DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Marketing containing προτύπων | all forms
GreekEnglish
αναγκαίος πληθυσμός για την εγκατάσταση πρότυπου καταστήματοςminimum population necessary for opening pilot shop
επιφάνεια πωλήσεων του πρότυπου καταστήματοςpilot shop sales area
επιφάνεια πωλήσεων του πρότυπου καταστήματοςmodel shop sales area
πρότυπα λογιστικής γενικώς αποδεκτάgenerally accepted accounting standards
Πρότυπα σχέδια για την προώθηση σύγχρονων εμπορικών μεθόδων μέσω της εφαρμογής νέας εμπορικής τεχνολογίαςPilot projects to promote modern commercial methods through the implementation of new commercial technology
Πρότυπα σχέδια για την προώθηση σύγχρονων εμπορικών μεθόδων μέσω της εφαρμογής νέας εμπορικής τεχνολογίαςCOMM 2000
Σχέδιο επιστημονικής και τεχνικής συνεργασίας σε διεθνές επίπεδο στον τομέα των υλικών προηγμένης τεχνολογίας και των προτύπωνProject for international scientific and technical collaboration on advanced materials and standards
χώρος διάθεσης του πρότυπου καταστήματοςpilot shop sales area
χώρος διάθεσης του πρότυπου καταστήματοςmodel shop sales area