Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
Terms
for subject
Finances
containing
συνολικό
|
all forms
Greek
English
καθαρό
συνολικό
ποσό που εμφανίζεται στη λογιστική Β
net total amount standing on the B accounts
λοιπό
συνολικό
συσσωρευμένο εισόδημα
accumulated other comprehensive income
πίστωση από
συνολικό
δάνειο
global loan allocation
πίστωση από
συνολικό
δάνειο
allocation from global loan
συνολικό
άνοιγμα
overall exposure
συνολικό
έλλειμμα του δημόσιου τομέα
overall deficit of the public sector
συνολικό
ακαθάριστο εγχώριο χρέος
gross total domestic debt
συνολικό
ανώτατο όριο
overall ceiling
συνολικό
ανώτατο όριο
global ceiling
συνολικό
ανώτατο όριο για τους ίδιους πόρους
overall ceiling for own resources
συνολικό
αποθεματικό
overall reserve
συνολικό
δάνειο
package loan
συνολικό
δάνειο
whole loan
συνολικό
δάνειο
global loan
συνολικό
δάνειο που συνάπτεται με ενδιάμεσους οργανισμούς
global loan to intermediary financial institutions
συνολικό
δάνειο υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος
global loan for environmental purposes
συνολικό
δάνειο υπό αίρεση
conditional global loan
συνολικό
δάνειο υπό όρους
conditional global loan
συνολικό
εισόδημα
overall income
συνολικό
ετήσιο πραγματικό επιτόκιο
annual percentage rate of charge
συνολικό
ετήσιο πραγματικό επιτόκιο
annual percentage rate
συνολικό
κόστος αντικατάστασης
total replacement cost
συνολικό
κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή
total cost of the credit to the consumer
συνολικό
μέγεθος εθνικών λογαριασμών
national accounts aggregate
συνολικό
πιστοποιητικό
global certificate
συνολικό
ποσοστό αυτοχρηματοδότησης
cash flow
συνολικό
ποσοστό σύναψης συμβάσεων
aggregate contracting rate
συνολικό
ποσό του συναπτομένου δανείου σε αρχικό κεφάλαιο και τόκους
total amount of basic loan plus interest
συνολικό
ποσό του συναπτομένου δανείου σε αρχικό κεφάλαιο και τόκους
total amount of a loan in principal and interest
συνολικό
ποσό του χρέους' σύνολο του χρέους' συνολικό υπόλοιπο του χρέους
total amount of indebtedness
συνολικό
ποσό των εκκρεμών δανειοδοτήσεων
total amount of outstanding loans
συνολικό
ποσό των εξόδων
total amount of the expenditure
συνολικό
πραγματικό ετήσιο επιτόκιο
Annual Percentage Rate of Charge
συνολικό
ταμειακό έλλειμμα
overall cash deficit
συνολικό
υπόλοιπο δανεισμού
total outstanding borrowings
το
συνολικό
ποσό κατανέμεται μεταξύ των αρχικών Kρατών μελών
the total amount shall be apportioned among the original Member States
το
συνολικό
ποσό των ιδίων πόρων
total amount of own resources
το
συνολικό
ποσό των πιστώσεων που έχουν ανοιχθεί στα πλαίσια του προϋπολογισμού
overall total of the appropriations opened in the budget
υπερβαίνω το
συνολικό
ποσό των πιστώσεων
to
exceed the total amount of the appropriations
Get short URL