DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Transport containing συνδετήρας | all forms
GreekEnglish
απόσταση μεταξύ συνδετήρων ζεύξηςlength between couplings
ασφάλιση των συνδετήρων ζεύξηςsecuring of couplings
διάκενο των συνδετήρων ζεύξηςslack of couplings
διάκενο των συνδετήρων ζεύξηςplay of couplings
διχαλωτός συνδετήρας της γραμμής επαφήςhanger
διχαλωτός συνδετήρας της γραμμής επαφήςdropper
εκκεντρότητα των συνδετήρων ζεύξηςcoupler centre-line offset
μετατόπιση των συνδετήρων ζεύξης μακρυά από τον άξοναcoupler centre-line offset
οριακό φορτίο των συνδετήρων έλξηςmaximum coupling-load
πλαίσιο συγκράτησης συνδετήρων ασκών καυσίμουfuel cell fastener retainer
συνδετήρας ανύψωσηςsuspension grip
συνδετήρας απλόςsingle clip
συνδετήρας ασφαλείαςsafety shackle
συνδετήρας βαγονίωνlink span
συνδετήρας για τη συναρμολόγηση λιποκιβωτίουstirrup of axle box
συνδετήρας διατρητικής μηχανήςdrill yoke
συνδετήρας ενός εντατήραlooped coupling link
συνδετήρας ενός εντατήραbent coupling link
συνδετήρας ενός εντατήραbent coupling ring
συνδετήρας ενός εντατήραD link
συνδετήρας ηλεκτρικής επαφήςcontact shoe
συνδετήρας ιμάνταbelt-fastener
συνδετήρας ιμάνταbelt-clip
συνδετήρας ιμάνταbelt fastener
συνδετήρας ιμάνταbelt clip
συνδετήρας στερέωσηςstaying strap
συνδετήρας σύσφιγξηςsecuring strap
συνδετήρας σύσφιγξηςclamp strap
τζόγος των συνδετήρων ζεύξηςslack of couplings
τζόγος των συνδετήρων ζεύξηςplay of couplings
χαλάρωση των συνδετήρων ζεύξηςloosening of couplings
χαλαρώνω το συνδετήρα ζεύξηςto release the coupling
χαλαρώνω το συνδετήρα ζεύξηςto loosen the coupling
χαλαρώνω το συνδετήρα ζεύξηςto disengage the coupling
όριο φόρτωσης των συνδετήρων έλξηςmaximum coupling-load