Subject | Greek | English |
met. | έλεγχος της σκληρότητας με χάραξη | abrasive hardness test |
met. | ανωμαλίες σκληρότητας | harness anomalies |
met. | ανωμαλίες σκληρότητας | primary chill |
met. | ανωμαλίες σκληρότητας | chilled spots or edges |
met. | απόλυτη σκληρότητα | absolute hardness |
tech., met. | βαθμοί σκληρότητας μετά από ψύξη του χάλυβα | degrees of hardness after quenching the steel |
mater.sc. | βαθμός σκληρότητας | hardness number |
mater.sc., tech., law | βαθμός σκληρότητας Brinell | Brinell number |
mater.sc., tech., law | βαθμός σκληρότητας Brinell | Brinell hardness number |
mater.sc. | βαθμός σκληρότητας | hardness numeral |
mater.sc. | βαθμός σκληρότητας | index of hardness |
environ. | βαθμός σκληρότητας | degree of hardness |
mater.sc., tech., law | βαθμός σκληρότητας Brinell | HBW |
gen. | βαθμός σκληρότητας Brinell | Brinell hardness |
mater.sc. | δείκτης σκληρότητας | hardness numeral |
mater.sc. | δείκτης σκληρότητας | index of hardness |
mater.sc. | δείκτης σκληρότητας | hardness number |
met. | δοκιμές σκληρότητας Rockwell HRN και HRT | HRN and HRT Rockwell hardness tests |
tech., met. | δοκιμή σκληρότητας Vickers | Vickers hardness test |
transp., industr., construct. | δοκιμή σκληρότητας | hardness test |
tech., mater.sc. | δοκιμή σκληρότητας Brinell | Brinell hardness testing |
tech., met. | δοκιμή σκληρότητας Rockwell | Rockwell hardness test |
tech., met. | δοκιμή σκληρότητας Vickers | diamond pyramid hardness test |
tech., mater.sc. | δοκιμή σκληρότητας Brinell | Brinell hardness test Brinell test |
industr., construct., chem. | δοκιμή σκληρότητας κατά ΚΝΟΟΡ | Knoop hardness test |
met. | δοκιμή σκληρότητας με εκκρεμές | pendulum hardness test |
met. | δοκιμή σκληρότητας με τη μέθοδο διπλής αποτύπωσης | hardness test double impression method |
met. | δοκιμή σκληρότητας στην θερμοεπηρεαζόμενη ζώνη | hardness test in the heat affected zone |
mater.sc. | δοκιμασία σκληρότητας | scratch test |
tech., mater.sc. | δοκιμασία σκληρότητας χάραξης | scratch hardness test |
met. | ελάχιστη τιμή σκληρότητας | minimum hardness value |
met. | επίδραση της θερμοκρασίας ωστενιτοποίησης στην σκληρότητα των χαλύβων θερμοκρασίας | effect of tempering temperature on the hardness of the hot work die steel |
tech., met. | εύρος σκληρότητας | hardness range |
met. | η αύξηση της θερμοκρασιάς επαναφοράς προκαλεί μείωση της σκληρότητας | increasing the tempering temperature leads to a decrease in hardness |
met. | η κατακρήμνιση συνοδεύεται από αύξηση της σκληρότητας | the precipitation is associated with an increase in hardness |
met. | η προσθήκη μαγγανίου βελτιώνει τη σκληρότητα σε βάθος | manganese addition agents have a beneficial effect on depth hardness |
met. | καμπύλη μεταβολής της σκληρότητας | hardness variations curve |
met. | κατ'αυτόν τον τρόπο ο χάλυβας χάνει την αντοχή σε επαναφορά και την σκληρότητα σε υπερθέρμανση | tempering resistance and hot hardness are lost |
met., tech. | κλίμακα σκληρότητας Rockwell C | Rockwell Hardness C |
gen. | κλίμακα σκληρότητας | hardness scale |
tech., met. | κλίμακα σκληρότητας κατά Norton | Norton scale |
life.sc., coal. | κρουστικός μετρητής σκληρότητας | impact hardness tester |
tech., met. | μέθοδος μέτρησης σκληρότητας-αντίστασσης κατά τη διείσδυση μιας σφαίρας | ball penetration hardness test |
chem. | μέτρηση σκληρότητας με μπίλια | ball indentation hardness |
met. | μέτρηση σκληρότητας με τη μέθοδο Tukon | Tukon hardness testing |
met. | μεταβολή της σκληρότητας HV κατά την διάρκεια αποκατάστασης μετά από απότομη ψύξη | variation of HV hardness during ageing after quenching |
health. | μετρητής σκληρότητας ακτίνων Christen | Christen qualimeter |
tech., mater.sc. | μηχανή ελέγχου σκληρότητας | hardness testing machine |
health. | Νόμος της σκληρότητας | stiffness law |
environ. | ολική σκληρότητα | total hardness |
environ. | ολική σκληρότητα | hydrotimetric concentration |
environ. | ολική σκληρότητα του νερού | total hardness |
environ. | ολική σκληρότητα του ύδατος | total hardness |
met. | ομοιογένεια επιφανειακής σκληρότητας | uniformity of surface hardness |
