Subject | Greek | English |
comp., MS | "Ένδειξη ""Δεν βρίσκομαι στον υπολογιστή"", όταν ο υπολογιστής είναι ανενεργός για αυτήν τη χρονική περίοδο:" | Show me as away when my computer is idle for this time period: (The option in the Options dialog box, on the Rules tab, that changes the user's status to Away after the computer has been idle for the selected time period) |
polit. | Όταν δηλώσεις, συμπεράσματα ή ψηφίσματα έχουν εγκριθεί τυπικά από το Συμβούλιο, αυτό επισημαίνεται στον τίτλο του σχετικού σημείου και το κείμενο τίθεται εντός εισαγωγικών. | Where declarations, conclusions or resolutions have been formally adopted by the Council, this is indicated in the heading for the item concerned and the text is placed between quotation marks. |
law | Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη. | When Member States adopt those measures, they shall contain a reference to this Directive or shall be accompanied by such reference on the occasion of their official publication. The methods of making such a reference shall be laid down by the Member States. |
industr., construct. | άργιλος που παίρνει κίτρινο χρώμα όταν ψήνεται | yellow-burning clay |
industr., construct. | άργιλος που παίρνει λευκό χρώμα όταν ψήνεται | white-burning clay |
busin., labor.org., account. | έσοδα που προκύπτουν όταν υπαχθούν κλιμακωτά στο οικονομικό αποτέλεσμα τα ωφελήματα που απορρέουν από την κτήση στοιχείων του ενεργητικού με καταβολή ποσού κατώτερη από το πληρωτέο κατά τη λήξη | income arising from the spreading on a time basis of the discount on assets acquired at an amount below the sum payable at maturity |
chem., mech.eng. | ίχνη ατμού φαιρούνται από τα αέρια με υγρασία όταν αυτά περάσουν από μια απορροφητική μονάδα | traces of water vapour are stripped from the wet gas by passing it through an adsorbing unit |
agric. | ακραίο σημείο του ρύγχους όταν είναι κλειστό | tip of the snout |
transp. | ακριβώς όταν χρειάζεται | just-in-time |
law | απόκτηση δικαιώματος ιδιοκτησίας όταν λήξει άλλο περιορισμένης διάρκειας | remainder |
IT | αριθμός των LSB που πρέπει να συγκριθούν όταν η λειτουργία είναι εκτός οικείου δικτύου | number of LSBs to be compared when operating outside home network |
econ. | αρχική αξία της απαίτησης όταν αποκτήθηκε ή δημιουργήθηκε | original value of the asset when it was acquired or created |
gen. | βλαβερό όταν εισπνέεται | harmful by inhalation |
gen. | βλαβερό όταν εισπνέεται | harmful if inhaled |
gen. | βλαβερό όταν εισπνέεται | R20 |
gen. | βλαβερό όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | R20/21 |
gen. | βλαβερό όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | harmful if inhaled and in contact with skin |
gen. | βλαβερό όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | Harmful by inhalation and in contact with skin |
gen. | βλαβερό όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | harmful by inhalation and if swallowed |
gen. | βλαβερό όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | harmful if inhaled and if swallowed |
gen. | βλαβερό όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | R20/22 |
gen. | βλαβερό όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | harmful if inhaled,in contact with skin and if swallowed |
gen. | βλαβερό όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | harmful by inhalation, in contact with skin and if swallowed |
gen. | βλαβερό όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | R20/21/22 |
gen. | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται | harmful:danger of serious damage to health by prolonged exposure through inhalation |
gen. | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται | R48/20 |
gen. | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | harmful:danger of serious damage to health by prolonged exposure through inhalation and in contact with skin |
gen. | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | R48/20/21 |
gen. | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | harmful:danger of serious damage to health by prolonged exposure through inhalation and if swallowed |
gen. | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | R48/20/22 |
gen. | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | R48/20/21/22 |
gen. | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | harmful:danger of serious damage to health by prolonged exposure through inhalation, in contact with skin and if swallowed |
gen. | βλαβερό:πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται | R40/20 |
gen. | βλαβερό:πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται | harmful:possible risk of irreversible effects if inhaled |
gen. | βλαβερό:πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται | Harmful:possible risk of irreversible effects through inhalation |
gen. | βλαβερό:πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | harmful:possible risk of irreversible effects through inhalation and in contact with skin |
gen. | βλαβερό:πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | R40/20/21 |
gen. | βλαβερό:πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | harmful:possible risk of irreversible effects if inhaled and if swallowed |
