Subject | Greek | English |
stat., tech. | έλεγχος με χαρακτηριστικό διαλογής | method by attributes |
stat., tech. | έλεγχος με χαρακτηριστικό διαλογής | inspection by attributes |
nat.sc., agric. | αναπαραγωγικό χαρακτηριστικό | reproduction character |
IT, dat.proc. | ασυνεχές χαρακτηριστικό | discontinuous characteristic |
law | αυθαίρετο χαρακτηριστικό της μορφής του προϊόντος | arbitrary feature of appearance |
med. | αυξητικό χαρακτηριστικό | developmental trait |
life.sc., tech. | βαρομετρικό χαρακτηριστικό εξέλιξης | barometric characteristic |
commun. | βασικό χαρακτηριστικό εκχώρησης συχνότητας | basic characteristics of an assignment |
environ. | βιολογικό χαρακτηριστικό | biological attribute |
environ. | βιολογικό χαρακτηριστικό | biological attribute Properties or features belonging to living organisms |
immigr., dat.proc., tech. | βιομετρικό χαρακτηριστικό | biometric feature |
immigr., dat.proc., tech. | βιομετρικό χαρακτηριστικό | biometric identifier |
immigr., dat.proc., tech. | βιομετρικό χαρακτηριστικό | biometric |
relig. | γένιο χαρακτηριστικό | generic characteristic |
relig. | γένιο χαρακτηριστικό | characteristic of division |
relig. | γενοϊκό χαρακτηριστικό | generic characteristic |
relig. | γενοϊκό χαρακτηριστικό | characteristic of division |
environ. | γεωγραφικό χαρακτηριστικό | geographic attribute |
met. | γεωμετρικό χαρακτηριστικό | geometrical property |
gen. | γεωργικό χαρακτηριστικό | agronomic property |
gen. | γεωργικό χαρακτηριστικό | agronomic characteristic |
commun. | γνώρισμα γνησιότητας; χαρακτηριστικό ασφάλειας | security feature |
commun. | γνώρισμα γνησιότητας; χαρακτηριστικό ασφάλειας | security element |
life.sc. | γονοτυπικό χαρακτηριστικό | genotypic characteristic |
med. | δευτερεύον φυλετικό χαρακτηριστικό | secondary sex characteristic |
transp., tech., law | δευτερεύον χαρακτηριστικό | secondary characteristic |
nat.sc. | δευτερεύον χαρακτηριστικό μιας ποικιλίας | secondary character of a variety |
law | διακριτικό χαρακτηριστικό του σήματος | distinctive feature of the mark |
astronaut., transp. | δυναμικό χαρακτηριστικό | dynamic rating |
relig. | είδιο χαρακτηριστικό | specific characteristic |
relig. | ειδοϊκό χαρακτηριστικό | specific characteristic |
relig. | ενδογενές χαρακτηριστικό | intrinsic characteristic |
relig. | εξωγενές χαρακτηριστικό | extrinsic characteristic |
law, min.prod. | εξωτερικό χαρακτηριστικό | external mark |
med. | επίκτητο χαρακτηριστικό | acquired property |
social.sc., health. | επίκτητο χαρακτηριστικό | acquired characteristic |
med. | επίκτητο χαρακτηριστικό | acquired character |
polit. | Επιτροπή για τη διατήρηση, το χαρακτηριστικό, τη συλλογή και τη χρησιμοποίηση των γενετικών πόρων στη γεωργία | Committee on the conservation, characterisation, collection and utilisation of genetic resources in agriculture |
commun., agric., food.ind. | ιδιοχαρακτηριστικό; χαρακτηριστικό γνώρισμα | attribute |
comp., MS | καθολικό χαρακτηριστικό | global attribute (An attribute associated with a skin definition file as a whole, which can be accessed from any element) |
law | καινοτόμο χαρακτηριστικό του δομοστοιχειωμένου προϊόντος | innovative characteristic of modular product |
gen. | Κανόνες και πίνακες δειγματοληψίας για ελέγχους ποιότητος με χαρακτηριστικό διαλογής | Sampling procedures and tables for inspection by attributes |
social.sc., health. | κληρονομικό χαρακτηριστικό | hereditary characteristic |
med. | κληρονομικό χαρακτηριστικό | hereditary character |
med. | κληρονομικό χαρακτηριστικό μη παθολογικό | non-pathological hereditary characteristic |
life.sc. | κλιματικό χαρακτηριστικό | climatic characteristic |
transp., tech., law | κύριο χαρακτηριστικό | principal characteristic |
construct. | κύριο χαρακτηριστικό | major feature |
