Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
Terms
for subject
Mechanic engineering
containing
υπόγειος
|
all forms
Greek
English
αερόψυκτος
υπόγειος
θόλος
air-cooled vault
σιφωνοειδής
υπόγειος
αγωγός
pressure line conduit syphon
υπόγειος
αγωγός
underground piping
υπόγειος
αγωγός
underground pipe
υπόγειος
αγωγός αποστράγγισης
drain
υπόγειος
αγωγός αποστράγγισης
drain tile
υπόγειος
αγωγός αποστράγγισης
field drain pipe
υπόγειος
αγωγός αποστράγγισης
lateral drain
υπόγειος
αγωγός αποστράγγισης
subsurface drain
υπόγειος
αγωγός αποστράγγισης
underdrain
υπόγειος
αγωγός αποστράγγισης
subsoil pipe
υπόγειος
αγωγός αποστράγγισης
land pipe
υπόγειος
αγωγός αποστράγγισης
field drain
υπόγειος
αγωγός αποστράγγισης
drain pipe
υπόγειος
αγωγός αποστράγγισης
covered drain
υπόγειος
αγωγός αποστράγγισης
buried drain
υπόγειος
θάλαμος ραδιενεργού απορρυπάνσεως
decontamination pit
Get short URL