DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Mechanic engineering containing υπόγειος | all forms
GreekEnglish
αερόψυκτος υπόγειος θόλοςair-cooled vault
σιφωνοειδής υπόγειος αγωγόςpressure line conduit syphon
υπόγειος αγωγόςunderground piping
υπόγειος αγωγόςunderground pipe
υπόγειος αγωγός αποστράγγισηςdrain
υπόγειος αγωγός αποστράγγισηςdrain tile
υπόγειος αγωγός αποστράγγισηςfield drain pipe
υπόγειος αγωγός αποστράγγισηςlateral drain
υπόγειος αγωγός αποστράγγισηςsubsurface drain
υπόγειος αγωγός αποστράγγισηςunderdrain
υπόγειος αγωγός αποστράγγισηςsubsoil pipe
υπόγειος αγωγός αποστράγγισηςland pipe
υπόγειος αγωγός αποστράγγισηςfield drain
υπόγειος αγωγός αποστράγγισηςdrain pipe
υπόγειος αγωγός αποστράγγισηςcovered drain
υπόγειος αγωγός αποστράγγισηςburied drain
υπόγειος θάλαμος ραδιενεργού απορρυπάνσεωςdecontamination pit