med. | κύριο χαρακτηριστικό | main characteristic |
work.fl., IT | κύριο χαρακτηριστικό για διευθέτηση | main characteristic for arrangement |
stat. | μη τυπικό χαρακτηριστικό | atypical characteristic |
med. | μη χαρακτηριστικό σύμπτωμα | unspecific symptom |
med. | μη χαρακτηριστικό σύμπτωμα | uncharacteristic symptom |
nat.sc. | νέο φυτικό χαρακτηριστικό ως αποτέλεσμα της γενετικής μηχανικής | new plant characteristic resulting from genetic engineering |
mech.eng. | οι επιφάνειες των εναλλακτών θερμότητας έχουν τον χαρακτηριστικό χρωματισμό συμβολής | the heat-exchanger surfaces have a characteristic interference colouring |
gen. | οργανοληπτικό χαρακτηριστικό | organoleptic property |
gen. | οργανοληπτικό χαρακτηριστικό | organoleptic characteristic |
IT | ουσιώδες χαρακτηριστικό | essential characteristic |
earth.sc. | περιοδεύον χαρακτηριστικό της σειράς των ακτινιδών | itinerant characteristic for the actinide series |
relig. | περιστασιακό χαρακτηριστικό | incidental property |
relig. | περιστασιακό χαρακτηριστικό | incidental characteristic |
tech., mater.sc. | ποιοτικό χαρακτηριστικό | quality characteristic |
commun. | προαιρετικό χαρακτηριστικό | optional feature |
comp., MS | προσαρμοσμένο χαρακτηριστικό | custom attribute (A class used to represent custom metadata) |
med. | προσαρμοστικό χαρακτηριστικό | adaptive trait |
med. | προσαρμοστικό χαρακτηριστικό | adaptive character |
construct. | πρωτεύον χαρακτηριστικό | major feature |
commun., IT | πρόσθετο χαρακτηριστικό δέκτη | additional receiver feature |
el. | σταυροπολωτικό χαρακτηριστικό των κεραιών | cross-polarization characteristic of the antennas |
el. | σταυροπολωτικό χαρακτηριστικό των κεραιών | cross-polarisation characteristic of the antennas |
el. | σταυροπολωτικό χαρακτηριστικό των κεραιών | cross-polarisation characteristic of the aerials |
relig. | συμπτωματικό χαρακτηριστικό | incidental property |
relig. | συμπτωματικό χαρακτηριστικό | incidental characteristic |
relig. | σύμφυτο χαρακτηριστικό | intrinsic characteristic |
stat. | τυπικό χαρακτηριστικό | typical characteristic |
med. | υπολειπόμενο χαρακτηριστικό | recessive trait |
med. | υπολειπόμενο χαρακτηριστικό | recessive character |
comp., MS | υποχρεωτικό χαρακτηριστικό | mandatory attribute (An object attribute for which values must be specified) |
mater.sc., met. | υψηλές τιμές της ομοιόμορφης επιμήκυνσης είναι χαρακτηριστικό της υπερπλαστικότητας | the high-neck-free elongation characteristic of superplasticity |
life.sc. | φαινοτυπικό χαρακτηριστικό | phenotypic characteristic |
life.sc. | φαινοτυπικό χαρακτηριστικό | phenotypic trait |
med. | φαινοτυπικό χαρακτηριστικό | phenotypic character |
el. | φασματικό χαρακτηριστικό | spectral characteristic |
earth.sc. | φασματοσκοπικό χαρακτηριστικό | spectroscopic characteristic |
med. | φυλετικό χαρακτηριστικό | sexual character |
commun., IT | φυσικό χαρακτηριστικό της εγκατάστασης | physical feature of the installation |
transp., avia. | χαρακτηριστικό αεροσκάφους | aircraft identification |
IT, el. | χαρακτηριστικό ακουστής συχνότητας | audio-frequency parameter |
IT, el. | χαρακτηριστικό ακουστής συχνότητας | audio-frequency characteristic |
IT, dat.proc. | χαρακτηριστικό αναγνώρισης νιοστού πλήκτρου | rollover attribute |
commun., IT | χαρακτηριστικό αναγνώρισης πολλαπλών τερματικών σημείων σύνδεσης | multi-connection-endpoint-identifier |
commun., IT | χαρακτηριστικό αναγνώρισης πρωτοκόλλου ενός στρώματος | protocol identifier of a layer |
commun., IT | χαρακτηριστικό αναγνώρισης πρωτοκόλλου ενός στρώματος | N-protocol-identifier |
commun., IT | χαρακτηριστικό αναγνώρισης σύνδεσης πρωτοκόλλων στρώματος | protocol-connection-identifier of a layer |
commun., IT | χαρακτηριστικό αναγνώρισης σύνδεσης πρωτοκόλλων στρώματος | N-protocol-connection-identifier |
