DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Construction containing συναρμολόγηση | all forms
GreekEnglish
στοιχείο τυποποιημένο για τη συναρμολόγησηassembly unit
στοιχείο τυποποιημένο για τη συναρμολόγησηpre-fabricated unit
στοιχείο τυποποιημένο για τη συναρμολόγησηpre-fabricated part
στοιχείο τυποποιημένο για τη συναρμολόγησηassembly part
συναρμολόγηση δομικών στοιχείωνassembly of construction elements
συναρμολόγηση μεταλλικών κατασκευώνassembly of steel constructions
σύστημα οικοδόμησης,σύμφωνα με το οποίο γίνεται συναρμολόγηση τελειωμένων τοίχων πάνω στο έδαφοςbuilding system consisting in the assembly on the ground of complete walls