gen. | βλαβερό:πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | harmful:possible risk of irreversible effects through inhalation and if swallowed |
gen. | βλαβερό:πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | R40/21/22 |
gen. | βλαβερό:πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | harmful:possible risk of irreversible effects in contact with skin and if swallowed |
gen. | βλαβερό:πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | R40/20/22 |
gen. | βλαβερό:πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | harmful:possible risk of irreversible effects through inhalation, in contact with skin and if swallowed |
gen. | βλαβερό:πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | R40/20/21/22 |
commun. | διαμόρφωση με σιγή φέρουσας όταν δεν υπάρχει διαμόρφωση | quiescent-carrier modulation |
transp. | εκδόθηκε για να χρησιμεύει όταν και όπου απαιτείται | issued for any purposes for which it may be required |
gen. | εκρηκτικό όταν αναμιχθεί με καύσιμα υλικά | explosive when mixed with combustible material |
gen. | εκρηκτικό όταν αναμιχθεί με καύσιμα υλικά | explosive when mixed with combustible materials |
gen. | εκρηκτικό όταν αναμιχθεί με καύσιμα υλικά | R9 |
gen. | εκρηκτικό όταν αναμιχθεί με οξειδωτικές ουσίες | explosive when mixed with oxidizing substances |
gen. | εκρηκτικό όταν αναμιχθεί με οξειδωτικές ουσίες | R16 |
mater.sc., met. | η διάβρωση γίνεται ομοιόμορφη,γενική ή καθολική όταν εκτείνεται σε όλη την επιφάνεια του μετάλλου | general corrosion or general attack occurs when corrosion extends to the whole metal surface |
gen. | η Eπιτροπή συνεδριάζει εγκύρως,όταν... | a meeting of the Commission shall be valid only if... |
interntl.trade. | κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες ακολουθούνται όταν κρίνεται κατά πόσον ένα σύστημα επιστροφής φόρου σε περιπτώσεις υποκατάστασης ισοδυναμεί με την παροχή εξαγωγικών επιδοτήσεων | Guidelines in the determination of substitution drawback systems as export subsidies |
gen. | μην καπνίζετε όταν το χρησιμοποιείτε | when using do not smoke |
gen. | μην καπνίζετε όταν το χρησιμοποιείτε | S21 |
chem. | ΜΗΝ προσπαθείτε να σβήσετε την πυρκαγιά, όταν η φωτιά πλησιάζει σε εκρηκτικά. | DO NOT fight fire when fire reaches explosives. |
gen. | μην τρώτε και μην πίνετε όταν το χρησιμοποιείτε | when using do not eat or drink |
gen. | μην τρώτε και μην πίνετε όταν το χρησιμοποιείτε | S20 |
chem. | Μην τρώτε, πίνετεή καπνίζετε, όταν χρησιμοποιείτε αυτό το προϊόν. | Do no eat, drink or smoke when using this product. |
gen. | μπορεί να προκαλέσει καρκίνο όταν εισπνέεται | may cause cancer by inhalation |
gen. | μπορεί να προκαλέσει καρκίνο όταν εισπνέεται | may cause cancer if inhaled |
gen. | μπορεί να προκαλέσει καρκίνο όταν εισπνέεται | R49 |
insur. | ο ασφαλιστής απαλλάσσεται του κινδύνου όταν λήγει η ασφάλιση | off risk |
gen. | πολύ τοξικό όταν εισπνέεται | very toxic if inhaled |
gen. | πολύ τοξικό όταν εισπνέεται | very toxic by inhalation |
gen. | πολύ τοξικό όταν εισπνέεται | R26 |
gen. | πολύ τοξικό όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | very toxic if inhaled and in contact with skin |
gen. | πολύ τοξικό όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | very toxic by inhalation and in contact with skin |
gen. | πολύ τοξικό όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | R26/27 |
gen. | πολύ τοξικό όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | very toxic by inhalation and if swallowed |
gen. | πολύ τοξικό όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | very toxic if inhaled and if swallowed |
gen. | πολύ τοξικό όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | R26/28 |
gen. | πολύ τοξικό όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | very toxic if inhaled,in contact with skin and if swallowed |
gen. | πολύ τοξικό όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | very toxic by inhalation, in contact with skin and if swallowed |
gen. | πολύ τοξικό όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | R26/27/28 |
gen. | πολύ τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται | very toxic:danger of very serious irreversible effects if inhaled |
gen. | πολύ τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται | very toxic:danger of very serious irreversible effects through inhalation |
gen. | πολύ τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται | R39/26 |
gen. | πολύ τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | very toxic:danger of very serious irreversible effects through inhalation and in contact with skin |
gen. | πολύ τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | R39/26/27 |
gen. | πολύ τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | very toxic:danger of very serious irreversible effects if inhaled and if swallowed |
gen. | πολύ τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | very toxic:danger of very serious irreversible effects through inhalation and if swallowed |
gen. | πολύ τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | R39/26/28 |
gen. | πολύ τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | very toxic:danger of very serious irreversible effects through inhalation, in contact with skin and if swallowed |
gen. | πολύ τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | R39/26/27/28 |