commun., IT | χαρακτηριστικό αναγνώρισης σύνδεσης υπηρεσιών ενός στρώματος | service-connection-identifier of a layer |
commun., IT | χαρακτηριστικό αναγνώρισης σύνδεσης υπηρεσιών ενός στρώματος | N-service-connection-identifier |
commun., IT | χαρακτηριστικό αναγνώρισης της σύνδεσης τερματικών σημείωνστρώματος | connection-endpoint-identifier of a layer |
commun., IT | χαρακτηριστικό αναγνώρισης της σύνδεσης τερματικών σημείωνστρώματος | N-connection-endpoint-identifier |
met. | χαρακτηριστικό αντοχής | strength-property |
transp. | χαρακτηριστικό αξιοπιστίας | reliability parameter |
comp., MS | Χαρακτηριστικό αποδοχής μερικώς αξιόπιστων καλούντων | Allow Partially Trusted Callers Attribute (An attribute that tells the CLR to remove the implicit LinkDemands. By default, strongly named, fully trusted assemblies are given an implicit LinkDemand for FullTrust on every public and protected method of every publicly visible class. Essentially, any code that someone outside of your assembly could use as an entry point into your code is protected with this demand) |
stat. | χαρακτηριστικό απόδοσης | performance characteristic |
IT | χαρακτηριστικό ασφάλειας | security feature |
fin. | χαρακτηριστικό ασφαλείας | security feature |
fin. | χαρακτηριστικό ασφαλείας | authentification feature |
fin. | χαρακτηριστικό ασφαλείας | safety feature |
work.fl., IT | χαρακτηριστικό για διευθέτηση | characteristic for arrangement |
tech. | χαρακτηριστικό γνησιότητας | authentication mark |
commun. | χαρακτηριστικό γνώρισμα | attribute |
mater.sc. | χαρακτηριστικό διάγραμμα | characteristic diagram |
IT | χαρακτηριστικό διάστημα | significant interval |
el. | χαρακτηριστικό διάταξης | equipment signature |
IT, el. | χαρακτηριστικό διαλογής | qualitative characteristic |
transp., mech.eng. | χαρακτηριστικό διατήρησης ελεγχόμενης πίεσης | controlled pressure maintaining feature |
transp., mech.eng. | χαρακτηριστικό διατήρησης πίεσης | pressure maintaining feature |
commun. | χαρακτηριστικό διόρθωσης | correction characteristic |
environ. | χαρακτηριστικό είδος | typical species |
life.sc., environ. | χαρακτηριστικό είδος | indicator species |
med. | χαρακτηριστικό είδους | species character |
commun. | χαρακτηριστικό ελαχιστοποίησης | minimisation feature |
IT, dat.proc. | χαρακτηριστικό ελαχιστοποίησης | minimization |
IT, dat.proc. | χαρακτηριστικό ελαχιστοποίησης | minimization feature |
IT, dat.proc. | χαρακτηριστικό ελαχιστοποίησης | markup minimization feature |
commun. | χαρακτηριστικό ελαχιστοποίησης σήμανσης | markup minimisation feature |
IT, dat.proc. | χαρακτηριστικό ελαχιστοποίησης σήμανσης | minimization |
IT, dat.proc. | χαρακτηριστικό ελαχιστοποίησης σήμανσης | minimization feature |
IT, dat.proc. | χαρακτηριστικό ελαχιστοποίησης σήμανσης | markup minimization feature |
transp. | χαρακτηριστικό ενός φανού πορείας | characteristic of a navigation light |
transp. | χαρακτηριστικό ενός φανού πορείας | character of a navigation light |
health. | χαρακτηριστικό εξασθένησης | attenuation characteristic |
stat. | χαρακτηριστικό επίδοσης | performance characteristic |
IT, el. | χαρακτηριστικό εργασίας με εργαλεία | tooling feature |
el. | χαρακτηριστικό ζώνης διέλευσης | bandpass characteristic |
stat. | χαρακτηριστικό θέσης | position of observations |
el. | χαρακτηριστικό καταστροφής αλεξικέραυνου | destruction characteristic of a protector |
tech. | χαρακτηριστικό κατηγορίας | class characteristic |
el. | χαρακτηριστικό κατώφλιο λειτουργίας | characteristic threshold of operation |
IT, dat.proc. | χαρακτηριστικό κελιού | cell setting |
IT, dat.proc. | χαρακτηριστικό κελιού | cell attribute |
IT | Χαρακτηριστικό κινητής υποδιαστολής | floating-point characteristic |
commun. | χαρακτηριστικό κινητού σταθμού | mobile station feature |
