DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Finances containing συνολικό | all forms
GreekEnglish
καθαρό συνολικό ποσό που εμφανίζεται στη λογιστική Βnet total amount standing on the B accounts
λοιπό συνολικό συσσωρευμένο εισόδημαaccumulated other comprehensive income
πίστωση από συνολικό δάνειοglobal loan allocation
πίστωση από συνολικό δάνειοallocation from global loan
συνολικό άνοιγμαoverall exposure
συνολικό έλλειμμα του δημόσιου τομέαoverall deficit of the public sector
συνολικό ακαθάριστο εγχώριο χρέοςgross total domestic debt
συνολικό ανώτατο όριοoverall ceiling
συνολικό ανώτατο όριοglobal ceiling
συνολικό ανώτατο όριο για τους ίδιους πόρουςoverall ceiling for own resources
συνολικό αποθεματικόoverall reserve
συνολικό δάνειοpackage loan
συνολικό δάνειοwhole loan
συνολικό δάνειοglobal loan
συνολικό δάνειο που συνάπτεται με ενδιάμεσους οργανισμούςglobal loan to intermediary financial institutions
συνολικό δάνειο υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντοςglobal loan for environmental purposes
συνολικό δάνειο υπό αίρεσηconditional global loan
συνολικό δάνειο υπό όρουςconditional global loan
συνολικό εισόδημαoverall income
συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιοannual percentage rate of charge
συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιοannual percentage rate
συνολικό κόστος αντικατάστασηςtotal replacement cost
συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτήtotal cost of the credit to the consumer
συνολικό μέγεθος εθνικών λογαριασμώνnational accounts aggregate
συνολικό πιστοποιητικόglobal certificate
συνολικό ποσοστό αυτοχρηματοδότησηςcash flow
συνολικό ποσοστό σύναψης συμβάσεωνaggregate contracting rate
συνολικό ποσό του συναπτομένου δανείου σε αρχικό κεφάλαιο και τόκουςtotal amount of basic loan plus interest
συνολικό ποσό του συναπτομένου δανείου σε αρχικό κεφάλαιο και τόκουςtotal amount of a loan in principal and interest
συνολικό ποσό του χρέους' σύνολο του χρέους' συνολικό υπόλοιπο του χρέουςtotal amount of indebtedness
συνολικό ποσό των εκκρεμών δανειοδοτήσεωνtotal amount of outstanding loans
συνολικό ποσό των εξόδωνtotal amount of the expenditure
συνολικό πραγματικό ετήσιο επιτόκιοAnnual Percentage Rate of Charge
συνολικό ταμειακό έλλειμμαoverall cash deficit
συνολικό υπόλοιπο δανεισμούtotal outstanding borrowings
το συνολικό ποσό κατανέμεται μεταξύ των αρχικών Kρατών μελώνthe total amount shall be apportioned among the original Member States
το συνολικό ποσό των ιδίων πόρωνtotal amount of own resources
το συνολικό ποσό των πιστώσεων που έχουν ανοιχθεί στα πλαίσια του προϋπολογισμούoverall total of the appropriations opened in the budget
υπερβαίνω το συνολικό ποσό των πιστώσεωνto exceed the total amount of the appropriations