agric. | πρόψυξη των σταφυλιών όταν πρόκειται να διανύσουν μεγάλη απόσταση | precooling of grapes |
astronaut., transp. | Πτητική λειτουργία όταν υπάρχει νερό | water operations |
transp., avia. | σχηματισμός πάγου πάνω στις εκτεθειμένες επιφάνειες του αεροπλάνου όταν πετά | ice accretion |
lab.law. | σύστημα προειδοποίησης το οποίο λειτουργεί όταν το επίπεδο προστασίας είναι χαμηλότερο από εκείνο που κανονικά εξασφαλίζεται | alarm activated in the absence of the level of protection normally provided |
busin., labor.org., account. | τεχνικές προβλέψεις των ασφαλιστηρίων συμβολαίων ζωής όταν τον επενδυτικό κίνδυνο φέρει ο ασφαλιζόμενος | technical provisions for life-assurance policies where the investment risk is borne by the policyholders |
health., environ. | τοξικό όταν έρθει σε επαφή με τα μάτια | toxic by eye contact |
gen. | τοξικό όταν εισπνέεται | toxic by inhalation |
gen. | τοξικό όταν εισπνέεται | toxic if inhaled |
gen. | τοξικό όταν εισπνέεται | R23 |
gen. | τοξικό όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | toxic by inhalation and in contact with skin |
gen. | τοξικό όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | toxic if inhaled and in contact with skin |
gen. | τοξικό όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | R23/24 |
gen. | τοξικό όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | toxic by inhalation and if swallowed |
commer., health. | τοξικό όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | toxic if inhaled and if swallowed |
gen. | τοξικό όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | R23/25 |
gen. | τοξικό όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | toxic if inhaled,in contact with skin and if swallowed |
gen. | τοξικό όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | toxic by inhalation, in contact with skin and if swallowed |
gen. | τοξικό όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | R23/24/25 |
gen. | τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται | toxic:danger of very serious irreversible effects through inhalation |
gen. | τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται | toxic:danger of very serious irreversible effects if inhaled |
gen. | τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται | R39/23 |
gen. | τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | toxic:danger of very serious irreversible effects through inhalation and in contact with skin |
gen. | τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | toxic:danger of very serious irreversible effects if inhaled and in contact with skin |
gen. | τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | R39/23/24 |
gen. | τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | toxic:danger of very serious irreversible effects if inhaled and if swallowed |
gen. | τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | toxic:danger of very serious irreversible effects through inhalation and if swallowed |
gen. | τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | R39/23/25 |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται | toxic:danger of serious damage to health by prolonged exposure through inhalation |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται | R48/23 |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | toxic:danger of serious damage to health by prolonged exposure through inhalation and in contact with skin |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα | R48/23/24 |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | toxic:danger of serious damage to health by prolonged exposure through inhalation and if swallowed |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως | R48/23/25 |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | toxic:danger of serious damage to health by prolonged exposure through inhalation, in contact with skin and if swallowed |
gen. | τοξικό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως | R48/23/24/25 |
transp. | φουσκώνω αυτόματα όταν το πλοίο βυθίζεται | to inflate automatically when the ship sinks |
chem. | Χρησιμοποιείτε μέσα ατομικής προστασίας όταν απαιτείται. | Use personal protective equipment as required. |
met. | όταν είναι γαλάζιος,η φάση σίγμα παίρνει την φαιά απόχρωση της σκουριάς | the austenite is coloured, and when it is blue, the sigmaphase appears rust brown |
met. | όταν ευνοείται η πυρηνοποίηση της μιας εκ των φάσεων | if the preferential nucleation of one of the phases occurs |
gen. | όταν η απαιτουμένη πλειοψηφία δεν έχει επιτευχθεί | if the required majority was not obtained |
fin. | όταν ο αλλοδαπός δανειστής είναι χρηματοδοτικός οργανισμός | where the foreign lender is a financial institution |
tech., el. | όταν παρουσιαστεί η πρώτη βλάβη | single fault condition |
gen. | όταν την αρμοδιότητα για ένα θέμα διεκδικούν περισσότερα του ενός τμήματα | where several sections are likely to claim that a subject falls within their remit |
gen. | όταν το χρησιμοποιείτε μην τρώτε,πίνετε ή καπνίζετε | when using do not eat,drink or smoke |
gen. | όταν το χρησιμοποιείτε μην τρώτε,πίνετε ή καπνίζετε | when using do not eat, drink or smoke |
gen. | όταν το χρησιμοποιείτε μην τρώτε,πίνετε ή καπνίζετε | S20/21 |