commun., transp. | χαρακτηριστικό κλήσεως αεροσκάφους | aircraft call sign |
IT | χαρακτηριστικό κλειδιού | key attribute |
IT, dat.proc. | χαρακτηριστικό κυψέλης | cell setting |
IT, dat.proc. | χαρακτηριστικό κυψέλης | cell attribute |
commun., IT | χαρακτηριστικό λειτουργίας | service aspect |
IT | χαρακτηριστικό λογισμικού | software characteristic |
commun., el. | χαρακτηριστικό μέγεθος | characteristic quantity |
transp., mil., grnd.forc., tech. | χαρακτηριστικό μέγεθος ελαστικού | tyre-size designation |
gen. | χαρακτηριστικό μέγεθος ελαστικού | tyre size designation |
commun., transp. | χαρακτηριστικό μέγεθος της κυκλοφορίας | traffic parameter |
mater.sc. | χαρακτηριστικό μήκος | characteristic length |
chem., mech.eng. | χαρακτηριστικό μήκος θαλάμου καύσεως | characteristic chamber length |
el. | χαρακτηριστικό μείωσης ακτινοβολίας εκτός ζώνης | roll-off characteristic of out-of-band |
gen. | χαρακτηριστικό μεγέθους ελαστικού επισώτρου | tyre-size designation |
gen. | χαρακτηριστικό μεγέθους ελαστικού επισώτρου | tyre size designation |
el. | χαρακτηριστικό μετάδοσης | transmission characteristic |
nat.sc., agric. | χαρακτηριστικό πάχυνσης | fattening character |
law | χαρακτηριστικό που έχει τροποποιηθεί γενετικώς | genetically modified characteristics |
relig. | χαρακτηριστικό προέλευσης | characteristic of origin |
relig. | χαρακτηριστικό προορισμού | characteristic of purpose |
transp., mater.sc. | χαρακτηριστικό σημείο | characteristic point |
relig. | χαρακτηριστικό σκοπού | characteristic of purpose |
dat.proc. | Χαρακτηριστικό στοιχείο | attribute |
nat.sc., chem. | χαρακτηριστικό στρωσιγενούς διάταξης | laminar feature |
met. | χαρακτηριστικό συμβατικό όριο ελαστικότητας | specified characteristic proof stress |
transp., mil., grnd.forc., tech. | χαρακτηριστικό συμπληρωματικής χρήσης | supplementary service description |
mater.sc. | χαρακτηριστικό συρρίκνωσης | shrinkability |
IT | Χαρακτηριστικό ταυτότητας | identity attribute |
med. | χαρακτηριστικό της αναδίπλωσης | folding property |
health., anim.husb. | χαρακτηριστικό της απόδοσης | performance characteristic |
med. | χαρακτηριστικό της καμπυλότητος | curvature characteristic |
market., agric. | χαρακτηριστικό της μητέρας | characteristic of the mother |
IT, dat.proc. | χαρακτηριστικό της μορφής | format attribute |
nat.sc., agric. | χαρακτηριστικό της ποικιλίας | characteristic of the variety |
IT | Χαρακτηριστικό τμηματικών λέξεων. | segmented-word feature |
law | χαρακτηριστικό του οχήματος | vehicle characteristic |
law | χαρακτηριστικό του οχήματος | characteristic of a vehicle |
life.sc., el. | χαρακτηριστικό τροποσφαιρικής διάδοσης | tropospheric propagation characteristic |
comp., MS | χαρακτηριστικό τύπου αλλαγής | change type attribute (An attribute applicable to text file and database management agents that denotes the type of change (that is, add, modify, or delete) to be made to a connector space object) |
commun., tech. | χαρακτηριστικό υπέρυθρο σήμα | infrared imaging |
commun., tech. | χαρακτηριστικό υπέρυθρο σήμα | infrared signature |
commun., tech. | χαρακτηριστικό υπέρυθρο σήμα | IR signature |
el. | χαρακτηριστικό φάσης | phase characteristic |
el. | χαρακτηριστικό φασματικής-χρονικής-χωρικής απόκρισης | spectral-temporal-spatial response characteristic |
transp., mil., grnd.forc. | χαρακτηριστικό χρήσης | service description |
relig. | χαρακτηριστικό χρήσης | characteristic of purpose |
el. | χαρακτηριστικό ψηφίο υπηρεσίας | service digits |
el. | χαρακτηριστικό ψηφίο υπηρεσίας | overhead digits |
el. | χαρακτηριστικό ψηφίο υπηρεσίας | housekeeping digits |
hobby, transp. | χαρακτηριστικό ύψος θόλου | canopy characteristic height |
chem. | χημικός χαρακτηρισμός' χημικό χαρακτηριστικό | chemical profile |
tech., chem. | χρωματικό χαρακτηριστικό | chromatic property |