Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Portuguese
Spanish
Terms
for subject
Mechanic engineering
containing
σφυρηλάτηση
|
all forms
Greek
English
μικρό αμόνι για τη
σφυρηλάτηση
των δρεπανιών
scythe blade trueing anvil
περιορίζω τη διάμετρο των άκρων των σωλήνων με
σφυρηλάτηση
caulk the tube ends
περιορίζω τη διάμετρο των άκρων των σωλήνων με
σφυρηλάτηση
hammer the tube ends
περιορίζω τη διάμετρο των άκρων των σωλήνων με
σφυρηλάτηση
to
tighten the tube ends
σφυρηλάτηση
των άκρων
hammering
σφυρηλάτηση
των άκρων
caulking
σφυρηλάτηση
των άκρων
calking
σφυρηλάτηση
των χειλιών
hammering
σφυρηλάτηση
των χειλιών
caulking
σφυρηλάτηση
των χειλιών
calking
Get short URL