαλύβδινο συρματόσχοινο με πλέξιμο Lang | Langs lay rope |
mech.eng. | χαλύβδινο συρματόσχοινο με πλέξιμο Lang | Langs lay |
mech.eng. | χαλύβδινο συρματόσχοινο παράλληλης συστροφής | Langs lay rope |
mech.eng. | χαλύβδινο συρματόσχοινο παράλληλης συστροφής | Langs lay |
mech.eng. | χαλύβδινο συρματόσχοινο σταυρωτού πλεξίματος | ordinary lay rope |
fish.farm. | χοντρό συρματόσχοινο | sweep |
fish.farm. | χοντρό συρματόσχοινο | bridle |
mech.eng. | ωθελκτικό συρματόσχοινο | push pull cable |