Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Czech
Danish
Dutch
English
French
German
Hebrew
Italian
Polish
Portuguese
Spanish
Terms
for subject
Transport
containing
συναρμολόγηση
|
all forms
Greek
English
εγκάρσια
συναρμολόγηση
σιδηρογραμμής
steering rail
εγκάρσια
συναρμολόγηση
σιδηρογραμμής
guide rail
εγκάρσια
συναρμολόγηση
σιδηροράβδου
steering rail
εγκάρσια
συναρμολόγηση
σιδηροράβδου
guide rail
καρδιά αλλαγής σε
συναρμολόγηση
με τη μία σιδηροτροχιά καμπύλη
built-up common crossing with one rail curved
καρδιά διασταύρωσης σε ευθύγραμμη
συναρμολόγηση
built-up common crossing with both rails straight
καρδιά διασταύρωσης σε
συναρμολόγηση
σε καμπύλη
built-up common crossing with one rail curved
κεφαλή για την
συναρμολόγηση
των μεταλλικών πασσαλοσανίδων
helmet for interlocking steel sheet piles
προμήθεια και
συναρμολόγηση
ανταλλακτικών
supply and fitting of replacement parts
στερεωμένο κατά τη
συναρμολόγηση
fixed at mounting
συναρμολόγηση
κολλητή
glued assembly
συναρμολόγηση
κολλητή
bonded joint
συναρμολόγηση
με εγκοπή και αντίστοιχη προεξοχή
tongued and grooved joint
συναρμολόγηση
με επιθέτηση
to
butt-mount
συναρμολόγηση
με καρφιά
riveted assembly
συναρμολόγηση
με κόλληση
glued assembly
συναρμολόγηση
με κόλληση
bonded joint
συναρμολόγηση
με ολίσθηση
slide assembly
συναρμολόγηση
με πρέσα
assembly by means of a press
συναρμολόγηση
με συγκόλληση
welded assembly
συναρμολόγηση
με τριβή
friction assembly
συναρμολόγηση
σε υψηλή θερμοκρασία
heat assembly
συναρμολόγηση
στον πάγκο
breadboard construction
συναρμολόγηση
στον πάγκο
breadboard model
συναρμολόγηση
στον πάγκο
breadboard
συναρμολόγηση
συντήρησης
engine trolley
συνδετήρας για τη
συναρμολόγηση
λιποκιβωτίου
stirrup of axle box
τοποθέτηση και
συναρμολόγηση
των λιποκιβωτίων πάνω στους άξονες
assembling of axle-boxes
υγρή
συναρμολόγηση
wet assembly
Get short URL