DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Chemistry containing πλούσιο | all forms
GreekEnglish
αέριο πλούσιο σε υδρογόνοhydrogen-rich gas
αστάρι πλούσιο σε ψευδάργυροzinc-rich primer
αστάρι πλούσιο σε ψευδάργυροzinc rich primer
επίχρισμα πλούσιο σε στερεάhigh solid paint
πλούσιο αμμωνιακό ύδωρstrong ammonia liquor
πλούσιο αμμωνιακό ύδωρstrong gas liquor
πλούσιο αμμωνιακό ύδωρrich ammonia water
πλούσιο φυσικό αέριοrich LNG
χρώμα πλούσιο σε ψευδάργυροzinc rich paint