met. | ομοιογένεια σκληρότητας | uniformity of the hardness |
hobby | παγίδευση χωρίς σκληρότητα | humane trapping |
nat.sc., chem., mech.eng. | Πλαστικά υλικά ενισχυμένα με γυαλί - Μέτρηση της σκληρότητας με χρήση του σκληρόμετρου διεισδύσεως Barcol | Glass reinforced plastics - Measurement of hardness by means of a Barcol Impressor |
met. | προκύπτει ως εκ τούτου μείωση της σκληρότητας σε σχέση με την κατάσταση εξομάλυνσης | decrease in hardness occurs compared with the normalised condition |
met. | προσδιορίσθηκε η σκληρότητα Vickers των δειγμάτων | the Vickers hardness of the specimens was determined |
gen. | Προσδιορισμός σκληρότητας διεισδύσεως με τη χρησιμοποίηση σκληρόμετρου - Σκληρότητα Shore | Determination of indentation hardness by means of a durometer - Shore hardness |
agric. | προσδιορισμός της σκληρότητας της βύνης | determination of malt hardness |
met. | σκληρότητα άμμου | sand hardness |
met. | σκληρότητα HRC από μέτρηση επί του αποτυπώματος Vickers | Hardness HRc determined from the Vickers impression |
tech., met. | σκληρότητα Rockwell Β | Rockwell hardness B |
chem. | σκληρότητα δέρματος,κεραμικό μερικώς ξηραμένο | leatherhard |
mater.sc. | σκληρότητα διείσδυσης | indentation hardness |
met. | σκληρότητα εμπότισης | case-hardness |
met. | σκληρότητα επαναφοράς | tempering hardness |
met. | σκληρότητα επεκτατικής ολκής | drawing hardness |
met. | σκληρότητα επικάλυψης | coating hardness |
met. | σκληρότητα επιφάνειας | surface hardness |
industr., construct. | σκληρότητα κατά SHORE | Shore-hardness |
agric. | σκληρότητα κελύφους | shell strength |
life.sc. | σκληρότητα λόγω ανθρακικών αλάτων | carbonate alcalinity hardness |
met. | σκληρότητα μάζας | mass hardness |
met. | σκληρότητα με τη μέθοδο Knoop | Knoop hardness |
met. | σκληρότητα με τη μέθοδο αμυχών | scratch hardness |
met. | σκληρότητα με τη μέθοδο λίμας | file hardness |
met. | σκληρότητα με τη μέθοδο της διείσδυσης | penetration hardness |
met. | σκληρότητα με τη μέθοδο της διείσδυσης | indentation hardness |
met. | σκληρότητα με τη μέθοδο του εκκρεμούς | pendulum hardness |
met. | σκληρότητα πυρήνα | core hardness |
mater.sc., met. | σκληρότητα Ρόκερ | rocker hardness |
met. | σκληρότητα σε εκκρεμές | pendulum hardness |
mater.sc., met. | σκληρότητα σε μολύβι | pencil hardness |
mater.sc. | σκληρότητα Mohs,σκληρομετρική κλίμακα του Mohs | Mohs'hardness |
met. | σκληρότητα HRC συναρτήσει της απόστασης από το άκρο ενος δοκιμίου ελέγχου του ψυχρού άκρου | hardness HRc plotted against distance from the end of an end quench test specimen |
tech. | Σκληρότητα της επιφάνειας κατά Mohs | scratch hardness of surface according to Mohs |
tech. | Σκληρότητα της επιφάνειας κατά Mohs | scratch hardness on the Mohs scale |
tech. | Σκληρότητα της επιφάνειας κατά Mohs | Mohs hardness |
lab.law. | σκληρότητα της εργασίας | work hardness |
mech.eng. | σκληρότητα του ελατηρίου | spring stiffness |
mech.eng. | σκληρότητα του ελατηρίου | spring rate |
mech.eng. | σκληρότητα του ελατηρίου | spring constant |
met. | σκληρότητα του χάλυβα κατά μήκος ενος δοκιμίου Jominy | hardness variation along an end quenched specimen |
environ. | σκληρότητα του ύδατος | water hardness |
environ. | σκληρότητα του ύδατος | water hardness The amount of calcium and magnesium salts dissolved in water |
mater.sc. | σκληρότητα τριβής | abrasion hardness |
met. | σκληρότητα υλικών αμμοβολής | hardness of the abrasive |
met. | σκληρότητα χάλυβα εξ επαναφοράς | as-tempered hardness |
mater.sc. | σκληρότητα χάραξης | scratch hardness |
earth.sc., mech.eng. | σκληρότητα ύδατος λόγω ανθρακικών αλάτων | carbonate hardness |
transp., mater.sc. | στατική μέτρηση σκληρότητας | hardness static test |
met. | συσκευή μέτρησης σκληρότητας Vickers | Vickers hardness testing machine |
met. | σύμβολο σκληρότητας | hardness symbol |
transp., industr., construct. | τεστ σκληρότητας | hardness test |
met. | όπως προκύπτει από τις καμπύλες σκληρότητας της δοκιμής ελέγχου του ψυχρού άκρου | as shown by end quench test hardness curves |
met. | όριο σκληρότητας | hardness limit |