DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Electronics containing υπόβρύχιο | all forms
GreekEnglish
πυρηνικό υποβρύχιο εκτόξευσης βαλλιστικών βλημάτωνnuclear-powered ballistic submarine
πυρηνικό υποβρύχιο εκτόξευσης βαλλιστικών βλημάτωνballistic missile submarine, nuclear powered
πυρηνικό υποβρύχιο εκτόξευσης βαλλιστικών πυραύλωνnuclear-powered ballistic submarine
πυρηνικό υποβρύχιο εκτόξευσης βαλλιστικών πυραύλωνballistic missile submarine, nuclear powered
πυρηνοκίνητο υποβρύχιο εξοπλισμένο με βαλλιστικούς πυραύλουςnuclear-powered ballistic submarine
πυρηνοκίνητο υποβρύχιο εξοπλισμένο με βαλλιστικούς πυραύλουςballistic missile submarine, nuclear powered
Συμφωνία που απαγορεύει τις πυρηνικές δοκιμές στην ατμόσφαιρα, το απώτερο διάστημα και τον υποβρύχιο χώροTreaty Banning Nuclear Weapon Tests in the Atmosphere, in Outer Space and under Water
Συμφωνία που απαγορεύει τις πυρηνικές δοκιμές στην ατμόσφαιρα, το απώτερο διάστημα και τον υποβρύχιο χώροPartial Test Ban Treaty
υποβρύχιο βύσμαsubmersible connector