Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Polish
Terms
for subject
General
containing
προαιρετική
|
all forms
Greek
English
μετάβαση από την "
προαιρετική
" εναρμόνιση στην "πλήρη" εναρμόνιση
transition from optional to total harmonization
προαιρετική
διαβούλευση, προαιρετική αίτηση γνωμοδότησης
optional referral
προαιρετική
διαβούλευση, προαιρετική αίτηση γνωμοδότησης
optional consultation
προαιρετική
εκδρομή
optional tour
προαιρετική
ομαδική ασφάλιση
optional group insurance scheme
προαιρετική
προσφυγή
optional consultation
προαιρετική
συνέχιση της ασφαλίσεως
optional continued insurance
προαιρετική
συνέχιση της ασφαλίσεως
continued optional insurance
Get short URL