DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Mechanic engineering containing σφυρηλάτηση | all forms
GreekEnglish
μικρό αμόνι για τη σφυρηλάτηση των δρεπανιώνscythe blade trueing anvil
περιορίζω τη διάμετρο των άκρων των σωλήνων με σφυρηλάτησηcaulk the tube ends
περιορίζω τη διάμετρο των άκρων των σωλήνων με σφυρηλάτησηhammer the tube ends
περιορίζω τη διάμετρο των άκρων των σωλήνων με σφυρηλάτησηto tighten the tube ends
σφυρηλάτηση των άκρωνhammering
σφυρηλάτηση των άκρωνcaulking
σφυρηλάτηση των άκρωνcalking
σφυρηλάτηση των χειλιώνhammering
σφυρηλάτηση των χειλιώνcaulking
σφυρηλάτηση των χειλιώνcalking