DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Technology containing τάση | all forms
GreekEnglish
ανώτατη τάση εκφρασμένη σε βολτpeak potential in volts
αξονική τάσηaxial stress
ασύμμετρη τερματική τάσηasymmetrical terminal voltage
δακτυλιοειδής τάσηhoop stress
ειδική τάση ελαστικότηταςspecific proof strength
ηλεκτρική τάση μετρούμενη στο βύσμα καλωδίουto measure at the plug of a cable
κατώτερη τάση για πλούσιο προς πτωχόlean to rich sensor threshold voltage
προσαρμοσμένη τάση εξόδουmatched output voltage
στεφανιαία τάσηhoop stress
συγκολλημένα ή μη συγκολλημένα δοκίμια σε μορφή δοκιμίων JONES υπό τάσηwelded or unwelded test-pieces in the form of constrained jones test specimens
συμμετρική τερματική τάσηsymmetrical terminal voltage
τάση ανοικτού κυκλώματοςsource electromotive force
τάση ανοικτού κυκλώματοςsource e.m.f.
τάση ανοικτού κυκλώματοςopen circuit voltage
τάση δοκιμής μόνωσηςinsulation test voltage
τάση θραύσηςultimate stress
τάση θραύσηςfinal load
τάση θραύσηςbreaking load
τάση κάμψηςbending force
τάση κοινής λειτουργίαςcommon mode voltage
τάση λειτουργίας σειράςseries mode voltage
τάση συσσώρευσης ηλεκτροστατικού φορτίουelectrostatic propensity
τάση υπολογισμούdesign pressure