DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Transport containing συναρμολόγηση | all forms
GreekEnglish
εγκάρσια συναρμολόγηση σιδηρογραμμήςsteering rail
εγκάρσια συναρμολόγηση σιδηρογραμμήςguide rail
εγκάρσια συναρμολόγηση σιδηροράβδουsteering rail
εγκάρσια συναρμολόγηση σιδηροράβδουguide rail
καρδιά αλλαγής σε συναρμολόγηση με τη μία σιδηροτροχιά καμπύληbuilt-up common crossing with one rail curved
καρδιά διασταύρωσης σε ευθύγραμμη συναρμολόγησηbuilt-up common crossing with both rails straight
καρδιά διασταύρωσης σε συναρμολόγηση σε καμπύληbuilt-up common crossing with one rail curved
κεφαλή για την συναρμολόγηση των μεταλλικών πασσαλοσανίδωνhelmet for interlocking steel sheet piles
προμήθεια και συναρμολόγηση ανταλλακτικώνsupply and fitting of replacement parts
στερεωμένο κατά τη συναρμολόγησηfixed at mounting
συναρμολόγηση κολλητήglued assembly
συναρμολόγηση κολλητήbonded joint
συναρμολόγηση με εγκοπή και αντίστοιχη προεξοχήtongued and grooved joint
συναρμολόγηση με επιθέτησηto butt-mount
συναρμολόγηση με καρφιάriveted assembly
συναρμολόγηση με κόλλησηglued assembly
συναρμολόγηση με κόλλησηbonded joint
συναρμολόγηση με ολίσθησηslide assembly
συναρμολόγηση με πρέσαassembly by means of a press
συναρμολόγηση με συγκόλλησηwelded assembly
συναρμολόγηση με τριβήfriction assembly
συναρμολόγηση σε υψηλή θερμοκρασίαheat assembly
συναρμολόγηση στον πάγκοbreadboard construction
συναρμολόγηση στον πάγκοbreadboard model
συναρμολόγηση στον πάγκοbreadboard
συναρμολόγηση συντήρησηςengine trolley
συνδετήρας για τη συναρμολόγηση λιποκιβωτίουstirrup of axle box
τοποθέτηση και συναρμολόγηση των λιποκιβωτίων πάνω στους άξονεςassembling of axle-boxes
υγρή συναρμολόγησηwet assembly